Το Νοέμβριο του 2019, το ρωσικό κοινοβούλιο ψήφισε αυτό που έγινε γνωστό ως «νόμος εναντίον της Apple». Η νομοθεσία που ισχύει, πλέον, απαιτεί από όλες τις συσκευές smartphone να φορτώσουν εκ των προτέρων μια σειρά εφαρμογών οι οποίες ενδέχεται να παρέχουν στη ρωσική κυβέρνηση ένα πλήθος πληροφοριών για τους πολίτες της, τα οικονομικά τους, ακόμα και τις ιδιωτικές τους επικοινωνίες.

Η Apple απαγορεύει συνήθως την εκ των προτέρων φόρτωση εφαρμογών που έχουν κατασκευάσει τρίτοι, στο hardware του συστήματος. Αλλά τον προσεχή Ιούλιο, όταν τεθεί σε ισχύ ο νόμος, η Apple θα αναγκαστεί να εγκαταλείψει τη χώρα και μια αγορά που ο τζίρος της εκτιμάται στα 3 δισεκατομμύρια δολάρια, εκτός εάν συμμορφωθεί με τη νέα νομοθεσία. Αυτή, μαζί με έναν αμφισβητούμενο νόμο που αποσκοπεί στην κατασκευή ενός «αυτόνομου διαδικτύου», είναι το τελευταίο βήμα στην συνεχιζόμενη διείσδυση που επιχειρεί ο Βλαντιμίρ Πούτιν στον ψηφιακό χώρο – και οδήγησε την Apple σε άμεση σύγκρουση με τον αυταρχικό Ρώσο πρόεδρο.

Η Apple αρνήθηκε να αποκαλύψει τι σχεδιάζει να κάνει. Αλλά ενώ η εταιρεία δεν έχει ακόμη κάνει μια επίσημη δήλωση, μια ανεξάρτητη ρωσική πηγή, η Bell έχει αναφέρει ότι οι πληροφορίες μέσα από την Apple έχουν εκφράσει αντιδράσεις στη νέα ρωσική νομοθεσία. Η πραγματοποίηση της αλλαγής θα απαιτούσε όχι μόνο την αναθεώρηση του υπάρχοντος λειτουργικού συστήματος της Apple, αλλά επιπλέον θα ήταν και αντίθετο με την αρχή της σεβασμού της ιδιωτικής ζωής των χρηστών, που η εταιρεία θεωρεί υπέρτερη των επιδιώξεων των ομοσπονδιακών κυβερνήσεων. Ωστόσο, η επιμονή της Apple να διατηρεί ως προτεραιότητα το ιδιωτικό απόρρητο, δημιουργεί πιέσεις σταδιακά τον γίγαντα της τεχνολογίας, προκειμένου αυτός να διεξαγάγει μεγαλύτερο αγώνα για την προστασία των προσωπικών δεδομένων και την ψηφιακή κυριαρχία, που εκτείνεται σε όλο τον κόσμο.

Όταν τα προσωπικά δεδομένα των χρηστών έρχονται σε σύγκρουση με τα ενδιαφέροντα των κρατών

Η θέση της Apple έχει επίσης δημιουργήσει προβλήματα στην εταιρεία τόσο με το FBI όσο και με την κυβέρνηση του Ντόναλντ Τραμπ. Νωρίτερα αυτό το μήνα η Apple αρνήθηκε το αίτημα του γενικού εισαγγελέα Ουίλλιαμ Μπαρ να επιτρέψει την πρόσβαση των κρατικών υπηρεσιών σε δύο iPhones, τα οποία συνδέονται με τους πυροβολισμούς στη ναυτική βάση Pensacola της Φλώριδας τον Δεκέμβριο του 2019, πράξη που θεωρείται ότι συνδέεται με διεθνή τρομοκρατικά δίκτυα. Η Apple έχει ιστορικό βοήθειας για την επιβολή του νόμου σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, παρέχοντας πληροφορίες, και μάλιστα εγκατέλειψε τα σχέδιά της για την κρυπτογράφηση των αντιγράφων ασφαλείας του iPhone που είναι αποθηκευμένα σε περιβάλλον cloud. Ωστόσο, το επιχείρημα ότι η εκ μέρους της εταιρείας δημιουργία μιας δυνατότητας παράκαμψης των περιορισμών (backdoor), την οποία θα μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν επίσημοι φορείς όπως το FBI και τα κατά τόπους αστυνομικά τμήματα για να έχουν πρόσβαση σε συσκευές με κρυπτογραφημένο περιεχόμενο, θα επιταχύνει έρευνες όπως αυτή της Pensacola, η Apple απαντά ότι μια τέτοια εξέλιξη θα δημιουργούσε ανησυχητικό προηγούμενο.

«Διατηρήσαμε πάντοτε την πολιτική ότι στις συσκευές μας δεν υπάρχει κάτι σαν “κερκόπορτα” για τους καλούς χρήστες», ανέφερε η εταιρεία σε επίσημη δήλωση της.«Αυτού του είδους οι “κερκόπορτες”, μπορούν επίσης να αξιοποιηθούν από εκείνους που απειλούν την εθνική μας ασφάλεια και την ασφάλεια των δεδομένων των πελατών μας».

Όταν ο «νόμος εναντίον της Apple» ψηφίστηκε στη Ρωσία το Νοέμβριο, οι ειδικοί εξέφρασαν την ανησυχία τους ότι οι εφαρμογές που έχουν φορτωθεί εκ των προτέρων, θα αποτελούσαν εξίσου πραγματική απειλή με την επίσημη “κερκόπορτα”. Την περασμένη εβδομάδα, η ρωσική Ομοσπονδιακή Υπηρεσία Αντιμονοπωλιακών Υπηρεσιών δημοσίευσε έναν κατάλογο με τις εφαρμογές που θα απαιτηθεί να φορτωθούν πριν η συσκευή φτάσει στα χέρια του χρήστη: Μεταξύ των προγραμμάτων περιλαμβάνονται εφαρμογές για πληρωμή φόρων και προστίμων, καθώς και τράπεζες, πλοήγηση και πλατφόρμες κοινωνικών μέσων με συνδέσμους σε επίσημους φορείς κλπ. Αυτές θα έχουν τη δυνατότητα να συλλέγουν και να αποστέλλουν δεδομένα σχετικά με τα οικονομικά, την τοποθεσία, τις επικοινωνίες και άλλα, όλα χωρίς την άμεση άδεια του χρήστη.

Αυτό δημιουργεί ανησυχία στους ακτιβιστές υπέρ των ψηφιακών δικαιωμάτων όπως ο Αρτέμ Κοζλιούκ, ιδρυτής της ΜΚΟ Roskomsvoboda (σύντομη περιγραφή της «ρωσικής ελευθερίας των μέσων ενημέρωσης»). Ο Κοζλιούκ αντιτίθεται στον νόμο, λέγοντας στους Τάιμς της Μόσχας ότι «οι συσκευές είναι ήδη γεμάτες με ένα τεράστιο αριθμό υπηρεσιών. . . “Αυτό που κάνει την κατάσταση να είναι επικίνδυνη, είναι ότι οι χρήστες δεν γνωρίζουν ούτε ελέγχουν ποια δεδομένα συλλέγονται και χρησιμοποιούνται από την κυβέρνηση της Ρωσίας».

Ο “νόμος εναντίον της Apple” είναι ένα παράδειγμα του τρόπου με τον οποίο οι εταιρείες τεχνολογίας τρισεκατομμυρίων δολαρίων αντιδρούν στα προνόμια των κρατών, εντός των οποίων αυτές λειτουργούν, πράγμα όμως που δεν εμπόδισε την Apple να προσπαθήσει να βρει κάποιον συμβιβασμό στο πρόβλημα.

Ίσως σε μια προσπάθεια να ανοίξει ο δρόμος για ένα win-win αποτέλεσμα αυτό το καλοκαίρι, η Apple έκανε μια αμφιλεγόμενη παραχώρηση στο Κρεμλίνο. Λίγες εβδομάδες μετά την έγκριση του «νόμου κατά της Apple», οι εφαρμογές χαρτογράφησης και καιρού της εταιρείας άρχισαν να δείχνουν τη χερσόνησο της Κριμαίας (την οποία η διεθνής κοινότητα θεωρεί ως ουκρανική επικράτεια), ως τμήμα της Ρωσικής Ομοσπονδίας. Αυτό συμβαίνει μόνο όταν οι χρήστες ανοίγουν αυτές τις εφαρμογές της Apple εντός της Ρωσίας, αλλά αντιπροσωπεύει μια σημαντική αλλαγή θέσης, με διεθνή συναίνεση.