Τεράστιο κόστος προσαρμογής με μικρό αποτέλεσμα. Αυτή είναι η εικόνα που αναδεικνύεται από την ενδιάμεση έκθεση του διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδας Γ. Προβόπουλου για τη νομισματική πολιτική.

Στην έκθεση διατυπώνονται κεντρικές προβλέψεις για -αναιμική- οικονομική ανάπτυξη 0,5% το 2014 και μείωση της ανεργίας κατά μόλις μία ποσοστιαία μονάδα το 2014, ενώ ο στόχος του πρωτογενούς πλεονάσματος χαρακτηρίζεται εφικτός.

Ωστόσο, στα οικονομικά στοιχεία που παρατίθενται στην έκθεση αναδεικνύεται μια σκληρή εικόνα: Ενώ η μείωση του κόστους εργασίας, λόγω μείωσης των αμοιβών και της μεγάλης ανεργίας ξεπέρασε ακόμα και τους στόχους που είχαν τεθεί από το ίδιο το μνημόνιο (έφτασε το 21,7%, ενώ ο στόχος ήταν 15%), η ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας δεν έχει αποκατασταθεί, σύμφωνα τουλάχιστον με τους στόχους που έχουν τεθεί από το πρόγραμμα.

Είναι ενδεικτικό ότι οι εξαγωγές, στις οποίες υποτίθεται ότι βασίζονται οι ελπίδες για ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας, δεν κινούνται με τους αναγκαίους ρυθμούς, ενώ είναι εξαιρετικά δύσκολο -αν όχι απίθανο- η εσωτερική ζήτηση ή οι επιχειρηματικές επενδύσεις θα ανακάμψουν ουσιαστικά, με βάση τουλάχιστον τα στοιχεία.

Ο κ. Προβόπουλος, διατυπώνει μεν πρόβλεψη για “αναιμική” ανάπτυξη το 2014 της τάξης του 0,5% και για μείωση του μέσου ποσοστού ανεργίας κατά μια ποσοστιαία μονάδα και παραθέτει μια σειρά από ενδείξεις βελτίωσης, όπως: η βελτίωση του δείκτη επιχειρηματικών προσδοκιών ή το γεγονός ότι μπορεί μεν η βιομηχανική παραγωγή να μειώθηκε κατά 3,6% το εννεάμηνο του 2013, αλλά ο δείκτης για το τζίρο στη βιομηχανία που απευθύνεται στο εξωτερικό κινείται ανοδικά στο ίδιο διάστημα και μάλιστα ταχύτερα από ότι το 2012.

Στην έκθεση αναφέρεται ότι το κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος υποχώρησε περισσότερο από ότι προέβλεπε το μνημόνιο, δηλαδή κατά 21,7%, ενώ ο στόχος ήταν 15% για το διάστημα 2012-2014.

Παρόλα αυτά, καταγράφεται και το γεγονός ότι δεν έχει καλυφθεί πλήρως η απώλεια ανταγωνιστικότητας που σημειώθηκε το 2001-2009, καθώς οι τιμές έχουν υποχωρήσει λιγότερο από το κόστος εργασίας, ενώ οι επιχειρήσεις επηρεάστηκαν δυσμενώς από την αύξηση του κόστους στην ενέργεια αλλά και τις στρεβλώσεις που χαρακτηρίζουν την εγχώρια αγορά προϊόντων.

Όπως επισημαίνεται, σε όρους διαρθρωτικής ανταγωνιστικότητας που είναι και η ουσιαστικότερη, η Ελλάδα συνεχίζει να κατατάσσεται στις χαμηλότερες θέσεις μεταξύ των ανεπτυγμένων οικονομιών, αν και καταγράφεται πρόοδος στην προσαρμογή στις ντιρεκτίβες κυρίως του ΟΟΣΑ. .

Η κατάσταση αυτή αντανακλάται και στην πορεία των εξαγωγών αγαθών και υπηρεσιών, οι οποίες σημείωσαν μεν μια μικρή άνοδο της τάξης του 2% στο εννεάμηνο του 2013 (ήταν πτωτικές κατά -2,4%) το 2012), αλλά η ίδια η ΤτΕ θέτει το ερώτημα στην έκθεσή της, εάν η άνοδος αυτή είναι διατηρήσιμη δεδομένων των μεγάλων προβλημάτων που αντιμετωπίζουν τα ελληνικά προϊόντα στο εξωτερικό. Και αυτά είναι το χαμηλό τεχνολογικό περιεχόμενο των εξαγωγών και η έλλειψη εθνικής στρατηγικής για την προώθηση προϊόντων ετικέτας.

Έτσι, παρόλο που στην έκθεση διατυπώνεται η πρόβλεψη ότι θα υπάρχει πρόοδος στο ισοζύγιο με το εξωτερικό (ισοζύγιο πληρωμών) με πλεόνασμα 1% του ΑΕΠ φέτος και 2% του ΑΕΠ το 2014, οι συντάκτες της έκθεσης διατυπώνουν και το ερώτημα εάν οι προβλέψεις θα επαληθευτούν.

Επίσης επισημαίνουν ότι η μεγάλη μείωση του εμπορικού ελλείμματος οφείλεται κατά κύριο λόγο στη μείωση των εισαγωγών καυσίμων, ενώ οι Έλληνες εξαγωγείς δεν κατάφεραν να διατηρήσουν και το 2013 τη στροφή σε αγορές εκτός ευρωζώνης που παρουσιάστηκε το 2012.

Επιπλέον, όπως προκύπτει από τα στοιχεία της ΤτΕ η άνοδος των εξαγωγών οφείλεται κυρίως σε προϊόντα χαμηλής προστιθέμενης αξίας, όπως τα τρόφιμα και ποτά, που μαζί με τα μη μεταλλικά ορυκτά και τα φαρμακευτικά είναι οι μόνοι κλάδοι που αύξησαν τις εξαγωγές τους από το το 2008 έως το 2013.

Η υποχώρηση των τιμών

Στην έκθεση του διοικητή της ΤτΕ διατυπώνονται ανησυχίες για το ενδεχόμενο να συνεχιστεί η υποχώρηση των τιμών (αποπληθωρισμός), αφού αυτή μετριάζει μεν την απώλεια του πραγματικού εισοδήματος, αλλά εάν συνεχιστεί με ένταση για μεγάλο χρονικό διάστημα προσθέτει αβεβαιότητα στην οικονομία και τις προσδοκίες ενώ επιβαρύνει και τη δυναμική του δημοσίου χρέους.

Άλλωστε, σημειώνεται ότι η μείωση των τιμών σε πολλές κατηγορίες αγαθών αντισταθμίστηκε από την άνοδο των τιμών στα τρόφιμα.

Η μείωση της κατανάλωσης

Η μείωση της ιδιωτικής κατανάλωσης συνέβαλε σε μεγάλο βαθμό στην ύφεση το 2013, η οποία αποδίδεται στη μείωση του διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών και την ανεργία, γεγονός που οδήγησε τα νοικοκυριά να καταναλώνουν πλούτο που είχαν συσσωρεύσει τα προηγούμενα χρόνια, με αποτέλεσμα οι αποταμιεύσεις να κινούνται αρνητικά και το 2013.

Η πρόβλεψη είναι ότι η ιδιωτική κατανάλωση θα υποχωρήσει και το 2014, αν και με ηπιότερο ρυθμό σύμφωνα με την ΤτΕ η οποία βασίζεται για την πρόβλεψη αυτή στο γεγονός ότι ο δείκτης καταναλωτικής εμπιστοσύνης από το -75% το πρόωτο 11μηνο του 2012… βελτιώθηκε και έφτασε στο -69 το ίδιο διάστημα του 2013.

Ακίνητα

Αρνητική είναι και η εξέλιξη στην αγορά κατοικίας, όπου προβλέπεται ότι η πτώση των τιμών θα συνεχιστεί και το 2014, με εξαίρεση την αγορά παραθεριστικών κατοικιών (δείτε περισσότερα εδώ).

Η πρόβλεψη είναι ότι οι επενδύσεις σε κατοικίες θα συνεχιστεί και το 2014, ενώ αναμένεται και βελτίωση στις επιχειρηματικές επενδύσεις (χωρίς να προσδιορίζεται περαιτέρω η πρόβλεψη) οι οποίες το πρώτο εξάμηνο του 2013 ήτνα κατά 35% χαμηλότερες από ότι το ίδιο δάστημα του 2008.

Γ.Χ.Π