Η μία ευρωπαϊκή κυβέρνηση μετά την άλλη σπεύδει να κατασχέσει τα γιοτ και τις βίλες των Ρώσων ολιγαρχών, οι οποίοι πλήττονται από τις κυρώσεις της Δύσης εις βάρος της Μόσχας. Για παράδειγμα, η Ιταλία έχει κατασχέσει το γιοτ του Αλεξέι Μορντάσοφ, ενώ η Γαλλία έχει κάνει δικά της τα υπερπολυτελή σκάφη των Ιγκόρ Σετσίν και Αλίσερ Ουσμάνοφ.  

Το ερώτημα που προκύπτει ανερυθρίαστα, είναι τι γίνεται εφεξής μ’ αυτά τα κατασχεμένα κινητά και ακίνητα. Τι κάνουν οι χώρες, ποιες διαδικασίες ακολουθούνται, ποιος είναι ο νέος «ιδιοκτήτης»; 

«Βρισκόμαστε σε αχαρτογράφητα νερά» τονίζει ο Benjamin Maltby, εταίρος της βρετανικής δικηγορικής εταιρείας Keystone Law, ο οποίος ειδικεύεται στα γιοτ. «Είναι μια πραγματικότητα που δεν έχει ξανασυμβεί».  

Οι ειδικοί υποστηρίζουν ότι, σε γενικές γραμμές, οι κυρώσεις δεν επιτρέπουν στις χώρες να αποκτήσουν (έτσι απλά) την ιδιοκτησία των γιοτ, των αεροσκαφών και των σπιτιών των Ρώσων ολιγαρχών. 

Σύμφωνα με το επίσημο κείμενο των κυρώσεων σε Βρυξέλλες και Ουάσιγκτον, τα μέτρα «δεν επιτρέπουν σε αυτούς που πλούτισαν υπέρμετρα σε σχέση με τον ρωσικό λαό και βοήθησαν τον Πούτιν να εισβάλει στην Ουκρανία, να χρησιμοποιούν τα παγωμένα και μπλοκαρισμένα περιουσιακά τους στοιχεία». 

Τι σημαίνει αυτό στην πράξη; Η «παγωμένη και μπλοκαρισμένη» περιουσία παραμένει στην ιδιοκτησία των ολιγαρχών, χωρίς ωστόσο να μπορούν να τη μεταφέρουν ή να την πουλήσουν. Ο Σετσίν και ο Μορντάσοφ, για παράδειγμα, παραμένουν ιδιοκτήτες των γιοτ τους, αλλά δεν μπορούν να τα χρησιμοποιήσουν και να ταξιδέψουν μ’ αυτά. 

Για να σταματήσουν οι ολιγάρχες να είναι ιδιοκτήτες των σούπερ γιοτ, των αεροπορικών τζετς και των πολυτελών κατοικιών, θα πρέπει η δικαιοσύνη να αποφανθεί ότι όλα αυτά αποκτήθηκαν στο πλαίσιο μιας εγκληματικής πράξης.  

«Η κυβέρνηση πρέπει να αποδείξει τόσο το έγκλημα όσο και τη σύνδεση» τονίζει ο Stefan Cassella, πρώην επικεφαλής του τμήματος ξεπλύματος μαύρου χρήματος στην Εισαγγελία του Μέριλαντ. Κι αυτό είναι κάτι πολύ δύσκολο, καθώς πέραν της εγκληματικής ενέργειας, πρέπει να αποδειχθεί ότι τα παράνομα χρήματα χρησιμοποιήθηκαν για την αγορά του συγκεκριμένου γιοτ, τζετ ή βίλας.  

Σύμφωνα με τους ειδικούς, οι νομικές διαδικασίες για την αλλαγή της ιδιοκτησίας μπορούν να διαρκέσουν αρκετά χρόνια. Οι ΗΠΑ, ενδεικτικά, βοήθησαν τη Νιγηρία να ανακτήσει 300 εκατ. ευρώ από τον πρώην στρατιωτικό δικτάτορα Sani Abacha, μια διαδικασία που διήρκησε περισσότερα από πέντε χρόνια. Αντίστοιχα, στην περίπτωση του πρώην Ουκρανού πρωθυπουργού, Pavlo Lazarenko, ο οποίος κρίθηκε ένοχος για ξέπλυμα βρόμικου χρήματος στις ΗΠΑ, απαιτήθηκαν περισσότερα από 15 χρόνια. 

Ας σημειωθεί εξάλλου ότι οι ολιγάρχες κατέχουν… master στη σκοτεινή τέχνη της αδιαφάνειας. Χρησιμοποιούν εταιρείες – κέλυφος, trusts, offshore κ.ο.κ., με στόχο να αποκρύψουν και να μην αποκαλύψουν την πραγματική έκταση της περιουσίας τους. 

Τα σούπερ γιοτ, άλλωστε, συχνά ανήκουν σε ξεχωριστές νομικές οντότητες, παρά στα περιουσιακά στοιχεία ενός συγκεκριμένου ατόμου. Πρόκειται για εταιρείες, οι οποίες εδρεύουν σε χώρες με χαμηλό φορολογική διαφάνεια, όπως τα Νησιά Κέιμαν, οι Παρθένοι Νήσοι κ.α. 

«Το να εντοπίσεις τον πραγματικό ιδιοκτήτη δεν είναι ζήτημα δημόσιων αρχείων σε διαφορετικές χώρες. Θα πρέπει να βρεις τον Μίτο της Αριάδνης» δηλώνει με νόημα ο Maltby, μιλώντας στο πρακτορείο CNBC.