© Απαγορεύεται από το δίκαιο της Πνευμ. Ιδιοκτησίας η καθ΄οιονδήποτε τρόπο παράνομη χρήση/ιδιοποίηση του παρόντος, με βαρύτατες αστικές και ποινικές κυρώσεις για τον παραβάτη
Μια εντελώς νέα αγορά, άγνωστη μέχρι σήμερα στην ελληνική οικονομία, αρχίζει να διαμορφώνεται με ταχείς ρυθμούς, σε ένα κλίμα όμως αβεβαιότητας και προβληματισμού για τους επενδυτές που έχουν πάρει θέση. Πρόκειται για την αγορά της δέσμευσης, μεταφοράς και υπόγειας αποθήκευσης διοξειδίου του άνθρακα, στην οποία η χώρα φιλοδοξεί να αποκτήσει κομβικό ρόλο τα επόμενα χρόνια. Με επενδύσεις που αγγίζουν συνολικά τα 4 δισ. ευρώ και θα ξεκλειδώσουν όταν αποσαφηνιστεί το ρυθμιστικό πλαίσιο, η Ελλάδα χτίζει τα θεμέλια για μια βιομηχανία που μπορεί να αλλάξει τις ισορροπίες στην ενεργειακή μετάβαση προς μια οικονομία χαμηλών εκπομπών.
Στην καρδιά αυτού του σχεδιασμού βρίσκεται το έργο Prinos CO2 Storage, η υπόγεια αποθήκη της EnEarth (θυγατρικής της Energean) με μια επένδυση ύψους 1 δισ. ευρώ, που αναμένεται να λάβει την τελική επενδυτική απόφαση μέχρι το τέλος του 2026.
Η δέσμευση άνθρακα (Carbon Capture and Storage) είναι μια τεχνολογία που πιάνει το διοξείδιο του άνθρακα προτού αυτό απελευθερωθεί στην ατμόσφαιρα (κυρίως από βαριές βιομηχανίες), το μεταφέρει μέσω αγωγών ή πλοίων και το αποθηκεύει μόνιμα σε υπόγειους γεωλογικούς σχηματισμούς. Με αυτόν τον τρόπο οι βιομηχανίες μπορούν να μειώσουν το αποτύπωμά τους ακόμη και όταν οι παραγωγικές διαδικασίες τους δεν επιτρέπουν πλήρη απανθρακοποίηση.
Ο ρόλος της αποθήκης
Η αποθήκη στον Πρίνο αποτελεί τον κρίσιμο κρίκο της αλυσίδας – το σημείο όπου θα καταλήγουν οι ροές διοξειδίου του άνθρακα που θα δεσμεύουν οι μεγάλες ελληνικές βιομηχανίες. Αρχές του 2026 θα ξεκινήσει το market test για την υποδομή από το οποίο θα φανεί το πραγματικό ενδιαφέρον της αγοράς.
Ηδη τρεις από τους μεγαλύτερους βιομηχανικούς ομίλους της χώρας με μεγάλες εκπομπές ρύπων έχουν ξεκινήσει την προετοιμασία τους για την επόμενη μέρα. Στους Αγίους Θεοδώρους, η Motor Oil στήνει το δικό της σύστημα δέσμευσης CO2, ενώ λίγο ανατολικότερα, στο Μηλάκι Ευβοίας, η Holcim (Ηρακλής) προχωρά ένα ξεχωριστό φιλόδοξο project. Την ίδια στιγμή, στο Καμάρι Βοιωτίας ο ΤΙΤΑΝ αναπτύσσει μία από τις πιο μεγάλες εγκαταστάσεις του είδους στη χώρα.
Οταν όλα αυτά τα έργα λειτουργήσουν θα μπορούν μαζί να συγκρατούν περίπου 3,4 εκατομμύρια τόνους διοξειδίου του άνθρακα κάθε χρόνο, ποσότητα που από μόνη της υπερβαίνει τη μέγιστη δυναμικότητα της αποθήκης στον Πρίνο, η οποία στην πλήρη της ανάπτυξη φτάνει τους 2,8 εκατομμύρια τόνους. Γι’ αυτό και η συζήτηση γύρω από το πώς θα κατανεμηθεί η διαθέσιμη χωρητικότητα έχει μετατραπεί σε ένα από τα πιο κρίσιμα debate της νέας αγοράς.
Οι διαδρομές του άνθρακα
Παράλληλα με τα έργα δέσμευσης ωριμάζει και ο μηχανισμός που θα συνδέσει όλα τα κομμάτια της αλυσίδας μεταξύ τους: το δίκτυο μεταφοράς του CO2. Ο ΔΕΣΦΑ έχει αναλάβει να χαράξει τη διαδρομή που θα ακολουθήσει το διοξείδιο του άνθρακα, με επίκεντρο το φιλόδοξο έργο ApolloCO2 κόστους έως 800 εκατ. Πρόκειται για μια νέα υποδομή που θα συγκεντρώνει τις εκπομπές από τις βιομηχανικές μονάδες, να τις οδηγεί στη Ρεβυθούσα όπου θα υγροποιούνται και από εκεί να τις μεταφέρει ακτοπλοϊκώς στον Πρίνο ή, εφόσον απαιτηθεί, σε άλλες αποθήκες εκτός Ελλάδας.
Καθοριστικό κομμάτι αυτού του δικτύου είναι ο αγωγός των 35 χιλιομέτρων, ένας διάδρομος μέσα από τον οποίο το CO2 θα ταξιδεύει από το Καμάρι Βοιωτίας, όπου είναι ο ΤΙΤΑΝΑΣ, προς την Ελευσίνα στις εγκαταστάσεις της ΗELLENiQ ENERGY και θα καταλήγει στη Ρεβυθούσα που είναι ο ΔΕΣΦΑ. Στην πρώτη του φάση θα μπορεί να μεταφέρει έως 3 εκατομμύρια τόνους CO2 τον χρόνο με δυνατότητα επέκτασης σε 5 εκατομμύρια τόνους.
Η σταδιακή αυτή διεύρυνση του δικτύου δεν είναι τυχαία. Ηδη αναγνωρίζεται ότι ο Πρίνος, όσο κρίσιμος κι αν είναι, δεν επαρκεί για τους όγκους που θα παράγουν τα ελληνικά έργα. Γι’ αυτό στο τραπέζι βρίσκεται η αξιοποίηση άλλων αποθηκευτικών χώρων στη Μεσόγειο, όπως της Ραβένα, ενώ η χώρα εμφανίζεται ανοικτή και σε συνεργασίες με τρίτες χώρες, όπως η Αίγυπτος.
Ολα τα κομβικά έργα της αλυσίδας έχουν ήδη εξασφαλίσει σημαντική ευρωπαϊκή στήριξη με στόχο εφόσον ληφθεί η επενδυτική απόφαση (εντός του 2026) να λειτουργήσουν το 2030. Τα πέντε μεγάλα projects που συνθέτουν το νέο οικοσύστημα CCS έχουν εξασφαλίσει συνολικές χρηματοδοτήσεις 924,8 εκατ., από τα οποία 150 εκατ. ευρώ από το RRF. Οι χρηματοδοτήσεις αυτές μεταφράζονται σε επενδύσεις που αγγίζουν τα 4 δισ. ευρώ.
Το θεσμικό πλαίσιο: ο κρίσιμος κόμβος
Το νομοσχέδιο του ΥΠΕΝ που αποτελεί κρίσιμο ορόσημο του Ταμείου Ανάκαμψης και ψηφίστηκε την περασμένη εβδομάδα, καθορίζει για πρώτη φορά το πλαίσιο λειτουργίας της αγοράς για τη δέσμευση, χρήση, μεταφορά και αποθήκευση CO2.
Αν και αποτελεί σημαντικό βήμα, αρκετά από τα επιμέρους στοιχεία που θα καθορίσουν τον τρόπο λειτουργίας της αγοράς δεν έχουν ακόμη διευκρινιστεί και θα εξειδικευτούν σε σειρά υπουργικών αποφάσεων μέχρι το τέλος του 2025, όπως απαιτεί το RRF. Aυτές θα αφορούν τον Κανονισμό Τιμολόγησης της αποθήκης, τον Κώδικα Χωρητικότητας και τις Κατευθυντήριες Γραμμές για το Market Test. Πρόκειται για ρυθμίσεις που θα καθορίσουν πώς θα χρησιμοποιείται η αποθήκη, ποιος θα έχει πρόσβαση σε αυτή και με ποιους οικονομικούς όρους.
Οι ενστάσεις της αγοράς και το διπλό μοντέλο κατανομής
Το θέμα που έχει πυροδοτήσει τις μεγαλύτερες αντιδράσεις είναι το προτεινόμενο μοντέλο κατανομής της χωρητικότητας του Πρίνου. Η επιλογή ενός μοντέλου, όπου ένα μέρος της χωρητικότητας θα καθορίζεται με υπουργικές αποφάσεις και ένα άλλο μέρος μέσω διαγωνισμών, έχει προκαλέσει δυσφορία σε επιχειρήσεις και φορείς της αγοράς. Οπως υποστηρίζουν, σε καμία χώρα της Ευρώπης δεν έχει εφαρμοστεί ανάλογος «διπλός» μηχανισμός. Αντίθετα, τα μοντέλα που ακολουθούνται είναι είτε αμιγώς ρυθμιστικά είτε βασίζονται εξ ολοκλήρου σε ανταγωνιστικές διαδικασίες.
Οι επιχειρήσεις φοβούνται ότι η ελληνική προσέγγιση μπορεί να ανοίξει τον δρόμο για στρεβλώσεις στις τιμές, να εγείρει ζητήματα διαφάνειας ή ακόμα και να προκαλέσει ενστάσεις ανταγωνισμού στις Βρυξέλλες. Ταυτόχρονα, αβεβαιότητα κατανομή στο ρυθμιζόμενο σκέλος θα είναι ισόποση – και όχι αναλογική με τις εκπομπές κάθε βιομηχανίας.
Η διαφοροποίηση των εκπομπών –από 500.000 έως 2 εκατομμύρια τόνους ετησίως- καθιστά για τις εταιρείες την οριζόντια αντιμετώπιση άδικη και μη λειτουργική.
Το κόστος και οι αναγκαίες ενισχύσεις
Πέρα από τη χωρητικότητα, το κρίσιμο ζήτημα είναι η οικονομική βιωσιμότητα των έργων δέσμευσης CO2. Για να είναι κερδοφόρα, η τιμή των δικαιωμάτων εκπομπών θα έπρεπε να φτάσει περίπου στα 200 €/t, ενώ σήμερα είναι γύρω στα 80 €/t.
Γι’ αυτό το νομοσχέδιο θεσπίζει τα Συμβόλαια επί της Διαφοράς (CfDs), τα οποία καλύπτουν τη διαφορά όταν η τιμή του CO2 είναι χαμηλότερη από μια καθορισμένη τιμή αναφοράς, ενώ όταν την υπερβαίνει, οι επιχειρήσεις επιστρέφουν τη διαφορά στο Δημόσιο. Το μέτρο ευθυγραμμίζεται με τον ευρωπαϊκό σχεδιασμό, εν όψει και της Industrial Decarbonisation Bank που θα ξεκινήσει το 2026.
Διαβάστε ακόμη
Ανεπιθύμητα τηλεφωνήματα: Ο νόμος που ανοίγει τον δρόμο για αποζημιώσεις έως 10.000 ευρώ
Roblox: Πώς μια ψηφιακή κοινότητα μεταμορφώνει το τοπίο του gaming
Ποια εταιρεία επιβραβεύει εργαζόμενους με ταξίδια και αυτοκίνητα κάθε χρόνο
Για όλες τις υπόλοιπες ειδήσεις της επικαιρότητας μπορείτε να επισκεφτείτε το Πρώτο Θέμα
Σχολίασε εδώ
Για να σχολιάσεις, χρησιμοποίησε ένα ψευδώνυμο.