Από την εξαγορά-μαμούθ της Froneri από την Goldman Sachs έως τη διάσπαση του κλάδου παγωτού της Unilever και τη δημιουργία μιας νέας, αυτοτελούς εισηγμένης εταιρείας, φαίνεται ότι το παγωτό εξελίσσεται σε εξαιρετικά ελκυστικό επενδυτικό προϊόν. Ο άλλοτε παραδοσιακός εποχικός κλάδος μετασχηματίζεται -παγκοσμίως- σε έναν ταχέως αναπτυσσόμενο τομέα με σημαντικό ενδιαφέρον από θεσμικούς επενδυτές.

Αυτό αντανακλάται και στο μέγεθος της παγκόσμιας αγοράς: το 2023 εκτιμάται σε 113,4 δισ. δολάρια, ενώ αναμένεται να φτάσει σε περίπου 147,7 δισ. δολάρια έως το 2030, με ρυθμό αύξησης (CAGR) κοντά στο 3,9%. Αλλα στοιχεία επισημαίνουν ακόμη πιο δυναμική εικόνα, όπως ότι η αγορά θα ξεπεράσει τα 139 δισ. δολάρια μέχρι το 2033, με CAGR της τάξης του 6,7%. Αντίστοιχη κινητικότητα -σε μικρότερη αλλά σημαντική κλίμακα- καταγράφεται και στην ελληνική αγορά, που όχι απλώς ανακάμπτει, αλλά εμφανίζει χαρακτηριστικά ώριμης και ανερχόμενης βιομηχανίας.

Σε ετήσια βάση, η ελληνική αγορά παγωτού στα κανάλια της λιανικής, για τα οποία γίνονται μετρήσεις, εκτιμάται πως φθάνει περί τα 250 εκατ. ευρώ, ενώ στο «peak» της άγγιζε ακόμη και τα 300 εκατ. ευρώ.

Σύμφωνα με στελέχη του κλάδου, το 25%-30% της συνολικής κατανάλωσης αφορά στο χύμα παγωτό: περίπου το 30%-40% τις πωλήσεις στα σούπερ μάρκετ και το υπόλοιπο στην «παραδοσιακή» αγορά και τα περίπτερα. Και μπορεί τα τελευταία χρόνια η έντονη άνοδος του κόστους πρώτων υλών να έχει προκαλέσει ανατιμήσεις σε ολόκληρη την αγορά, εντούτοις τα στοιχεία δείχνουν ότι η ζήτηση παραμένει – και μάλιστα αυξάνεται σημαντικά από πέρυσι λόγω των κλιματικών συνθηκών. Απλώς η ζήτηση πλέον μετατοπίζεται προς τις πιο οικονομικές λύσεις, όπως τα προϊόντα private label, που πλέον αποτελούν από μόνα τους έναν μεγάλο παίκτη στην ελληνική αγορά.

Σε κάθε περίπτωση, στην αγορά πλέον με φόντο τις διεθνείς εξελίξεις συντελούνται τεκτονικές αλλαγές, ενώ έπειτα από αρκετά χρόνια και στην ελληνική αγορά αυξάνονται οι επενδύσεις, καθώς παλαιοί και νέοι «παίκτες» επανεξετάζουν στρατηγικές, επενδύουν σε παραγωγή, logistics και καινοτομία, ενώ νεότερες εταιρείες διεκδικούν μερίδια μέσα από διαφοροποίηση, premium positioning και ελληνική ταυτότητα.

Οι παγκόσμιοι παίκτες

Σε ό,τι αφορά τη «μεγάλη εικόνα» και τους παγκόσμιους παίκτες, η πιο εντυπωσιακή κίνηση των τελευταίων μηνών ήταν αυτή της Goldman Sachs Asset Management, η οποία ανακοίνωσε την είσοδό της στη μετοχική δομή της Froneri, της κοινοπραξίας της Nestlé και της PAI Partners. Η αποτίμηση της εταιρείας ανέρχεται σε περίπου 15 δισ. ευρώ, ποσό που περιλαμβάνει και τον δανεισμό, μετατρέποντας τη Froneri σε μία από τις ισχυρότερες επιχειρήσεις του κλάδου παγκοσμίως.

Η συμφωνία υλοποιείται μέσω continuation fund, το οποίο ενεργοποίησε η PAI Partners, και σηματοδοτεί την έναρξη ενός νέου κύκλου ανάπτυξης για την εταιρεία που δημιουργήθηκε το 2016, όταν ενώθηκαν οι δραστηριότητες της Nestlé στο παγωτό με την R&R Ice Cream. Εκτοτε, η Froneri επεκτάθηκε ραγδαία, εξαγοράζοντας μεταξύ άλλων και τη Häagen-Dazs στις ΗΠΑ το 2019, ενώ σήμερα δραστηριοποιείται σε περισσότερες από 20 χώρες και απασχολεί πάνω από 10.000 εργαζόμενους.

Η επένδυση της Goldman έρχεται να κεφαλαιοποιήσει την εντυπωσιακή πορεία της Froneri, η οποία από κύκλο εργασιών 2,6 δισ. ευρώ το 2019 εκτιμάται πως έχει φτάσει πλέον τα 5,5 δισ. ευρώ, επιβεβαιώνοντας ότι το παγωτό μπορεί να προσφέρει ισχυρές αποδόσεις και επενδυτικό ενδιαφέρον, σε βαθμό που συναγωνίζεται τα private equity deals της τεχνολογίας και της φαρμακοβιομηχανίας.

Στο ίδιο μήκος κύματος, αλλά από διαφορετική οπτική, η Unilever προχωρά σε μία από τις πιο πολυσυζητημένες εταιρικές κινήσεις του 2025: τον πλήρη διαχωρισμό του κλάδου παγωτού και τη δημιουργία μιας νέας, ανεξάρτητης εισηγμένης εταιρείας υπό τον τίτλο The Magnum Ice Cream Company (TMICC). Το spin-off αναμένεται να ολοκληρωθεί τον Νοέμβριο του 2025, με την TMICC να εισάγεται στο Χρηματιστήριο του Αμστερνταμ, ενώ δευτερεύουσες εισαγωγές έχουν προβλεφθεί και σε Λονδίνο και Νέα Υόρκη. Σύμφωνα με τη Unilever, η απόφαση αυτή εντάσσεται στο πλαίσιο της νέας στρατηγικής της (Growth Action Plan), που στοχεύει σε απλοποίηση του επιχειρηματικού μοντέλου και επικέντρωση στις πιο προσοδοφόρες κατηγορίες προϊόντων, όπως το personal care και τα τρόφιμα υγείας.

Η TMICC, στην οποία η Unilever θα διατηρήσει αρχικά μειοψηφική συμμετοχή κάτω του 20%, συγκεντρώνει μερικά από τα πιο δυναμικά brands του κλάδου – από το Magnum και το Ben & Jerry’s μέχρι το Cornetto, το Solero και το Carte D’Or. Ηδη στο πρώτο εξάμηνο του 2025, η μονάδα παγωτού της Unilever κατέγραψε αύξηση πωλήσεων 5,9%, με περαιτέρω επιτάχυνση το δεύτερο τρίμηνο χάρη σε λανσαρίσματα όπως το Magnum Utopia.

Οι ανακατατάξεις στην ελληνική αγορά παγωτού

Την ίδια ώρα, το τοπίο γίνεται ολοένα και πιο ανταγωνιστικό στην ελληνική αγορά παγωτού, καθώς νέοι και παλαιοί παίκτες αναπροσαρμόζουν τη στρατηγική τους σε ένα περιβάλλον που ωριμάζει γρήγορα. Η αγορά όχι μόνο διευρύνεται λόγω της αυξημένης ζήτησης, της διψήφιας ανόδου πωλήσεων πέρυσι και της διατήρησης της αναπτυξιακής τροχιάς φέτος, αλλά εισέρχεται και σε φάση έντονης αναδιάταξης με εξαγορές, συνεργασίες και οργανωτικούς ανασχηματισμούς που επηρεάζουν άμεσα τις ισορροπίες του κλάδου

Froneri

Η Froneri Hellas, θυγατρική της παγκόσμιας κοινοπραξίας Nestlé – PAI Partners – Goldman Sachs, αποτελεί σήμερα τον ηγέτη στην αγορά επώνυμου παγωτού στα ελληνικά σούπερ μάρκετ. Το 2024 η εταιρεία ενίσχυσε περαιτέρω τη θέση της, καταγράφοντας αύξηση μεριδίου σε όγκο κατά 0,5 ποσοστιαίες μονάδες και αύξηση πωλήσεων κατά 7,07%, με τον τζίρο να διαμορφώνεται στα 49,03 εκατ. ευρώ.

Η ενίσχυση αυτή αποδίδεται σε μεγάλο βαθμό στη δυναμική απόδοση των brands Nuii, Nirvana, Maxibon και Oreo, στη διεύρυνση της παρουσίας στο κανάλι λιανικής, αλλά και στη συμβολή της τουριστικής κατανάλωσης, των εξαγωγών και των μικρών σημείων πώλησης (περίπτερα, mini markets). Το λανσάρισμα της σειράς Nuii για τρίτη συνεχή χρονιά αποδείχθηκε ιδιαιτέρως επιτυχημένο. Σε επίπεδο κερδοφορίας, η Froneri Hellas, υπό τη διοίκηση του προέδρου και διευθύνοντος συμβούλου Δημήτρη Κοντογεώργου, κατέγραψε άλμα, με τα καθαρά κέρδη να τριπλασιάζονται στα 6,08 εκατ. ευρώ, έναντι 1,8 εκατ. το 2023. Επένδυσε επιπλέον 1,5 εκατ. ευρώ, κυρίως για την αντικατάσταση και ανανέωση ψυγείων.

Παράλληλα, προχώρησε στην πώληση του πρώην εργοστασίου της στον Ταύρο αποκομίζοντας κέρδος 1,91 εκατ. ευρώ, ενώ ενεργοποίησε νέα επιστροφή κεφαλαίου 7,74 εκατ. ευρώ προς τη μητρική. Η εταιρεία αισιοδοξεί, επικαλούμενη την αναμενόμενη ανάκαμψη του τουρισμού, για σταθερή κατανάλωση το 2025, ενώ θα κάνει στοχευμένες επενδύσεις που αναμένεται να ενισχύσουν περαιτέρω τα περιθώρια κερδοφορίας.

ΚΡΙ ΚΡΙ

Η ΚΡΙ ΚΡΙ της οικογένειας Τσινάβου, με έδρα τις Σέρρες, παραμένει η μεγαλύτερη αμιγώς ελληνική εταιρεία στον κλάδο του παγωτού, καταγράφοντας εξαιρετικές επιδόσεις τόσο στην εγχώρια αγορά όσο και διεθνώς. Το 2024 οι συνολικές πωλήσεις παγωτού αυξήθηκαν κατά 19,4% σε αξία και 14,7% σε όγκο, φτάνοντας τα 48,6 εκατ. ευρώ. Από αυτά, τα 36,67 εκατ. ευρώ προήλθαν από την ελληνική αγορά, ενώ οι εξαγωγές ανήλθαν στα 11,92 εκατ. ευρώ.


Το λειτουργικό κέρδος από τη δραστηριότητα παγωτού διαμορφώθηκε στα 9,49 εκατ. ευρώ, αποδεικνύοντας τη σημασία της κατηγορίας για τη συνολική κερδοφορία της εταιρείας. Η Κρι Κρι αντιμετωπίζει ανταγωνισμό κυρίως από τα προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας, αλλά επιχειρεί να περιορίσει την πίεση με επέκταση του δικτύου πωλήσεων και ανανέωση των σειρών προϊόντων της. Ξεχωρίζουν οι σειρές Master Rich και Greek Frozen Yogurt, που στοχεύουν στην premium και υγιεινή κατανάλωση αντίστοιχα.

Οι συνολικές επενδύσεις της εταιρείας το 2024 ανήλθαν σε 25 εκατ. ευρώ, ενώ για το 2025 έχει δρομολογηθεί επενδυτικό πλάνο ύψους 21 εκατ. ευρώ με στόχο την ενίσχυση της παραγωγικής δυναμικότητας, της αυτοματοποίησης και της εξαγωγικής ικανότητας.

Algida ICC

Η Unilever δημιούργησε πρόσφατα τη νέα θυγατρική Algida Ice Cream Company (Algida ICC) στο πλαίσιο του διεθνούς σχεδίου διαχωρισμού του παγωτού από τις υπόλοιπες δραστηριότητές της. Η κίνηση αυτή εντάσσεται στο παγκόσμιο πλάνο «One Unilever» και συνοδεύεται από την ίδρυση ξεχωριστών θυγατρικών σε επιμέρους αγορές.

Η ελληνική Algida ICC συστάθηκε την περασμένη άνοιξη, διαθέτει σήμερα μετοχικό κεφάλαιο 26,05 εκατ. ευρώ και ως επικεφαλής της έχει τεθεί ο κ. Γιώργος Γεραντώνης. Σε αυτή μετακινήθηκαν περίπου 60 εργαζόμενοι, ενώ η εταιρεία ανέλαβε τη διαχείριση των brands Algida, Ben & Jerry’s και ΜΕΝΝΕ (πρώην ΕΒΓΑ).

Η νέα δομή αναμένεται να προσφέρει σημαντικά μεγαλύτερη ευελιξία στην εμπορική στρατηγική και προϊδεάζει για πιθανές εξελίξεις σε επίπεδο διανομής, συνεργασιών ή και αποεπένδυσης.

Παράλληλα, η εταιρεία συνεχίζει να επενδύει στο brand και στην προϊοντική καινοτομία, λανσάροντας σειρές όπως το Magnum Double Gold Caramel και το Vegan Almond, ενώ εντείνει τις ενέργειες marketing σε όλα τα κανάλια διανομής.

ΔΕΛΤΑ

Η ΔΕΛΤΑ, θυγατρική της Vivartia, πραγματοποίησε προ ετών δυναμική επανείσοδο στον κλάδο του παγωτού μέσω της εξαγοράς της Cold Sin, μιας ελληνικής εταιρείας με ισχυρό προφίλ στην κατηγορία των premium παγωτών.

Η εξαγορά αυτή είχε ενταχθεί στη στρατηγική της Vivartia να επεκτείνει το αποτύπωμά της σε αναπτυσσόμενες αγορές τροφίμων, αξιοποιώντας υφιστάμενες εμπορικές υποδομές και διανομή.

Με τη συμφωνία, η Δέλτα εξασφαλίζει και την αποκλειστική διανομή σημαντικών διεθνών brands, όπως τα Mars, Häagen-Dazs και Sammontana, ενισχύοντας έτσι δραστικά την εμπορική της φαρέτρα. Η στρατηγική επικεντρώνεται σε γρήγορη ανάκτηση μεριδίου, με αιχμή του δόρατος τις impulse πωλήσεις, αλλά και τα επώνυμα προϊόντα υψηλής προστιθέμενης αξίας.

Παγωτά Δωδώνη

Η ιστορική εταιρεία Παγωτά Δωδώνη, που πέρασε υπό τον έλεγχο του Ομίλου Βενέτη μετά την ολοκλήρωση της εξυγίανσής της, επανέρχεται με φιλόδοξο πλάνο ανάπτυξης. Το νέο σχήμα λειτουργεί υπό την εταιρική επωνυμία Κρεμερία Δωδώνη Μονοπρόσωπη Α.Ε., συμφερόντων της οικογένειας Μονεμβασιώτη, και στοχεύει σε αναβάθμιση της παρουσίας της μάρκας αξιοποιώντας τη μεγάλη αναγνωρισιμότητα του ονόματος.

Η διοίκηση έχει εξαγγείλει επενδύσεις 10 εκατ. ευρώ για την επόμενη διετία, που περιλαμβάνουν ανανέωση της γκάμας, επανατοποθέτηση στην αγορά, επέκταση δικτύου σημείων πώλησης, ανακαίνιση του παραγωγικού εξοπλισμού και ανάπτυξη νέων συνταγών.

Η στρατηγική της Παγωτά Δωδώνη εστιάζει στην αξιοποίηση της αυξημένης ζήτησης από τον τουρισμό, στην ενίσχυση της παρουσίας σε τουριστικούς προορισμούς και στην ανάδειξη του ελληνικού χαρακτήρα των προϊόντων.

Kayak

Η Kayak της οικογένειας Σταυρίδη συνεχίζει να ενισχύει τη θέση της στην κατηγορία των premium παγωτών, βασιζόμενη σε καινοτομία, διαφοροποίηση και σταθερή παρουσία σε επιλεγμένα κανάλια. Η εταιρεία υπό τη διοίκηση του προέδρου και διευθύνοντος συμβούλου Ακη Σταυρίδη ολοκλήρωσε νέα παραγωγική μονάδα στο Κορωπί ύψους 3,2 εκατ. ευρώ, με δυναμικότητα 600-700 τόνων ετησίως, επενδύοντας σε ευελιξία παραγωγής και ταχύτητα στην ανάπτυξη νέων προϊόντων.

Διαθέτει ισχυρή παρουσία σε 2.000 σημεία HORECA και δίκτυο 16 καταστημάτων σε τουριστικές και αστικές περιοχές υψηλής επισκεψιμότητας (Μύκονος, Γλυφάδα, κ.ά.), ενώ αναπτύσσει δίκτυο και στην Κύπρο. Η εταιρεία ξεχωρίζει για τα καινοτόμα προϊόντα της, όπως παγωτά με αλκοόλ, vegan, βιολογικά και αλμυρά, τα οποία απευθύνονται σε niche κοινά με ιδιαίτερες γευστικές απαιτήσεις.

Η Kayak διατηρεί το positioning της ως luxury brand και επιδιώκει περαιτέρω διεθνοποίηση μέσω συνεργασιών με concept stores και καταστήματα delicatessen στην Ευρώπη.

MENNE

Η MENNE, διάδοχος της ιστορικής ΕΒΓΑ, εξακολουθεί να αναζητά σταθερό έδαφος στον ανταγωνιστικό χάρτη της αγοράς παγωτού. Παρά τις διαδοχικές ενέσεις ρευστότητας από τον βασικό μέτοχο, τους κληρονόμους του Κυριάκου Φιλίππου, η εταιρεία έκλεισε το 2024 με μείωση πωλήσεων στα 27,3 εκατ. ευρώ και ζημίες ύψους 1,82 εκατ. ευρώ. Οι συνολικές ζημίες μετά από φόρους έχουν πλέον φτάσει τα 128,8 εκατ. ευρώ.

Η εταιρεία δίνει έμφαση στην ανάπτυξη του σήματος MENNE, έχοντας τοποθετήσει περισσότερα από 1.000 ψυγεία πανελλαδικά, στοχεύοντας κυρίως στη μικρή λιανική και τουριστικές περιοχές. Ο τζίρος προς τη Unilever το 2024 ανήλθε σε 8,65 εκατ. ευρώ (32,65% του συνολικού κύκλου εργασιών), κάτι που επιβεβαιώνει την εξάρτηση από υφιστάμενες συνεργασίες.

Το 2025 η εταιρεία προχώρησε σε νέα αύξηση μετοχικού κεφαλαίου ύψους 7,65 εκατ. ευρώ και πρόωρη αποπληρωμή δανειακών υποχρεώσεων στο πλαίσιο προσπάθειας εξυγίανσης. Οι στρατηγικοί στόχοι περιλαμβάνουν ενίσχυση της παρουσίας στα επώνυμα παγωτά, βελτιστοποίηση του κόστους και νέα κεφαλαιακή ενίσχυση.

Νέοι παίκτες στην αγορά

Στην ελληνική αγορά όμως εισέρχονται πλέον και νέοι παίκτες. Μεταξύ αυτών είναι η Αγγελάκης Α.Ε., γνωστή για τη δραστηριότητά της στην πτηνοτροφία, η οποία δημιούργησε τη «Sweet Bond».

Η νέα εταιρεία, με έδρα τον Ασπρόπυργο, θα παράγει μικρές παρτίδες premium παγωτού με ελληνικά συστατικά και έμφαση στην καθαρή ετικέτα. Θα τοποθετείται κυρίως σε επιλεγμένα σημεία HORECA και delicatessen, με στόχο να διευρύνει τη δραστηριότητά της στον χώρο των τροφίμων υψηλής προστιθέμενης αξίας.

Επίσης η Plan(e)t αποτελεί νέο και δυναμικό entry στην αγορά, εστιάζοντας αποκλειστικά σε φυτικό παγωτό. Με vegan και free-from συνταγές βασισμένες σε φυσικά υποκατάστατα γάλακτος, η εταιρεία στοχεύει σε καταναλωτές με υψηλή διατροφική συνείδηση. Διανέμει τα προϊόντα της σε βιολογικά καταστήματα και καφέ, επενδύοντας παράλληλα στην παραγωγή και την πιστοποίηση, ενώ πρόσφατα σύναψε συμφωνία με την αλυσίδα Pizza Fan.

Διαβάστε ακόμη

TikTok: Τι ξέρει ο θηριώδης αλγόριθμος για μας – Οι 10 λόγοι που είναι μια οικονομία από μόνο του (pics)

ΔΕΘ: Διορθώσεις για τους αδικημένους της μεσαίας τάξης

Έκθεση Ευρωπαϊκής Επιτροπής: Το 97% των ελληνικών εταιρειών θεωρεί ότι η διαφθορά είναι ευρέως διαδεδομένη

Για όλες τις υπόλοιπες ειδήσεις της επικαιρότητας μπορείτε να επισκεφτείτε το Πρώτο Θέμα