Ο 59χρονος CEO του δεύτερου μεγαλύτερου tour operator στον κόσμο, ο Dr Peter Fankhauser, βγαίνει σιωπηλός από την πολύωρη συνάντηση με τις πιστώτριες τράπεζες της Thomas Cook στη νομική φίρμα Latham & Watkins στο κεντρικό Λονδίνο – μια συνάντηση που έγινε ως ύστατη προσπάθεια να εξασφαλιστεί ένα πακέτο πρόσθετης χρηματοδότησης ύψους 200 εκατ. στερλινών για να μην χρεοκοπήσει.

Δεν απάντησε σε καμιά από τις επίμονες ερωτήσεις που του απηύθυναν οι δημοσιογράφοι για το αν τελικά η Thomas Cook κατάφερε να καταλήξει σε συμφωνία με τους πιστωτές της.

Ρωτήθηκε επίσης για το αν η εταιρεία του σκέφτεται να πλησιάσει την κυβέρνηση προκειμένου να ζητήσει διάσωση με χρήματα των Βρετανών φορολογουμένων – αλλά και σε αυτή την ερώτηση παρέμεινε σιωπηλός. Ισως ήξερε εκ των προτέρων ότι η βρετανική κυβέρνηση δεν θα δεχόταν ποτέ να προχωρήσει σε μια τέτοια πρωτοβουλία.

Ο Fankhauser περιορίστηκε να εκδώσει τις πρώτες πρωινές ώρες, όταν και έγινε γνωστό ότι η Thomas Cook χρεοκοπεί, μια ανακοίνωση συγγνώμης προς τους χιλιάδες πελάτες, εργαζομένους και προμηθευτές που, όπως αναφέρει, στήριξαν την εταιρεία του επί σειρά ετών. «Η σημερινή σηματοδοτεί μια θλιβερή ημέρα για την εταιρεία που ήταν πρωτοπόρος στα πακέτα διακοπών και η οποία έκανε εφικτές τις διακοπές για εκατομμύρια ανθρώπους σε όλο τον κόσμο».

Γεννημένος τον Νοέμβριο του 1960 στην Ελβετία έγινε δ/νων σύμβουλος της Thomas Cook το 2014.
Κάτοχος ντοκτορά στις Πολιτικές Επιστήμες από το Πανεπιστήμιο του St. Gallen, αρχικά ήταν εκτελεστικός διευθυντής της εταιρείας και πήρε τα ηνία ως CEO στη θέση της Harriet Green.

Στο ενεργητικό του έχει εμπειρία άνω των 25 ετών στη βιομηχανία ταξιδίων , ενώ κατά τη διάρκεια των σπουδών του στο πανεπιστήμιο ολοκλήρωσε και τις στρατιωτικές του υποχρεώσεις, όπου έλαβε μάλιστα και υψηλό βαθμό στον ελβετικό στρατό.

Η πρώτη του επαφή με τον τομέα ταξιδίων ήταν όταν μπήκε στην εταιρεία Kuoni, από την οποία μεταπήδησε στον γερμανικό tour operator, LTU,ως CEO.

Στην Thomas Cook Group πρωτοεμφανίστηκε το 2001 και τον Μάρτιο του 2003 ανέλαβε καθήκοντα ως Chief Product Officer και Chief Executive Officer της Thomas Cook Γερμανίας, προτού αναλάβει την ευθύνη για το σύνολο της ηπειρωτικής Ευρώπης τον Ιούνιο του 2007.

Τον Νοέμβριο του 2012 πήρε προαγωγή και ανέλαβε CEO για τη Βρετανία και την ηπειρωτική Ευρώπη. Αυτό σήμαινε ότι έπρεπε να μετακομίσει μαζί με την οικογένειά του, τη σύζυγο και τα τέσσερα παιδιά του, από το Ισραήλ που έμενε πριν, στο Σάρρεϊ της Βρετανίας. Δυο χρόνια μετά, τον Νοέμβριο του 2014, έφτασε στο κορυφαίο πόστο: Group Chief Executive Officer της Thomas Cook Group. Αυτό σήμαινε ότι πλέον ήταν επικεφαλής των δραστηριοτήτων tour operating, των αεροπορικών και του τομέα ξενοδοχείων και resort, καθώς και μιας ταχέως αναπτυσσόμενης κοινοπραξίας στην Κίνα με τη συνεργασία της Fosun.

O βρετανικός κολοσσός έζησε πολλά… επεισόδια μέχρι να φτάσει στο σημείο να καταρρεύσει. Και μπορεί η εταιρεία που άρχισε τη λειτουργία της το 1841 με τοπικές σιδηροδρομικές εκδρομές, να επέζησε δύο παγκόσμιους πολέμους, ωστόσο τα υψηλά επίπεδα χρέους, οι online ανταγωνιστές που έπλητταν τα έσοδά της και το μερίδιο αγοράς, η γεωπολιτική αβεβαιότητα, το Brexit και… οι αντίξοες καιρικές συνθήκες ήταν αρκετές συνθήκες για να την οδηγήσουν στο να εισέλθει σε υποχρεωτική ρευστοποίηση με άμεση ισχύ.

Αυτό που χρειαζόταν άμεσα η Thomas Cook ήταν 200 εκατ. στερλίνες επιπλέον του πακέτου ύψους 900 εκατ. στερλινών που είχε ήδη συμφωνήσει να λάβει, ώστε να μπορέσει να ανταποκριθεί στις αυξημένες ανάγκες της χειμερινής περιόδου, όπου εισπράττει παραδοσιακά λιγότερο ρευστό και πρέπει να πληρώσει τα ξενοδοχεία για τις υπηρεσίες που πρόσφεραν κατά τη θερινή περίοδο. Ωστόσο, το αίτημα για επιπλέον χρηματοδότηση 200 εκατ. στερλινών έβαλε βόμβα στα θεμέλια της συμφωνίας διάσωσης που συζητιόταν επί σειρά μηνών.

Η αρχική συμφωνία προέβλεπε ότι η Fosun, μεγαλομέτοχος της Thomas Cook, η μητρική της οποίας είναι ιδιοκτήτρια της εταιρείας all – inclusive Club Med, θα έδινε 450 εκατ. στερλίνες σε φρέσκο ρευστό, με αντάλλαγμα τουλάχιστον το 75% του συνόλου των δραστηριοτήτων του tour operator και το 25% των αεροπορικών δραστηριοτήτων.

Αλλα 450 εκατ. στερλίνες θα έδιναν οι πιστώτριες τράπεζες της Thomas Cook, ενώ θα μετέτρεπαν και το υπάρχον χρέος σε μετοχές, όπως μεταδίδει το Reuters.

Aτομα με γνώση των εσωτερικών υποθέσεων της Thomas Cook, επιμένουν ότι ο Fankhauser ανταποκρίθηκε πολύ ικανοποιητικά σε δύσκολες περιστάσεις.

Oταν πήρε τα ηνία η εταιρεία ήταν σε πολύ δυσχερή οικονομική θέση, μετά από μια σειρά προειδοποιήσεων για τα κέρδη.

Εκείνος ωστόσο κατάφερε να γυρίσει την κατάσταση και να επαναφέρει τον tour operator σε κέρδη το 2015.

Οι προσπάθειες να εκσυγχρονιστεί και η πολιτική να αποκτήσει την ιδιοκτησία περισσότερων ξενοδοχείων με στόχο να έχει μεγαλύτερο περιθώριο κέρδους, φάνηκε να φέρνει αποτέλεσμα και για την επόμενη τριετία, η Thomas Cook παρέμεινε κερδοφόρα.

Ωστόσο, το κύμα καύσωνα του 2018, χρονιά που καταγράφηκε το θερμότερο καλοκαίρι στην ιστορία της Βρετανίας, έκανε πάρα πολλούς δυνητικούς ταξιδιώτες να παραμείνουν τελικά στην πατρίδα τους για διακοπές και να μην πάνε στο εξωτερικό.

Όπως δήλωνε τότε ο Fankhauser «πολλοί πελάτες πέρασαν τον Ιούνιο και τον Ιούλιο (σσ. Του 2018) απολαμβάνοντας τη λιακάδα εδώ στην πατρίδα τους και ακύρωσαν τις κρατήσεις τους στο εξωτερικό. Οι επιδόσεις μας είναι απογοητευτικές».

Εκείνη την εποχή ελήφθη η απόφαση να απομακρυνθεί από τη θέση του ο οικονομικός δ/ντής της Thomas Cook Group Plc. Bill Scott εννέα μόλις μήνες από τη μέρα που ανέλαβε.

Η Thomas Cook, αντίθετα με την ανταγωνίστριά της TUI AG που άνοιξε τις δραστηριότητές της πέραν του tour operating,  δεν κατάφερε να μειώσει την εποχικότητα της κερδοφορίας της, γεγονός που σήμαινε ότι τα περισσότερα κέρδη της τα πετύχαινε την περίοδο Ιουλίου – Σεπτεμβρίου. Αυτό την καθιστούσε πιο ευάλωτη αν όλα δεν πήγαιναν σύμφωνα με τον αρχικό σχεδιασμό. Όπως και συνέβη με το απροσδόκητα θερμό καλοκαίρι του 2018…

Παράλληλα, ο φόβος του Brexit και η πτώση της αξίας της στερλίνας δεν βοήθησαν καθόλου την Thomas Cook στην προσπάθειά της να ανταγωνιστεί τους online operators.

Πολλοί θεωρούν ότι σημαντικό ρόλο στην κατάρρευση της εταιρείας έπαιξε και το γεγονός ότι τα υψηλόβαθμα στελέχη της Thomas Cook έχουν λάβει ως αμοιβή πάνω από 20 εκατ. στερλίνες την τελευταία πενταετία. Ο Fankhauser έχει ενθυλακώσει 8,3 εκατ. στερλίνες από το 2014 που ανέλαβε τα ηνία, ενώ μόνο το 2015 πήρε μπόνους σχεδόν 3 εκατ. στερλίνες.

Οι οικονομικοί διευθυντές Mike Healy και Bill Scott έχουν λάβει και οι δυο μαζί 7 εκατ. στερλίνες από το 2014.
Πάνω από 4 εκατ. στερλίνες καταβλήθηκαν σε μη εκτελεστικούς διευθυντές, μεταξύ των οποίων ο Βέλγος πρόεδρος Frank Maysman, που έλαβε 1,6 εκατ. στερλίνες.

Παράλληλα, έγιναν και κάποια μεγάλα ανοίγματα αναφορικά με τη δημιουργία νέων ξενοδοχείων σε συνεργασία με τη Fosun.

Ο σχεδιασμός προέβλεπε ότι θα άνοιγαν στη ΝΔ Κίνα και σε μια πόλη κοντά στη Σανγκάη στα τέλη του 2020, με στόχο την τουριστική αγορά της Κίνας που αγγίζει τα 761 δισ. δολ. Η εταιρεία είχε ήδη τέσσερα ξενοδοχεία στην Κίνα και σχεδίαζε να ανοίξει άλλα 15 την επόμενη 5ετία, όπως είχε ανακοινώσει πέρυσι ο Fankhauser, ο οποίος για την ιστορία έχει μια καθαρή αξία που υπολογίζεται στα 15,6 δισ. δολάρια…