Η Τζο Μαλόουν έγινε εκατομμυριούχος μετά την πώληση της ομώνυμης εταιρείας αρωμάτων της το 1999. Παρ’ όλα αυτά, δεκαετίες αργότερα, δήλωσε πως έχει ένα μεγάλο παράπονο. «Μετανιώνω το ότι δεν μπορώ πλέον να χρησιμοποιήσει το ίδιο μου το όνομα», λέει η ίδια.

Η Μαλόουν ίδρυσε τη μάρκα αρωμάτων Jo Malone London το 1990 και την πούλησε στην Estée Lauder Companies εννέα χρόνια αργότερα, μαζί με τα δικαιώματα χρήσης του ονόματός της σε οποιαδήποτε επιχείρηση, σύμφωνα με το CNBC.

«Αν περίμενα άλλα πέντε χρόνια, θα μπορούσα να είχα κερδίσει το διπλάσιο ποσό από την πώληση της εταιρείας μου. Όμως, κοιτάζοντας πίσω, δεν το μετανιώνω», δήλωσε η 62χρονη Βρετανίδα επιχειρηματίας σε ένα επεισόδιο του podcast «Executive Decisions» του CNBC με τον Στιβ Σέντγουικ.

«Νομίζω πως το μόνο πράγμα που μετανιώνω είναι η παραχώρηση του δικαιώματος χρήσης του ονόματός μου για μελλοντικές δραστηριότητες. Αυτό αποτελεί ένα πρόβλημα για εμένα, ακόμα και σήμερα», πρόσθεσε η ίδια.

Instagram

«Πιστεύω ότι ο νόμος πρέπει να αλλάξει»

«Σύμφωνα με το βρετανικό δίκαιο, όταν πουλά κανείς μια επιχείρηση που φέρει το προσωπικό του όνομα, συνήθως μεταβιβάζει και την υπεραξία της καθώς και το δικαίωμα χρήσης αυτού του ονόματος», ανέφερε ο Σάιμον Μπάρκερ, εταίρος και επικεφαλής πνευματικής ιδιοκτησίας στο δικηγορικό γραφείο Freeths, μιλώντας στο CNBC Make It.

Μετά την πώληση της επιχείρησης, η χρήση του ονόματος του προηγούμενου ιδιοκτήτη για μια παρόμοια δραστηριότητα μπορεί να προκαλέσει σύγχυση στους καταναλωτές και να παραβιάσει τη σύμβαση ή τα εμπορικά σήματα που πλέον ανήκουν στον αγοραστή.

Επιπλέον, μια τέτοια ενέργεια θα μπορούσε να θεωρηθεί «παραποίηση», ένας νομικός όρος στο βρετανικό δίκαιο που αποσκοπεί στην προστασία του κοινού από παραπλάνηση, ώστε να μην πιστεύει ότι τα προϊόντα ή οι υπηρεσίες συνδέονται με άλλη επιχείρηση.

Οι επόμενες επιχειρήσεις της Τζο Μαλόουν χρησιμοποιούν μόνο το μικρό της όνομα, ώστε να εξασφαλιστεί η τήρηση των όρων που τέθηκαν όταν πραγματοποιήθηκε η εξαγορά από την Estée Lauder. Δύο από τις επιχειρήσεις αυτές είναι η μάρκα πολυτελών αρωμάτων «Jo Loves» και η μάρκα αλκοολούχων ποτών «Jo Vodka».

Αν και η πώληση της Jo Malone την κατέταξε στην τάξη των εκατομμυριούχων, η Μαλόουν δήλωσε ότι το να θυσιάσει το όνομά της ήταν «το πιο δύσκολο κομμάτι».

«Δεν επιδιώκω να προκαλέσω αναστάτωση ή να δημιουργήσω οποιαδήποτε μορφή δυσχέρειας, όμως θεωρώ ότι το ισχύον νομικό πλαίσιο χρειάζεται αλλαγή. Όταν πωλούνται εταιρείες που φέρουν τα ονόματα των ιδιοκτητών τους, οι ίδιοι δεν μπορούν να χρησιμοποιήσουν ξανά το όνομά τους. Αυτό σημαίνει ότι, για το υπόλοιπο της ζωής τους, υπάρχει πρακτικά μια απαγόρευση ανταγωνισμού», είπε.

«Νομίζω ότι ο νόμος θα πρέπει να εξετάσει πιο προσεκτικά τον τρόπο με τον οποίο γίνονται οι πωλήσεις επιχειρήσεων, καθώς και τον τρόπο με τον οποίο εφαρμόζεται η απαγόρευση ανταγωνισμού σε αυτές τις περιπτώσεις», πρόσθεσε.

«Οι συμβατικοί περιορισμοί υπερισχύουν όλων»

Η Μαλόουν είναι μία από τους πολλούς Βρετανούς επιχειρηματίες που πούλησαν την ομώνυμη μάρκα τους και αργότερα ένιωσαν ότι η απόφαση αυτή είχε αρνητικές συνέπειες.

Η σχεδιάστρια μόδας Κάρεν Μίλεν πούλησε την επιχείρησή της το 2004 και συμφώνησε να μην χρησιμοποιεί το όνομά της σε οποιαδήποτε ανταγωνιστική επιχείρηση σε παγκόσμιο επίπεδο. Αργότερα, αμφισβήτησε αυτούς τους περιορισμούς. Το δικαστήριο όμως αποφάσισε ότι η χρήση του ονόματός της θα μπορούσε να προκαλέσει σύγχυση στους καταναλωτές.

Η Ελίζαμπεθ Εμάνουελ, η σχεδιάστρια του διάσημου νυφικού της πριγκίπισσας Νταϊάνα, πούλησε την επιχείρησή της μαζί με τα δικαιώματα χρήσης του ονόματός της σε μια εταιρεία, η οποία αργότερα μεταβίβασε αυτά τα δικαιώματα σε νέους ιδιοκτήτες. Όταν προσπάθησε να εμποδίσει τους νέους ιδιοκτήτες από το να χρησιμοποιούν το όνομα «Elizabeth Emanuel», τα δικαστήρια επισήμαναν πως η πώληση είχε ως αποτέλεσμα οι νέοι ιδιοκτήτες να ασκούν νόμιμο έλεγχο του ονόματος και του εμπορικού σήματος.

Ο Σάιμον Μπάρκερ εξήγησε ότι οι όροι της συμφωνίας έχουν προτεραιότητα σε τέτοιες περιπτώσεις. «Όταν υπογράφει κανείς πως δεν θα χρησιμοποιηθεί το όνομά του σε ανταγωνιστική επιχείρηση, η συμφωνία αυτή ισχύει και ο νέος ιδιοκτήτης μπορεί να τη διεκδικήσει. Οι συμβατικές δεσμεύσεις υπερισχύουν και καθορίζουν ποιος μπορεί να χρησιμοποιεί το όνομα», είπε.

Παρόμοιες περιπτώσεις έχουν λάβει χώρα και στις Ηνωμένες Πολιτείες. Η Αμερικανίδα μακιγιέρ και επιχειρηματίας Μπόμπι Μπράουν πούλησε την ομώνυμη εταιρεία καλλυντικών της στην Estée Lauder το 1995 και δεσμεύτηκε συμβατικά να μην χρησιμοποιεί το όνομά της με τρόπο που θα ανταγωνιζόταν το ήδη υπάρχον εμπορικό σήμα.

Ενώ στις ΗΠΑ ισχύουν παρόμοιοι νόμοι που εμποδίζουν τους επιχειρηματίες να παραβιάζουν τις συμβατικές υποχρεώσεις τους, υπάρχει και ένα επιπλέον δικαίωμα, γνωστό ως «δικαίωμα χρήσης του προσωπικού ονόματος και της εικόνας». Δεν υπάρχει αντίστοιχος νόμος στο Ηνωμένο Βασίλειο.

«Με βάση το δικαίωμα αυτό, προστατεύονται οι ιδιοκτήτες από την εκμετάλλευση του ονόματός τους χωρίς τη συγκατάθεσή τους», εξήγησε ο Μπάρκερ.

Διαπραγματευτείτε για τη σύμβασή σας

Η Μαλόουν συμβούλεψε τους νέους επιχειρηματίες να εξετάσουν πολύ σοβαρά το ενδεχόμενο πώλησης των δικαιωμάτων χρήσης του ονόματός τους.

«Η συμβουλή μου για τους νέους επιχειρηματίες είναι η εξής: εάν σκέφτονται να προχωρήσουν σε εξαγορά, ειδικά αν το όνομά τους είναι συνδεδεμένο με την επιχείρησή τους, να υπολογίσουν πρώτα όλες τις συνέπειες», είπε η Μαλόουν. «Εάν η πώληση πραγματοποιηθεί, ο ιδιοκτήτης θα πρέπει να είναι πολύ συνειδητοποιημένος για την βαρύτητα της κατάστασης και να το κάνει μόνο για τα χρήματα».

«Θα ήταν σημαντικό να προηγηθεί μια διαπραγμάτευση προτού γίνει η πώληση μιας επιχείρησης. Καλό θα ήταν να συζητηθούν θέματα όπως της αλλαγής του ονόματος. Ωστόσο, υπάρχουν ορισμένες περιπτώσεις κατά τις οποίες, χωρίς το αρχικό όνομα, η μάρκα δεν διατηρεί την ίδια αξία στις εξαγορές», είπε ο Μπάρκερ.

«Οι ιδρυτές πρέπει να συνεργάζονται με συμβούλους και ενδεχομένως να ζητούν εναλλακτικές λύσεις για πολλαπλά πιθανά σενάρια», πρόσθεσε ο ίδιος.

«Φυσικά, δεν είναι πάντα τόσο απλό. Μερικές φορές, ο ενδιαφερόμενος αγοραστής θα είναι πρόθυμος να προσφέρει πολλά εκατομμύρια δολάρια», πρόσθεσε. «Εάν ο ιδιοκτήτης της εταιρείας επιβάλλει πολλούς περιορισμούς για τον αγοραστή στη σύμβαση, τότε το πιο πιθανό είναι το προσφερόμενο χρηματικό ποσό να μειωθεί αρκετά».

Διαβάστε ακόμη 

Υπό απειλή το Santa Rally: Τι φοβάται η αγορά πριν τη συνεδρίαση της Fed

Χρυσός, ασήμι και χαλκός παράλληλα σε επίπεδα ρεκόρ για πρώτη φορά εδώ και 45 χρόνια (γράφημα)

Reuters: ΕΕ και G7 εξετάζουν μπλόκο στις ναυτιλιακές υπηρεσίες για ρωσικό πετρέλαιο – Ελλάδα, Κύπρος, Μάλτα επηρεάζονται άμεσα

Για όλες τις υπόλοιπες ειδήσεις της επικαιρότητας μπορείτε να επισκεφτείτε το Πρώτο Θέμα