Τις προσπάθειες των ελληνικών τραπεζών να μειώσουν τα κόκκινα δάνεια και να ανακάμψουν σχολιάζει η JP Morgan σε έκθεσή της, ξεκινώντας την κάλυψή της για τον κλάδο.

Όπως αναφέρει η τράπεζα, τα πρώτα βήματα είναι ενθαρρυντικά. Εκτιμά δε ότι η αγορά υποτιμά την κλίμακα της μείωσης των κόκκινων δανείων και το πόσο σύντομα θα μεταφραστεί σε υψηλότερα μεγέθη για τον κλάδο.

Ο οίκος ξεκινά κάλυψη με:

*Σύσταση «overweight» για Εθνική Τράπεζα και τιμή-στόχο στα 3,9 ευρώ

*Σύσταση «overweight» για Eurobank και τιμή-στόχο στα 1,3 ευρώ

*Σύσταση «neutral» για την Alpha Bank και τιμή-στόχο στο 1,5 ευρώ

*Σύσταση «underweight» για την Τράπεζα Πειραιώς και τιμή-στόχο στα 2,4 ευρώ

Τα κόκκινα δάνεια

Ο οίκος εκτιμά ότι οι δείκτες NPEs θα υποχωρήσουν πάνω από 30 ποσοστιαίες μονάδες στο 12% ως το 2022, κυρίως λόγω του σχεδιασμού των τραπεζών αλλά και της βελτίωσης του λειτουργικού περιβάλλοντος, ενώ αναμένονται πλέον οι συστημικές μεταρρυθμίσεις για την επόμενη ώθηση.

Η ομαλοποίηση στο κόστος ρίσκου είναι η βασική πηγή αξίας, με τις προβλέψεις να μειώνονται για τη Eurobank και την Εθνική που εκτιμάται ότι το 2022 θα διαθέτουν μονοψήφιους δείκτες NPEs.

Τα κέρδη

Η κεφαλαιοποίηση προσφέρει εύλογα μαξιλάρια για μείωση των NPEs κατά 63 δισ. ευρώ έως το 2022, αν και η Πειραιώς «ακροβατεί», υποστηρίζει ο αμερικανικός οίκος, ο οποίος βλέπει τα κεφάλαια που προβλέπει ότι θα έχουν οι τράπεζες εκείνη την χρονιά σε ικανοποιητικά επίπεδα (στηριγμένα από εκδόσεις χρέους περίπου 15 δισ. ευρώ), αν και εκτιμά ότι στην περίπτωση της Πειραιώς η περισσότερη από την κερδοφορία θα απορροφηθεί από το σχηματισμό προβλέψεων και τα κουπόνια για τα CoCos ύψους 2 δισ. ευρώ.

Γι’ αυτό και η JP Morgan αναφέρεται (αν όλα τα άλλα στοιχεία παραμείνουν σταθερά) σε αυξημένο ρίσκο κεφαλαιακών δράσεων που θα προκαλέσουν διάχυση (dilutive) με ύψους 1 δισ. ευρώ νέα κεφάλαια καθώς και μερική μετατροπή των CoCos, αν η διοίκηση στοχεύει να λειτουργεί με κεφαλαιακό μαξιλάρι 200 μονάδων βάσης πάνω από τα ελάχιστα όρια. Όπως εξηγεί αυτός είναι και βασικός λόγος που διατηρεί σύσταση «Underweight».

Όπως σημειώνει ο οίκος βραχυπρόθεσμα τα καθαρά έσοδα από τόκους (ΝΙΙ) παραμένουν πρόκληση για τον κλάδο. Ο αυξανόμενος ανταγωνισμός, το περιβάλλον χαμηλών επιτοκίων που θα παραμείνει για περισσότερο και η μείωση συνεισφορά από τα NPEs των κόκκινων δανείων σημαίνει ότι τα NII παραμένουν «πρόκληση» για τον κλάδο ως το 2021, πριν ανακάμψουν το 2022 εξαιτίας των καλύτερων όγκων.

Σε ότι αφορά την αύξηση στα προ προβλέψεων λειτουργικά κέρδη, σημειώνει ότι εξαρτώνται και από την αποτελεσματικότητα των τραπεζών καθώς εκλογικεύουν το δίκτυο και τον αριθμό προσωπικού. Κατά μέσο όρο βελτίωση 25 μονάδων βάσης στην σχέση κόστους/ενεργητικού έως το 2022 προσφέρει πλήρες αντιστάθμισμα στα χαμηλότερα περιθώρια σε ότι αφορά τα καθαρά έσοδα από τόκους.