Η ελληνική κλωστοϋφαντουργία για πολλές δεκαετίες υπήρξε η ατμομηχανή της οικονομικής ανάπτυξης της χώρας. Ηταν άλλωστε ο πρώτος από τους κλάδους που γιγαντώθηκαν μετά τη δημιουργία του σύγχρονου ελληνικού κράτους με εργοστάσια να στήνονται ήδη από το 1860 στον Πειραιά και τη Σύρο και στη συνέχεια σε όλη τη χώρα.

Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή του 1922 ιδρύθηκαν νέες μεγάλες βιομηχανίες, που βασίστηκαν στην πλούσια εμπειρία και εξειδίκευση των προσφύγων, αλλά και στα φθηνά εργατικά τους χέρια. Ενας νέος κύκλος άνθησης ξεκίνησε μετά το τέλος της Κατοχής και του εμφυλίου πολέμου, με την εισαγωγή σύγχρονων μηχανών και τη δημιουργία μονάδων παραγωγής και επεξεργασίας σε πολλές πόλεις της Ελλάδας.

Αργότερα, στις δεκαετίες του ’60 και του ‘70, με τον περαιτέρω εκσυγχρονισμό του μηχανολογικού εξοπλισμού, αναπτύχθηκαν, τόσο στα αστικά κέντρα όσο και στην περιφέρεια -σε Πάτρα, Βόλο, Δράμα, Νάουσα κ.α.- ολόκληρες βιομηχανικές ζώνες που κάλυπταν την εσωτερική αγορά, έχοντας και σημαντικές εξαγωγές νημάτων αλλά και ετοίμων ενδυμάτων.
Είναι χαρακτηριστικό ότι ο κλάδος έφτασε να αντιπροσωπεύει το 45% του συνόλου των βιομηχανικών εξαγωγών της χώρας και να απασχολεί περί τους 170.000 εργαζομένους.

Οι δύο φάσεις της κρίσης

Οσο καθοριστική ήταν για το σύνολο της εθνικής οικονομίας η κλωστοϋφαντουργία τόσο ευάλωτη αποδείχθηκε απέναντι στην έλλειψη κεντρικού στρατηγικού σχεδιασμού, που σε συνδυασμό με λανθασμένες πολιτικοοικονομικές αποφάσεις, αλλά και με τις διεθνείς εξελίξεις, οδήγησαν στο σταδιακό αποδεκατισμό…

Ηδη από τις αρχές της δεκαετίας του ’90, άλλοτε κραταιοί όμιλοι άρχιζαν να βάζουν λουκέτο, για να ακολουθήσουν εκατοντάδες μεσαίες και μικρομεσαίες εταιρείες.

Φαινόμενο που συνεχίστηκε και εντάθηκε από το 2000 και μετά λόγω των ραγδαίων αλλαγών στο διεθνές περιβάλλον, με την παγκοσμιοποίηση, τον σκληρό ανταγωνισμό από χώρες με φθηνό εργατικό και λειτουργικό κόστος και άλλους παράγοντες. Ετσι, όταν το 2008 ξεκίνησε η οδυνηρή περιπέτεια της οικονομικής κρίσης, αυτή βρήκε βαριά χτυπημένο τον κλάδο, αποτελώντας για πολλές επιχειρήσεις τη χαριστική βολή…

 

Η καταιγίδα των πλειστηριασμών

Στα χρόνια που ακολούθησαν δεκάδες εργοστάσια που είχαν βάλει λουκέτο βγήκαν στο σφυρί, με τα περισσότερα να μένουν στα αζήτητα και να εξελίσσονται σε «κουφάρια»-σύμβολα της αποβιομηχάνισης της χώρας.
Μέσα σε αυτό το δυσμενές σκηνικό υπήρξαν ασφαλώς και εταιρείες που παρέμειναν και εξακολουθούν να παραμένουν όρθιες, αποτελώντας τον υγιή κορμό της συγκεκριμένης αγοράς, δίνοντας καθημερινά τη μάχη με τα μεγάλα προβλήματα, όπως του υπέρογκου ενεργειακού κόστους και της απουσίας χρηματοδότησης. Είναι χαρακτηριστικό ότι στην αυγή της νέας χρονιάς, τον Ιανουάριο του 2023 και με απόσταση μιας εβδομάδας, έχουν προγραμματιστεί οι πλειστηριασμοί μονάδων δύο εκ των μεγαλύτερων ονομάτων του χώρου, του ομίλου Ακκά και της εταιρείας Κλωστήρια Πλεκτήρια Αθηνών.

Η  υπήρξε επί δεκαετίες μία από εκείνες που έγραψαν τις χρυσές σελίδες»στην πλούσια ιστορία της ελληνικής κλωστοϋφαντουργίας.

Μέχρι τα τέλη του 2013, εξακολουθούσε να είναι leader ιδιαίτερα στην παραγωγή και εξαγωγή denim, του υφάσματος με το οποίο τα δημοφιλή ξένα brands κατασκευάζουν τα τζιν. Ο σημερινός επικεφαλής της Γιάννης Ακκάς, μάλιστα, προέβλεπε ότι η κρίση δεν θα απειλήσει το ελληνικό βαμβάκι, αλλά διαψεύστηκε γρήγορα.

Το κύμα της κρίσης ήταν τόσο ισχυρό ώστε στον βωμό της θυσιάστηκαν βασικοί βραχίονες του ομίλου, όπως η εμβληματική Ελληνική Υφαντουργία, που λύγισε υπό το βάρος μη εξυπηρετούμενων δανείων, ύψους 92 εκατ. ευρώ, με τα ακίνητα και τον εξοπλισμό της να καταλήγουν σε πλειστηριασμούς…

Παράλληλα, ο κ. Ακκάς εστίασε στη διάσωση των υπόλοιπων εταιρειών, για τις οποίες, ύστερα από πολυετείς διαπραγματεύσεις με τις τράπεζες, συμφωνήθηκαν σχέδια εξυγίανσης, που περιελάμβαναν και μεταβίβαση προσωπικών περιουσιακών στοιχείων.

Σε κάποιες περιπτώσεις, αυτά τα σχέδια δείχνουν να προχωρούν παρά τις δυσκολίες. Σε άλλες, όπως στα Εκκοκιστήρια Θράκης, η αντίστοιχη συμφωνία βρίσκεται στον αέρα λόγω μη τήρησης των όρων…
Κάπως έτσι, η οικογένεια Ακκά βρίσκεται αντιμέτωπη με ένα ακόμη οδυνηρό σφυρί, για την Κλωστήρια Θράκης, θυγατρική των Εκκοκιστηρίων Θράκης.

Η εταιρεία ιδρύθηκε στις αρχές του 1998, είναι εγκατεστημένη στη Βιομηχανική Περιοχή Κομοτηνής και θεωρείται ένα από τα πιο σύγχρονα κλωστήρια βάμβακος στον κόσμο, ενώ στο πελατολόγιό της φιγουράριζαν βαριά ονόματα, όπως Benetton, Next, Chicco κ.ά. Αποτελεί άλλωστε τον μοναδικό παραγωγό Melanze νημάτων στην Ευρώπη και είναι η μόνη πλήρως καθετοποιημένη εταιρεία παραγωγής πλεκτών υφασμάτων στην ευρύτερη περιοχή.

Το βιομηχανικό ακίνητο που αναπτύσσεται σε οικόπεδο 45 στρεμμάτων, μαζί με τον εξοπλισμό του (ως οικονομικό σύνολο), έχει προγραμματιστεί να βγει σε πλειστηριασμό στις 25 Ιανουαρίου 2023, με επισπεύδουσα την Alpha Bank και με τιμή πρώτης προσφοράς 5,468 εκατ. ευρώ. Εξ αυτών τα 3,425 εκατ. ευρώ αφορούν την εμπορική αξία του ακινήτου και τα 2 εκατ. ευρώ τα 2/3 της εμπορικής αξίας των κινητών. Το ακίνητο βαρύνεται με προσημειώσεις για ποσά συνολικού ύψους 17 εκατ. ευρώ και η αναγκαστική κατάσχεση έγινε στις 20 Ιουνίου 2022.

Η ασφυκτική κατάσταση για την Κλωστήρια Θράκης αποτυπώνεται στις τελευταίες δημοσιευμένες οικονομικές καταστάσεις για τη χρήση 1/7/2019 έως 30/6/2020, όπου οι ζημίες (μετά φόρων) αυξήθηκαν σε 3,1 εκατ. ευρώ έναντι 1,3 εκατ. ευρώ την προηγούμενη χρήση, τα έσοδα από συμβάσεις με πελάτες κατέρρευσαν στα 781.963,49 ευρώ έναντι 7 εκατ. ευρώ, τα ίδια κεφάλαια είναι αρνητικά, το σύνολο των βραχυπρόθεσμων υποχρεώσεών της υπερβαίνει το σύνολο των κυκλοφορούντων περιουσιακών στοιχείων κατά 39,2 εκατ. και η γενική ρευστότητα παρέμεινε σε πολύ χαμηλά επίπεδα.

Οπως επισημαίνεται, η εταιρεία δεν κατάφερε να είναι συνεπής στην υποχρέωση καταβολής τόκων από τον Σεπτέμβριο 2019 ως όφειλε, «ενώ αναμένεται ότι δεν θα μπορέσει να είναι σε θέση να αποπληρώσει την πρώτη δόση των δανείων που είναι πληρωτέα τον Σεπτέμβριο 2021». Για τον λόγο αυτό η μία εκ των δανειστριών τραπεζών προχώρησε σε καταγγελία της συμφωνίας εξυγίανσης και των δανειακών συμβάσεων ανεξόφλητου υπολοίπου 26,9 εκατ. ευρώ.

Κλωστήρια Πλεκτήρια Αθηνών

Μία εβδομάδα νωρίτερα, στις 18 Ιανουαρίου 2023, θα βγει στο σφυρί το ακίνητο της ιστορικής εταιρείας Κλωστήρια Πλεκτήρια Αθηνών, συμφερόντων της οικογένειας Δοντά, το οποίο βρίσκεται επί της Λεωφόρου Πάρνηθας στο Μενίδι.

Η εταιρεία, με νυν πρόεδρο και διευθύνοντα σύμβουλο τον κ. Δημήτριο Ηλ. Δοντά, ιδρύθηκε τον Ιούνιο του 1971 και εδώ και αρκετά χρόνια έχει σταματήσει τη βασική της δραστηριότητα ενώ δεν απασχολεί προσωπικό, καθώς επικεντρώθηκε στη διάθεση των εγκαταστάσεών της για μίσθωση.

Επισπεύδουσα είναι η Cepal, το ποσό οφειλής ανέρχεται σε 1,020 εκατ. ευρώ και η τιμή πρώτης προσφοράς για το οικόπεδο, επιφάνειας 16 στρεμμάτων, και τα κτίρια έχει οριστεί στα 2,7 εκατ. ευρώ.

Το βιομηχανικό συγκρότημα παραγωγής κλωστών και πλεκτών αποτελείται από τρία ανεξάρτητα κτίρια και μικρότερες υποστηρικτικές εγκαταστάσεις (φυλάκιο, στέγαστρα κ.λπ.), με συνολική επιφάνεια 10.466 τ.μ.
Στο εν λόγω ακίνητο βρίσκονται τα κεντρικά γραφεία του Ομίλου Επίλεκτος Κλωστοϋφαντουργική, η οποία επίσης ανήκει στην οικογένεια Δοντά (με επικεφαλής τον κ. Ευριπίδη Δοντά) και δραστηριοποιείται στην περιοχή των Φαρσάλων, της Λαμίας και της Λιβαδειάς τόσο στον κλάδο της κλωστοϋφαντουργίας όσο και σε αυτόν της ενέργειας (μέσω των εταιρειών Επίλεκτος Ενεργειακή, Selected Volt και Επίλεκτος Βιοαέριο Φαρσάλων).

Στα παραπάνω θα πρέπει να προστεθεί και ο επαναληπτικός πλειστηριασμός για το μεγάλο βιομηχανικό συγκρότημα της ΤΕΞΑΠΡΕΤ στο Καλοχώρι Θεσσαλονίκης. Πρόκειται για το «απομεινάρι» ενός εκ των κορυφαίων βαφείων-φινιριστηρίων της χώρας, συμφερόντων της οικογένειας Καράσσο, που μεσουράνησε επί δεκαετίες, αλλά είχε άδοξο τέλος. Το νέο σφυρί αναμένεται να χτυπήσει στις 15 Φεβρουαρίου 2023 με τιμή εκκίνησης 3,935 εκατ. ευρώ.

Τα βαριά ονόματα που χάθηκαν

Στη σύγχρονη ιστορία της ελληνικής κλωστοϋφαντουργίας ξεχώρισαν και έλαμψαν αρκετά βαριά ονόματα, τα οποία στη συνέχεια σαρώθηκαν από τις διαδοχικές κρίσεις.

Πρώτο και καλύτερο αυτό της Πειραϊκής-Πατραϊκής, της μεγαλύτερης βιομηχανίας κλωστοϋφαντουργικής, βάμβακος και ετοίμων ενδυμάτων της χώρας, που ιδρύθηκε το 1919, από τον Χριστόφορο Κατσάμπα και τον Σταμούλη Στράτο. Είναι η εταιρεία που έχει σφραγίσει με την πορεία της ολόκληρο τον κλάδο, κατακτώντας αρκετές πρωτιές. Για παράδειγμα, ήταν η πρώτη Ανώνυμη Εταιρεία που ιδρύθηκε στην Πάτρα, η πρώτη που έφερε ντιζελοκίνητες μηχανές από τη Γερμανία, αλλά και από τις πρώτες επιχειρήσεις στην Ελλάδα που, ήδη από το 1962, αυτοματοποίησε το πληροφοριακό της σύστημα, με το μοντέλο «1402» της ΙΒΜ.

Στο απόγειό της, από το 1960 μέχρι τα μέσα περίπου της δεκαετίας του ’70, έφτασε να διαθέτει 10 εργοστάσια, εκ των οποίων τα 9 στην Ελλάδα και ένα στο Σουδάν, ενώ απασχολούσε περισσότερους από 5.000 εργαζομένους.

Οι κλυδωνισμοί άρχισαν με τις πετρελαϊκές κρίσεις του ’70 και εντάθηκαν με τις απεργιακές κινητοποιήσεις, το κλείσιμο εργοστασίων και αργότερα με την κρατικοποίηση της εταιρείας. Σταμάτησε οριστικά την παραγωγή της το 1992 και το 1996 έβαλε λουκέτο, με χρέη που έφταναν τα 235 δισ. δραχμές.

Αντίστοιχη πορεία είχε και η άλλη μεγάλη πλεκτοβιομηχανία και κλωστοϋφαντουργία της χώρας, η Αιγαίον της οικογένειας Καρέλλα. Με αφετηρία από τη Σύρο, ο Νικόλαος Καρέλλας ίδρυσε το 1920 τη Βέλκα και το 1924 την Αιγαίον Α.Ε. στον Πειραιά, ενώ το 1955 ακολούθησε το κλωστοϋφαντουργείο στο Λαύριο. Η εταιρεία απασχολούσε περί τους 1.600 εργαζομένους και ήταν από τις πλέον ισχυρές του κλάδου. Η πτώση της άρχισε μετά τα μέσα της δεκαετίας του ’70 και κορυφώθηκε τα επόμενα χρόνια, με αποτέλεσμα να κηρύξει πτώχευση τον Φεβρουάριο του 1990.

Εκτοτε οι μονάδες της είτε κατεδαφίστηκαν είτε παραμένουν ως «φαντάσματα», με κυριότερη αυτή του Λαυρίου, που εκτείνεται σε 150 στρέμματα. Η συγκεκριμένη μάλιστα εξετάστηκε πρόσφατα ώστε να φιλοξενήσει εκεί την επένδυση της Microsoft για τα data centers.

Στα ιστορικά ονόματα περιλαμβάνεται ασφαλώς και ο όμιλος Λαναρά. Η οικογένεια Λαναρά δίνει το «παρών» στον κλάδο από το 1909 και στην πολυετή πορεία της ιδρύθηκαν δεκάδες εταιρείες, όπως οι Τρικολάν, Βερλάν, Ολυμπιακή Α.Ε., Κολμπλάν, Κλωστήρια Ναούσης κ.ά. ενώ σημειώθηκαν και τουλάχιστον τρεις εσωτερικές διασπάσεις.

Από αυτές, το οικογενειακό «παρακλάδι» του Χρήστου Λαναρά αποδείχθηκε το πιο ανθεκτικό, δημιουργώντας στη συνέχεια την περίφημη Κλωνατέξ. Οταν τα ηνία πέρασαν στον γιο του Θωμά μετονομάστηκε σε Ενωμένη Κλωστοϋφαντουργία, αποτελώντας το όχημα για αρκετές εξαγορές (όπως, οι ∆ούδος και Γιαννούσης, Κλωστήρια Ροδόπης, Gallop κ.ά.), αλλά και για τη χρηματιστηριακή φρενίτιδα στα τέλη της δεκαετίας του ’90. Κάπως έτσι η Κλωνατέξ άντλησε μέσω ΑΜΚ περί τα 300 εκατ. ευρώ, ενώ η κεφαλαιοποίησή της έφτασε το αστρονομικό ποσό των 3 δισ. ευρώ, με τον όμιλο να ελέγχει 25 εργοστάσια, με 3.600 εργαζομένους.

Η ευφορία με τα «χρυσά χαρτιά» διήρκεσε μέχρι να σκάσει η φούσκα, που από το 2004 και μετά οδήγησε στην ελεύθερη πτώση του ομίλου, με υποχρεώσεις άνω των 230 εκατ. ευρώ. Παρ’ όλα αυτά οι προσπάθειες αναδιάρθρωσης και οι χρηματοδοτήσεις από τις τράπεζες συνεχίστηκαν μέχρι το οριστικό τέλος της ΕΝΚΛΩ, την περίοδο του 2010-11 και με τον ίδιο τον Θωμά Λαναρά να φεύγει από τη ζωή, σε ηλικία μόλις 54 ετών, τον Νοέμβριο του 2011…

Οι νέες ελπίδες

Στο φόντο όλων αυτών των ναυαγίων υπήρχαν και εξακολουθούν να υπάρχουν εταιρείες που άντεξαν τις διαδοχικές κρίσεις, ακόμη και την τελευταία της πανδημίας η οποία έφερε νέα δεδομένα.

Ετσι, παρά τους κλυδωνισμούς και τις προκλήσεις, ο κλάδος της κλωστοϋφαντουργίας παραμένει και σήμερα ένας από τους πλέον παραγωγικούς και εξωστρεφείς απασχολώντας χιλιάδες εργαζομένους. Το 2021 μάλιστα θεωρείται έτος ανάκαμψης, καθώς οι συνολικές εξαγωγές κλωστοϋφαντουργίας έφθασαν στο 1,293 δισ. ευρώ, αυξημένες κατά 42,1%, σε σχέση με το 2020, ενώ στον ίδιο ρυθμό συνεχίστηκαν και στο πρώτο τρίμηνο του 2022.

Ενα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η Κλωστοϋφαντουργία Ναυπάκτου της οικογένειας Πολύχρονου. Με αφετηρία το 1964 από ένα εργαστήριο κοπής-ραφής πουκαμίσων, στην πορεία δημιούργησε το δικό της υφαντήριο, μετά το πρώτο κλωστήριο και το 1996 έκανε εισαγωγή στο Χρηματιστήριο.

Ασφαλώς, και αυτή ήρθε αντιμέτωπη με τις συνέπειες των πολλαπλών κρίσεων, αλλά κατάφερε να ελέγξει τον δανεισμό της, να μειώσει το λειτουργικό κόστος, καθώς και να προχωρήσει σε επενδύσεις για σύγχρονο εξοπλισμό, ώστε να ανταποκριθεί στο μεταβαλλόμενο περιβάλλον. Αυτή την περίοδο η εταιρεία ολοκληρώνει ένα επενδυτικό σχέδιο ύψους 6 εκατ. ευρώ, ενώ συνεχίζει να παράγει πιστοποιημένα βαμβακερά νήματα αποκλειστικά από Ελληνες βαμβακοπαραγωγούς, κάνοντας εξαγωγές σε πολλές χώρες της Ευρώπης και της Μεσογείου.

Παράγοντες του κλάδου εκτιμούν ότι, εκτός από τα δεινά, η πανδημία έφερε ανατροπές που ευνοούν την ελληνική κλωστοϋφαντουργία. Και τούτο καθώς η εκτόξευση των τιμών των πρώτων υλών και του κόστους των μεταφορικών εκτόπισαν προσώρας την Κίνα, ενισχύοντας την παραγωγή και τη ζήτηση εντός Ευρώπης.

Σε αυτό το πλαίσιο, η Ελλάδα διαθέτει σημαντικά συγκριτικά πλεονεκτήματα, όπως την παραγωγή υψηλής ποιότητας βαμβακιού από μη γενετικά τροποποιημένους σπόρους, που σε συνδυασμό με τη στρατηγική γεωγραφική της θέση και την υψηλή τεχνογνωσία δημιουργούν τις προϋποθέσεις μιας μεγάλης ευκαιρίας. Αρκεί να την εκμεταλλευτούμε…

Διαβάστε ακόμη

Έρχονται 4 δισ. ευρώ για μικρομεσαίες επιχειρήσεις

Πολωνοί, Σέρβοι και Τούρκοι επιχειρούν «απόβαση» στην ελληνική αγορά

Αυτός ο διάσημος Έλληνας είναι ο πρώτος που δημιούργησε ένα παγκόσμιο Airbnb γεύσης (PICS, VIDEO)