Τα οικονομικά προβλήματα επιδεινώνονται διαρκώς για τους Τούρκους πολίτες: τον Δεκέμβριο ο πληθωρισμός έφτασε στο 65%, ενώ η αξία της τουρκικής λίρας ακολουθεί πτωτική πορεία. Τον περασμένο Ιούνιο ο πρόεδρος Ερντογάν είδε στο πρόσωπο της Χαφιζέ Γκαγιέ Ερκάν τον άνθρωπο που θα μπορούσε να αντιστρέψει την κατάσταση, επιλέγοντάς την ως επικεφαλής της Κεντρικής Τράπεζας της Τουρκίας.

Ωστόσο παρά τις διαδοχικές αυξήσεις του βασικού επιτοκίου, που έφτασε από το 8,5% στο 42,5%, τα πράγματα δεν βελτιώθηκαν.

Σε κάθε περίπτωση πάντως «καθίσταται ολοένα και πιο αμφίβολο το εάν η Ερκάν θα μπορέσει να δρέψει τους καρπούς της νομισματικής της πολιτικής», παρατηρεί το Γερμανικό Δημοσιογραφικό Δίκτυο (RND), διότι στις εφημερίδες της αντιπολίτευσης και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης «κυκλοφορούν διάφορες αναφορές που θα μπορούσαν να της κοστίσουν τη δουλειά της».

Η Ερκάν δέχεται έντονες επικρίσεις πως «αντιμετωπίζει την Κεντρική Τράπεζα σαν μία οικογενειακή επιχείρηση. Ο πατέρας της, Ερόλ Ερκάν, πηγαινοέρχεται στην Τράπεζα, έχει το δικό του γραφείο και επηρεάζει τις αποφάσεις που αφορούν το προσωπικό και τη διοίκηση». Το ίδιο φαίνεται μάλιστα να ισχύει και στην περίπτωση της μητέρας της Γκαμζέ Ερκάν, η οποία φέρεται «να έχει και αυτή ένα γραφείο, προσωπική προστασία, αλλά και ένα εταιρικό αυτοκίνητο».

Σύμφωνα πάντα με αναφορές στα μέσα «η οικογένεια Ερκάν λέγεται πως έχει καταλάβει ένα ακίνητο της Τράπεζας στην Άγκυρα, όπως και ένα θέρετρο για διακοπές στη Σμύρνη, τα οποία προορίζονται για τους εργαζομένους. Εκεί δουλεύουν και μάγειρες και σερβιτόροι, τους οποίους πληρώνει η Κεντρική Τράπεζα. Η Ερκάν ωστόσο απορρίπτει όλες τις κατηγορίες».

Όπως επισημαίνει το RND, επί κυβερνήσεως Ερντογάν «ο νεποτισμός εξαπλώνεται διαρκώς περισσότερο. Ως προς αυτό οι κατηγορίες προς την Ερκάν ταιριάζουν επομένως στη γενικότερη εικόνα.

Εν προκειμένω όμως οι συνέπειες είναι καταστροφικές, καθώς το σημαντικότερο καθήκον της Ερκάν θα έπρεπε να είναι η αποκατάσταση της φήμης της Κεντρικής Τράπεζας – η οποία είχε σπιλωθεί από τις παρεμβάσεις του Ερντογάν στη νομισματική πολιτική».

Διαβάστε περισσότερα στην DW