007: Ψηλός, ευθυτενής, μυστηριώδης και αμετανόητος πλέι-μπόι. Για τουλάχιστον εφτά δεκαετίες, αποτελεί το όνειρο χιλιάδων γυναικών, ακόμα και ανδρών, ενώ έχει εξιδανικευτεί ως η απόλυτη βρετανική μορφή του άνδρα.

Ο λόγος για τον 007 ή καλύτερα τον άνθρωπο που συστηνόταν: «My name is Bond, James Bond», τον Βρετανό κατάσκοπο των μυστικών υπηρεσιών της Βρετανίας (MI6) που εμπνεύστηκε ο συγγραφέας Ίαν Φλέμινγκ. Ένας φανταστικός λογοτεχνικός χαρακτήρας, ο οποίος μπορούμε να πούμε με βεβαιότητα ότι έχει αποδοθεί με σάρκα και οστά πολλές φορές μέσα από τον κινηματογραφικό φακό.

Γιατί όμως τώρα έρχεται ξανά στο προσκήνιο τόσο έντονα; Ο λόγος είναι η εξαγορά του ονόματος του Τζέιμς Μποντ από τον κολοσσό της Amazon και συγκεκριμένα του δημιουργικού ελέγχου του franchise, που αποφασίστηκε στα μέσα Φεβρουαρίου για περισσότερο από 1 δις δολάρια. Αυτό σημαίνει, ότι φεύγει από τα βρετανικά χέρια των παραγωγών Μάικλ Ουίλσον και Μπάρμπαρα Μπρόκολι και πηγαίνει σε εκείνα της ομάδας του Τζεφ Μπέζος.

Προτεραιότητα το «γρήγορο» κέρδος;

Γιατί όμως έχει προκληθεί τόσο ντόρος με άρθρα, αντιδράσεις, ακόμα και δημοσκοπήσεις; Ο λόγος είναι βέβαια, ότι το απόλυτο βρετανικό brand βρίσκεται πια σε κίνδυνο αφού – όπως είναι λογικό να σκεφτεί κάποιος – απομακρύνεται από τη γνήσια παραδοσιακή, «σπιτική» του ασφάλεια και πηγαίνει στην επιθετική και οικονομικά αδηφάγα αμερικανική αγορά.

Ο επικεφαλής του Prime Video and Amazon MGM Studios, Μάικ Χόπκινς είχε μια αρκετά διφορούμενη επίσημη δήλωση. Συγκεκριμένα είπε, «έχουμε την τιμή να συνεχίσουμε αυτή την πλούσια κληρονομιά και ανυπομονούμε ο θρυλικός πράκτορας 007 να μπει σε μια νέα εποχή για το κοινό σε όλο τον κόσμο».

Αυτό που φοβίζει τους πιστούς οπαδούς του Μποντ είναι η κυρίως «η νέα εποχή». Ο μάτσο χαρακτήρας αλλά και ο τζέντλεμαν ενός αρσενικού μιας άλλης εποχής μπορεί να βρεθεί εύκολα μπλεγμένος στην πολιτική ορθότητα του σήμερα. Δεν είναι τυχαίο ότι τα τελευταία χρόνια έχει συζητηθεί ακόμα και να ενσαρκωθεί ο ρόλος του Τζέιμς Μποντ από γυναίκα, κάτι που οι μέχρι πρότινος παραγωγοί το είχαν αρνηθεί.

Διαβάστε τη συνέχεια στην DW