Η τροπολογία του υπουργού Υγείας για τα γενόσημα έφερε στην επιφάνεια σκληρές επιχειρηματικές κόντρες και πολιτική σύγκρουση με τον ΣΥΡΙΖΑ, που έληξε στην παρούσα φάση με νίκη για τον Αδωνη

Των Γιάννη Μακρυγιάννη, Παναγιώτας Καρλατήρα

Ηταν τέτοια εποχή, εκεί στο 1981, όταν η πανηγυρική εκλογική νίκη του Ανδρέα Παπανδρέου έφερνε τις πρώτες αρνητικές αντιδράσεις από πολυεθνικές εταιρείες, που δεν ένιωθαν σίγουρες με τη… σοσιαλιστική κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ.

Μεγάλες ξένες εταιρείες φαρμάκου αποφάσιζαν να αποχωρήσουν από την Ελλάδα, φοβούμενες ότι το πολιτικό και κοινωνικό περιβάλλον που δημιουργούνταν έκρυβε μεγάλο ρίσκο για τις δραστηριότητές τους και τις όποιες επενδύσεις τους στη χώρα. Ηταν τότε που ο Ανδρέας Παπανδρέου ξεδίπλωνε τη στρατηγική του για τη συγκρότηση ενός εθνικού παραγωγικού βραχίονα με τη δημιουργία των λεγόμενων «νέων τζακιών» – και η κίνηση των πολυεθνικών τον διευκόλυνε σημαντικά στον χώρο του φαρμάκου, αν και ο πρώτος καιρός, έως ότου αναπτυχθούν επαρκώς οι εγχώριες βιομηχανίες, ήταν δύσκολος. Τριάντα δύο χρόνια μετά η Ιστορία γράφεται μάλλον ανάποδα: η σημερινή κυβέρνηση κατηγορείται τόσο από μέρος της εγχώριας βιομηχανίας όσο και τον ΣΥΡΙΖΑ ότι με την πολιτική της τρόικας την οποία εφαρμόζει και στο όνομα μείωσης της φαρμακευτικής δαπάνης αφανίζει τις ελληνικές φαρμακοβιομηχανίες και ευνοεί ξένες, πανίσχυρες και σχεδόν ασυναγώνιστες πολυεθνικές.

Η τροπολογία του υπουργού Υγείας κ. Αδωνη Γεωργιάδη περί μείωσης των τιμών των φαρμάκων και κινήτρων για τη διευκόλυνση της κατανάλωσης γενοσήμων στην Ελλάδα έφερε στην επιφάνεια σκληρές επιχειρηματικές κόντρες και προκάλεσε μια άνευ προηγουμένου πολιτική σύγκρουση της κυβέρνησης με την αξιωματική αντιπολίτευση – που έληξε, πάντως, στην παρούσα φάση με μια άνετη κοινοβουλευτική νίκη για τον κ. Γεωργιάδη. Το κυβερνητικό επιχείρημα ότι με την αύξηση των γενοσήμων στην ελληνική αγορά -απ’ όπου κι αν προέρχονται μάλιστα αυτά- θα πέσουν σημαντικά οι τιμές των φαρμάκων και θα μειωθεί, όπως απαιτεί η τρόικα, η δημόσια φαρμακευτική δαπάνη -όλα αυτά μάλιστα θα συμβούν χωρίς να υπάρξει κίνδυνος για την ποιότητα των φαρμάκων και άρα για την υγεία των πολιτών- διαμόρφωσε μια ευρεία κοινοβουλευτική πλειοψηφία και ένα μεγάλο μέτωπο ανοχής ή και στήριξης των πρωτοβουλιών του κ. Γεωργιάδη. Στη διαμάχη παρενέβη ο ίδιος ο αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ κ. Αλέξης Τσίπρας, ο οποίος όμως δεν τόλμησε ή δεν θέλησε να βαδίσει στον δρόμο του Ανδρέα Παπανδρέου, με καθαρό τρόπο: δεν μίλησε ευθέως, παρότι την περιέγραψε, για την ανάγκη να διατηρήσει η χώρα μια στοιχειώδη παραγωγική βάση σε έναν κρίσιμο τομέα όπως είναι τα φάρμακα, έστω κι αν αυτό σημαίνει ενίσχυση συγκεκριμένων ελληνικών εταιρειών. Δεν επέμεινε στο επιχείρημα ότι ακόμη και αν το εγχώριο γενόσημο είναι κάπως ακριβότερο από το εισαγόμενο -κάτι που δεν είναι βέβαιο ότι θα ισχύει και μακροπρόθεσμα- συμφέρει τη χώρα να διατηρήσει την ντόπια βιομηχανία, από την οποία έχει ποικίλα εθνικά οφέλη, όπως απασχόληση, ανάπτυξη και φόρους. Ο φόβος του ότι θα κατηγορηθεί για ταύτιση με μέρος του μεγάλου κεφαλαίου ήταν διάχυτος σε όλη τη σφοδρή πολιτική σύγκρουση με την κυβέρνηση. Στη δημιουργία αυτής της εικόνας είχε συμβάλει και η άγρια επίθεση, με παρόμοια μάλιστα επιχειρήματα με αυτά του ΣΥΡΙΖΑ, που εξαπέλυσε ο κ. Δημήτρης Γιαννακόπουλος, επικεφαλής του ομώνυμου φαρμακευτικού κολοσσού, κατά του κ. Γεωργιάδη προσωπικά. Επιπλέον ο ΣΥΡΙΖΑ δεν κατάφερε να πείσει ότι δεν θα υπάρξει ουσιαστική μείωση τιμών στα πρωτότυπα φάρμακα, ενώ δεν είχε σταθερή επιχειρηματολογία όταν μιλούσε για την ανάγκη «ποιοτικού φαρμάκου», εννοώντας ότι το γενόσημο υπολείπεται σε θεραπευτική δράση από το πρωτότυπο. Αποτέλεσμα όλων αυτών ήταν να κινηθεί απολύτως μόνος του στο πολιτικό σκηνικό, χωρίς καν τους συνήθεις συμμάχους του σε τέτοιες περιπτώσεις, όπως οι Ανεξάρτητοι Ελληνες ή και το ΚΚΕ, που προτίμησαν να τηρήσουν αποστάσεις.

Η αναμενόμενη σύγκρουση
Η τελευταία σφοδρότατη πολιτική και επιχειρηματική σύγκρουση γύρω από το φάρμακο ήταν περίπου αναμενόμενη και αναπόφευκτη έτσι όπως εξελίχθηκαν τα πράγματα στη χώρα τα τελευταία χρόνια.
Από την εποχή που ο Ανδρέας Παπανδρέου διαμόρφωνε ένα νέο πλαίσιο στην Υγεία με το ΕΣΥ και στήριζε την εγχώρια παραγωγή φαρμάκου άλλαξαν πολλά ειδικά – την περασμένη δεκαετία τα πράγματα δεν πήγαν και τόσο κατ’ ευχήν. Οι πολυεθνικές επέστρεψαν δριμύτερες και το πάρτι με τις σπατάλες και τις υπέρογκες δαπάνες στα φάρμακα δεν είχε προηγούμενο. Η χώρα έφτασε να δαπανά διπλάσια ποσά, για παράδειγμα, από τη Σουηδία προκειμένου να καλύψει τις ανάγκες των πολιτών σε φάρμακα. Η κρίση έφερε το μνημόνιο και το μνημόνιο επιβάλλει δραστικότατη μείωση των δαπανών στον χώρο της Υγείας και φυσικά στα φάρμακα. Η κυβέρνηση βρέθηκε με την υποχρέωση να δαπανήσει έως 1% του ΑΕΠ της για φάρμακα, με το ποσό να προσδιορίζεται για το 2014 στα 2 δισ. ευρώ, (αργότερα ίσως και 1,8 δισ. ευρώ) όταν πέρσι ήταν 2,5 δισ. και πριν τρία χρόνια 5,5 δισ. ευρώ!

Η μάχη των επιχειρημάτων

Τι λέει ο υπουργός Υγείας

■ Τα γενόσημα είναι ασφαλή και κυκλοφορούν ήδη πολλά στην ελληνική αγορά.
■ Εχουν υψηλό ποσοστό κυκλοφορίας στη διεθνή αγορά, κάτι που οφείλει να ακολουθήσει και η χώρα μας.
■ Τα γενόσημα ελληνικής παραγωγής αλλά και όσα κυκλοφορούν στη χώρα μας είναι ήδη πολύ ακριβά και πρέπει να μειωθούν οι τιμές τους.
■ Τα δημοσιονομικά περιθώρια είναι στενά, τα Ταμεία δεν μπορούν να πληρώνουν ακριβά φάρμακα.
■ Η ελληνική φαρμακοβιομηχανία ας γίνει ανταγωνιστική για να αντιμετωπίσει τους ξένους.

Ο αντίλογος  του ΣΥΡΙΖΑ

■ Η τροπολογία Γεωργιάδη ευνοεί τις μεγάλες ξένες πολυεθνικές και οδηγεί στον αφανισμό την ελληνική φαρμακοβιομηχανία, με ό,τι συνέπεια έχει αυτό για την ανάπτυξη, την απασχόληση και την εγχώρια παραγωγική βάση.
■ Η αθρόα εισροή γενοσήμων -και μάλιστα εκτός Ευρώπης και ΗΠΑ- θα μειώσει την ποιότητα του παρεχόμενου φαρμάκου.
■ Η δραστική μείωση της δημόσιας δαπάνης για την Υγεία, με όρους δημοσιονομικής πειθαρχίας, θα οδηγήσει σε αυξημένη συμμετοχή των ασφαλισμένων και θα προκαλέσει ανθρωπιστική κρίση.

Οι ενστάσεις των βιομηχάνων

■ Η μείωση των τιμών που υπόσχεται η κυβέρνηση δεν είναι αληθής.
■ Η εισαγωγή της δυναμικής τιμολόγησης ευνοεί τους ισχυρούς κολοσσούς.
■ Το κίνητρο που δίνεται πλέον στους φαρμακοποιούς να μην υποχρεούνται σε rebate όταν πουλούν γενόσημα ευνοεί τους μεγάλους εισαγωγείς αντιγράφων.
■ Η εγχώρια παραγωγή δεν μπορεί να ανταγωνιστεί τις μεγάλες πολυεθνικές, που δρουν σε πιο ευέλικτα οικονομικά περιβάλλοντα και με χαμηλότερα κόστη.
■ Τα γενόσημα εισαγωγής δεν είναι όλα ελεγχόμενης ποιότητας και ασφάλειας.
■ Η νέα ρύθμιση θα οδηγήσει σε ολιγοπωλιακές καταστάσεις.

Υπουργός – βιομήχανοι

Πώς από τις αβρότητες έφτασαν στα χαρακώματα

«Yπόσχομαι πως όταν θα φύγω από το υπουργείο θα έχω πουλήσει -με τις αποφάσεις μου, εννοείται- περισσότερα ποιοτικά γενόσημα φάρμακα απ’ όσα βιβλία έχω πουλήσει στη ζωή μου». Ο υπουργός Υγείας κ. Αδωνις Γεωργιάδης είναι σαφής και περιεκτικός σε εκδήλωση της Πανελλήνιας Ενωσης Φαρμακοβιομηχανίας (ΠΕΦ) το βράδυ της 10ης Οκτωβρίου, και αποσπά παρατεταμένο χειροκρότημα από το ακροατήριο του θεάτρου Badminton.

Καθισμένος στην πρώτη σειρά, μαζί με τους άλλους ισχυρούς της ελληνικής φαρμακοβιομηχανίας, ο Νέστορας του χώρου, ο κ. Θανάσης Γιαννακόπουλος της εταιρείας ΒΙΑΝΕΞ, δεν κρύβει την ικανοποίησή του για τις υπουργικές διαβεβαιώσεις. Λίγο πριν έχει προηγηθεί η δική του ιστορική δήλωση: «Δεν θέλω χρήματα, κύριε υπουργέ. Εχω λεφτά για μένα και για 15 γενιές μετά, αγωνίζομαι όμως για να έχουν δουλειά όσοι βρίσκονται εδώ»! Ενάμιση μήνα αργότερα το σκηνικό έχει ανατραπεί πλήρως.  Με φόντο μια τροπολογία για δραστικές μειώσεις στην τιμή των φαρμάκων (επί του παρόντος των λεγόμενων off patent και των γενοσήμων, στα οποία κυρίως δραστηριοποιείται η ελληνική φαρμακοβιομηχανία) που κατατέθηκε στη Βουλή από το αρμόδιο υπουργείο και η οποία τελικά ψηφίστηκε την περασμένη Πέμπτη, ο υπουργός Υγείας και η οικογένεια Γιαννακόπουλου ξιφουλκούν αδιάκοπα για τη δημόσια υγεία και τη φαρμακευτική δαπάνη με σημείο αιχμής τα γενόσημα (αντίγραφα) φάρμακα. Οι λεκτικές αβρότητες στη διάρκεια της λαμπερής εκδήλωσης της ΠΕΦ αποτελούν παρελθόν. Ο κ. Γεωργιάδης υπεραμύνεται της τροπολογίας, υποστηρίζοντας ότι η εφαρμογή των νέων ρυθμίσεων θα μειώσει την ετήσια φαρμακευτική δαπάνη κατά 480 εκατ. ευρώ. Το ασφυκτικό όριο των 2 δισ. ευρώ της φαρμακευτικής δαπάνης για το 2014 δεν αφήνει κανένα περιθώριο στον υπουργό για πολιτικούς παρά μόνο για δημοσιονομικούς ελιγμούς. Το βάρος της συρρίκνωσης της δαπάνης σηκώνουν τα γενόσημα, καθώς, όπως έχει αποδείξει και η ευρωπαϊκή πρακτική, αποτελούν το βασικό όχημα εξοικονόμησης στις δαπάνες υγείας.

Στην πρώτη γραμμή της μάχης βρίσκεται ο διευθύνων σύμβουλος και αντιπρόεδρος του Δ.Σ. της ΒΙΑΝΕΞ, «η νέα γενιά» όπως τον χαρακτηρίζει ο πατέρας του Παύλος, κ. Δημήτρης Γιαννακόπουλος, ο οποίος κατηγορεί την κυβέρνηση ότι «πριμοδοτεί απροκάλυπτα συγκεκριμένες πολυεθνικές», ενώ προβλέπει ότι «στην αγορά φαρμάκου θα υπάρξουν τρομερές ελλείψεις» και ότι «η αγορά θα κατακλυστεί με φθηνά ανώνυμα γενόσημα φάρμακα αμφιβόλου ποιότητας». Ο 38χρονος εκπροσωπεί προφανώς τη δική του εταιρεία-κολοσσό της εγχώριας φαρμακοβιομηχανίας αλλά ακριβώς με την ιδιότητά του αυτή φαίνεται ότι παίρνει άτυπα πάνω του και την εκπροσώπηση της ΠΕΦ.

Οι 40 ελληνικές φαρμακευτικές εταιρείες, έχοντας απρόσμενο σύμμαχο τον ΣΥΡΙΖΑ, κατηγορούν τον κ. Γεωργιάδη ότι με τις αποφάσεις του λειτουργεί προς όφελος ξένων φαρμακοβιομηχανιών γενοσήμων φαρμάκων, και ειδικά της ισραηλινής TEVA. Οι γνωρίζοντες τον χώρο του φαρμάκου ξέρουν πως η αναφορά και μόνο του ονόματος «TEVA» αποτελεί τα τελευταία τρία χρόνια κόκκινο πανί για την οικογένεια Γιαννακόπουλου, δεδομένου ότι η ΒΙΑΝΕΞ είναι ο εθνικός κολοσσός γενοσήμων και η ισραηλινή εταιρεία ένας από τους κυρίαρχους παγκόσμιους παίκτες που εισήλθε ελέω μνημονίου στην Ελλάδα. Είναι εύκολο λοιπόν να αντιληφθεί κανείς τα επιχειρηματικά μεγέθη και τα συμφέροντα που συγκρούονται.

Η διαμάχη συμφερόντων φάνηκε και στην πολιτική αντιπαράθεση: ο μεν ΣΥΡΙΖΑ χαρακτήρισε τον κ. Γεωργιάδη «ντίλερ των πολυεθνικών φαρμακευτικών εταιρειών», ο δε υπουργός Υγείας κατηγόρησε την αξιωματική αντιπολίτευση ότι «κάνει παπαγαλία τις ανακοινώσεις της φαρμακοβιομηχανίας».

Τα γενόσημα διεκδικούν, πάντως, τον τίτλο του πιο πολυσυζητημένου ιατρικού όρου του μνημονίου, με τον υπουργό Υγείας να τα έχει εκθειάσει τους τελευταίους πέντε μήνες, από τον περασμένο Ιούνιο, οπότε και ανέλαβε τον θώκο του υπουργού Υγείας, ενδεχομένως περισσότερο και από τα βιβλία της επιχείρησής του. Ο στόχος της αύξησης της χρήσης των γενοσήμων από το 20% του όγκου των φαρμάκων που χορηγούνται στους ασφαλισμένους της χώρας στο 60% βρίσκεται στο επίκεντρο της ηγεσίας του υπουργείου Υγείας από το 2011, ωστόσο η υλοποίησή του δρομολογήθηκε ταχέως επί υπουργίας Γεωργιάδη. Ο τελευταίος προκειμένου να επιτύχει τον στόχο του βάζει στο παιχνίδι τους φαρμακοποιούς, δίνοντάς τους φορολογικά κίνητρα. Με την τροπολογία ορίζει ότι τα φαρμακεία δεν υπόκεινται σε κανένα rebate – επιστροφές δηλαδή προς τα Ταμεία για τους τζίρους τους που αφορούν γενόσημα.

Ενα στα δύο φάρμακα που κυκλοφορούν στη χώρα μας είναι γενόσημο. Σύμφωνα με τη βάση δεδομένων του ΕΟΦ, στην Ελλάδα διακινούνται 6.796 φάρμακα και από αυτά τα 3.423 είναι γενόσημα. Στην παραγωγή γενοσήμων στηρίζεται η εγχώρια φαρμακοβιομηχανία, ωστόσο σε αυτόν τον τομέα δραστηριοποιούνται και πολυεθνικές φαρμακευτικές εταιρείες που παράγουν πρωτότυπα.
Ενδεικτικά, αναφέρεται το top 3 των φαρμακοβιομηχανιών που παράγουν γενόσημα: πρόκειται για τις εταιρείες Boehringher (κύκλος εργασιών το περασμένο έτος 244 εκατ. ευρώ), ΒΙΑΝΕΞ (240 εκατ. ευρώ) και ΦΑΜΑΡ (121 εκατ. ευρώ). Ξένες εταιρείες που διεκδικούν σημαντικό μερίδιο γενοσήμων είναι η ισραηλινή TEVA, η Novartis, που έχει δική της εταιρεία γενοσήμων, η Sandoz, η Merc Generics, η Specifar, μέλος του αμερικανικού ομίλου Watson, και η αμερικανική Mylan.

Η κόκκινη γραμμή των Ελλήνων φαρμακοβιομηχάνων αφορά στην τιμολόγηση των γενοσήμων.

Προ μνημονίου στην Ελλάδα τα γενόσημα είχαν τιμή ίση με εκείνη που είχαν τα πρωτότυπα -μάλιστα παράγοντες της αγοράς μιλούσαν τότε για «καρτέλ γενοσήμων»- και η εκάστοτε κυβέρνηση προτιμούσε να αναφέρεται σε στήριξη της εθνικής φαρμακοβιομηχανίας, ενός σημαντικού παραγωγικού και εξαγωγικού κλάδου. Αυτό που δεν αμφισβητείται, πάντως, είναι το μεγάλο περιθώριο κέρδους που είχαν οι ελληνικές φαρμακοβιομηχανίες, δεδομένου ότι παρήγαγαν αντίγραφα φάρμακα τα οποία κοστολογούνταν όσο τα πρωτότυπα. Για παράδειγμα, μπορεί να υπήρχαν 106 αντίγραφα ενός φαρμάκου για τη γαστροπροστασία, τα οποία είχαν την ίδια σχεδόν τιμή με το πρωτότυπο.

Η επίμαχη τροπολογία για τα γενόσημα προβλέπει ότι θα μειωθεί κατά 50% η τιμή των φαρμάκων των οποίων έληξε η πατέντα μετά το 2012 και εφόσον υπάρχει γι’ αυτά γενόσημο. Οι μειώσεις τιμών αφορούν περίπου 100 φάρμακα, σύμφωνα με τον ΕΟΦ. Τον βασικό πυρήνα, ωστόσο, αυτών των φαρμάκων αποτελούν σκευάσματα μεγάλων πολυεθνικών, τα οποία σημείωναν σημαντικές πωλήσεις στη χώρα μας, όπως και στις άλλες χώρες κυκλοφορίας τους.

Το δραστικό αυτό ψαλίδισμα στα off patent φάρμακα θα συμπαρασύρει και τα γενόσημά τους, η τιμή των οποίων θα συρρικνωθεί στο 65% της τιμής του φαρμάκου αναφοράς τους. Σε ό,τι αφορά τα φάρμακα πριν από το 2012, θα εφαρμοστούν οριζόντιες μειώσεις τιμών με υπουργική απόφαση. Το τελευταίο έτος οι πωλήσεις των φαρμάκων ανέρχονται σε 5,5 δισ. ευρώ. Από αυτά, τα 912 εκατ. ευρώ αφορούν στις πωλήσεις γενοσήμων, ενώ σε ό,τι αφορά την προέλευσή τους στη συντριπτική πλειονότητα τους πρόκειται για ελληνικά φάρμακα. Είναι προφανές ότι η φαρμακευτική πίτα των 912 εκατ. ευρώ που μοιράζονται οι Ελληνες φαρμακοβιομήχανοι συρρικνώνεται πλέον σημαντικά με την τροπολογία που αφορά στη μείωση της τιμής των φαρμάκων που έχασαν την πατέντα τους τα τελευταία δύο χρόνια.

Οι ελληνικές εταιρείες γενοσήμων όμως αντιδρούν σφόδρα και στην πτυχή της τροπολογίας Γεωργιάδη περί δυναμικής τιμολόγησης. Πλέον προβλέπεται ότι τα γενόσημα φάρμακα ενός πρωτοτύπου δεν θα λαμβάνουν όλα την ίδια τιμή, αλλά διαφορετική και ανάλογη με τον χρόνο κυκλοφορίας τους, με φθίνουσα πορεία. Οι Ελληνες φοβούνται δηλαδή ότι δεν θα προλαβαίνουν τις ξένες εταιρείες, οι οποίες είναι ερευνητικά και επιστημονικά πιο ανταγωνιστικές και συνεπώς πιο έτοιμες να κυκλοφορήσουν ένα νέο γενόσημο φάρμακο επομένως θα παίρνουν καλύτερες τιμές από τις ελληνικές.

Η θέση των ελληνικών εταιρειών είναι δυσμενής εξαιτίας και του γεγονότος ότι η αδειοδότηση από τον ΕΟΦ είναι εξαιρετικά χρονοβόρα (διαρκεί έως και έναν χρόνο!) την ώρα που μία αμερικάνικη, για παράδειγμα, εταιρεία μπορεί να πάρει άδεια σε ελάχιστες εβδομάδες.

Παναγιώτα Καρλατήρα