Μεγάλες  και ανησυχητικές ανατροπές  φέρνει  στην παγκόσμια ναυτιλιακή βιομηχανία η αποχώρηση  διεθνών τραπεζοπιστωτικών ιδρυμάτων  από τη χρηματοδότησή της. 

Οι τράπεζες προκειμένου να  απεμπλακούν από τα δάνεια και να κλείσουν τα ναυτιλιακά  τους χαρτοφυλάκια,  τα εκχωρούν σε funds  τα οποία με τη σειρά τους  ρευστοποιούν  σχεδόν αμέσως, δημιουργώντας υπερημερίες, αφού  δεν  λαμβάνουν υπόψη τους  την αντικειμενική αξία  των ενυπόθηκων πλοίων, αλλά εκείνη που δίνει δικός τους εκτιμητής και η οποία είναι χαμηλότερη.   

Στόχος είναι  το γρήγορο και εξασφαλισμένο κέρδος. Κίνηση που οδηγεί σε «οικονομικό στραγγαλισμό»  υγιείς και κερδοφόρες ναυτιλιακές  εταιρείες.

Τα funds  δεν αρκούνται στην είσπραξη τόκων και κεφαλαίου  βάσει των αρχικών συμφωνιών  των ναυτιλιακών με τις τράπεζες  αλλά προτιμάνε  να κεφαλαιοποιήσουν άμεσα  την έκπτωση  με την οποία αγόρασαν τα δάνεια από τον αρχικό χρηματοδότη. Με τον τρόπο αυτό όμως, επιβάλλοντας το δικό τους χρονοδιάγραμμα  και υπό την «απειλή» πλειστηριασμού των ενυπόθηκων πλοίων, πιέζουν  χρονικά και οικονομικά  τις εταιρείες  που είχαν κάνει τον προγραμματισμό τους  για την εξυπηρέτηση των δανειακών τους υποχρεώσεων.

Η κατάσταση δυσκολεύει ακόμη περισσότερο  αφού τα αγγλικά δικαστήρια δέχονται ότι μία τράπεζα  δεν είναι υποχρεωμένη να δεχθεί εκτιμήσεις από άλλους  διεθνώς αναγνωρισμένους και αξιόπιστους οίκους αξιολόγησης  για την αντικειμενική αξία ενός πλοίου που είναι ενυπόθηκο.

Υπάρχει έντονη ανησυχία  και στους ελληνικούς εφοπλιστικούς κύκλους ότι οι τακτικές αυτές αν συνεχιστούν και επεκταθούν, θα είναι σε βάρος και της ελληνόκτητης ναυτιλίας που έχει ως βάση της,   οικογενειακές και μικρομεσαίες εταιρείες. Και  όλα αυτά λόγω τραπεζών και όχι λόγων αδυναμίας των εταιρειών.

«Θα παίρνει μία εταιρεία δάνειο για 10 -20 χρόνια  και δεν θα ξέρει ο πλοιοκτήτης που βρίσκεται το δάνειο αφού μπορεί να πωληθεί με έκπτωση αν και εξυπηρετείται, σε ένα fund το οποίο θα ρευστοποιήσει αμέσως» επισημαίνουν κύκλοι της Ακτής Μιαούλη. Και προσθέτουν:

«Από τη μία η τραπεζική κρίση και από την άλλη η είσοδος νέου χρήματος από μη παραδοσιακές πηγές στη ναυτιλία έχουν διαταράξει τις δανειακές σχέσεις των εφοπλιστών επειδή παραδοσιακά ναυτιλιακές τράπεζες δείχνουν να μην μπορούν να ανταπεξέλθουν στις δυσκολίες των καιρών. Σύμπτωμα αυτών των αλλαγών είναι και η πώληση, μεταβίβαση και παραχώρηση δανείων με διάφορους τρόπους, η οποία σε πολλές περιπτώσεις αφήνει τον δανειζόμενο με ένα χρηματοδοτικό οργανισμό στο ρόλο του δανειστή ο οποίος δεν έχει διάθεση να εκμεταλλευτεί το δάνειο αλλά προτιμά να προβαίνει στη γρήγορη ρευστοποίηση του μέσω, ακόμα και εκπλειστηρίασης των πλοίων με σκοπό το άμεσο κέρδος».
 
Το θέμα είναι πολύ σοβαρό και απασχολεί  έντονα την Ένωση Ελλήνων Εφοπλιστών, το Ναυτικό Επιμελητήριο Ελλάδος και διεθνείς οργανισμούς  πλοιοκτητών όπως η Intercargo-Ένωση των Ανεξάρτητων Πλοιοκτητών Φορτηγών Πλοίων,   η οποία το εξέτασε στη συνεδρίαση της περασμένης εβδομάδας, ενώ κοινοποιήθηκε  στο γραφείο  του  Βρετανού  Εκπροσώπου Παγκοσμίου Εμπορίου, αλλά  τέθηκε υπόψη και  της Αμερικανίδας  Εμπορικής Ακολούθου της πρεσβείας. Μάλιστα οι  Ενώσεις έχουν εκδώσει  ενημερωτικές εγκυκλίους  προς τα μέλη  τους  για το θέμα αυτό εφιστώντας την προσοχή τους  για το ενδεχόμενο  να βρεθούν εξ απροόπτου.

Η περίπτωση του φορτηγού πλοίου M/V Alkyon

Η προσοχή της διεθνούς  αλλά και ελληνικής  ναυτιλιακής κοινότητας είναι στραμμένη στην υπόθεση του φορτηγού πλοίου M/V Alkyon. Το πλοίο είναι ένα handysize φορτηγό  36.000 τόνων και έχει πουληθεί  σε εταιρεία  τουρκικών συμφερόντων.

Το 2015, η πλοιοκτήτρια εταιρεία Stallion Eight Shipping Co. S.A. της Τούλας Γουρδομιχάλη πρωτότοκης κόρης του εμβληματικού Στάθη Γ.Γουρδομιχάλη, πρώην προέδρου της Ένωσης Ελλήνων Εφοπλιστών (1984-1991), προέβη κατόπιν χρηματοδότησής της από την βρετανική τράπεζα Royal Bank of Scotland  στην αγορά του πλοίου, ενώ προς εξασφάλιση αποπληρωμής του δανείου, παραχωρήθηκε στην τράπεζα, όπως συνηθίζεται, υποθήκη επί αυτού.

Παρότι το πλοίο λειτουργούσε κανονικά και το δάνειό του αποπληρωνόταν κανονικά, η RBS ενημέρωσε την πλοιοκτήτρια εταιρεία ότι σκοπεύει να αποχωρήσει από τον χώρο της ναυτιλίας και όπως αναφέρει η πλευρά της εταιρείας «χωρίς ωστόσο να αναφέρει το πότε και πως θα γίνει αυτό, ούτε και πως αυτό θα επηρέαζε την Stallion, το δάνειο και το πλοίο».

Όπως υποστηρίζει η πλοιοκτήτρια  «τον Ιανουάριο του 2018, χωρίς να έχει προηγηθεί κάποια συζήτηση και χωρίς φυσικά να έχει ζητηθεί η γνώμη της Stallion επ’ αυτού,  η RBS παραχώρησε μόνο το οικονομικό συμφέρον του δανείου στην τράπεζα Bank of America Merrill Lynch (“BAML”), μια  κίνηση που αν και η RBS διαβεβαίωσε την Stallion ότι δεν θα άλλαζε τίποτα ουσιαστικό ως προς το δάνειο, σήμανε την αρχή του τέλους του δανείου και μαζί του της πορεία  της Stallion και του πλοιοκτήτη στην ναυτιλία μετά από δεκαετίες και γενιές ενασχόλησης.

»Και αυτό γιατί όπως προκύπτει από αλληλογραφία μεταξύ της BAML και της RBS, η BAML δεν φαίνεται να είχε πρόθεση να αρκεστεί στην εξυπηρέτηση αυτού του δανείου καθώς το τμήμα της που ανέλαβε το δάνειο ήταν αυτό των επισφαλών περιουσιακών στοιχείων το οποίο ειδικεύεται στην αγορά και πώληση τέτοιων στοιχείων σε σύντομο χρονικό διάστημα παρά την διαχείριση του δανείου μέχρι τη συμβατική του λήξη».

Η εταιρεία υποστηρίζει, βασιζόμενη σε  εκτίμηση του διεθνούς ναυλομεσιτικού οίκου Clarskon,  ότι το πλοίο της είχε μεγαλύτερη αντικειμενική αξία, κατά δύο εκατομμύρια δολάρια  από εκείνη που εκτίμησε η αμερικανική τράπεζα, και ανερχόταν στα 15,2 εκατομμύρια.

Αξία που είχε ως επακόλουθο η RBS να  γνωστοποιήσει  στην Stallion ότι βρισκόταν πλέον σε κατάσταση υπερημερίας, αφού δεν τηρούνταν το όριο της ρήτρας  δανείου προς αξία (loan to value clause)  LTV, έστω και αν πληρωνόταν κανονικά τις δόσεις του δανείου σε κεφάλαιο και τόκους. Προτίμησε δηλαδή  η τράπεζα που διαχειριζόταν το δάνειο, να μην συνεχίσει το δάνειο εισπράττοντας το κεφάλαιο και τους τόκους αλλά να κινήσει τις διαδικασίες για την εκποίηση του πλοίου» επισημαίνει η πλοιοκτήτρια εταιρεία.

Η  RBS κατάσχεσε το πλοίο στο Newcastle και  το έβγαλε σε πλειστηριασμό με απόφαση του Αγγλικού δικαστηρίου το οποίο έμεινε στο γράμμα της σύμβασης και το δικαίωμα της RBS να καταγγείλει τη σύμβαση βάσει της εκτίμησής της.

Η  Stallion  αδυνατούσε  να καλύψει το κόστος του δαπανηρού δικαστικού αγώνα και στο τέλος δικάστηκε ερήμην.

Η συνέχεια στην υπόθεση  θα δοθεί στα δικαστήρια του Πειραιά όπου, μετά το Λονδίνο,  προσέφυγε η εταιρεία  ζητώντας από το αμερικανική τράπεζα και την εταιρεία-εκτιμητή την αποκατάσταση της πολλών εκατομμυρίων δολαρίων ζημίας της.  Η εκδίκασή της αναμένεται με μεγάλο ενδιαφέρον αφού θα κρίνει πολλά για τον τρόπο χρηματοδότησης στο άμεσο μέλλον στη ναυτιλία.