Στο πένθος βυθίστηκε ο ιατρικός κόσμος της χώρας λόγω του θανάτου του ιδρυτή της Βιοϊατρικής Ευάγγελου Σπανού.

Ο επιχειρηματίας και διακεκριμένος επιστήμονας «έφυγε» τα ξημερώματα σε ηλικία 76 ετών ύστερα από πολυήμερη μάχη με τον κορωνοϊό.

Νοσηλευόταν στη Μονάδα Εντατικής Θεραπείας του νοσοκομείου «Σωτηρία».

Ο δημιουργός του ομίλου «Βιοϊατρική» με τους 3.000 εργαζομένους είναι το 109ο θύμα από την πανδημία στη χώρα μας.

Ο Ευάγγελος Σπανός γεννήθηκε το 1943 στη Σίνδο Θεσσαλονίκης και όπως είχε πει ο ίδιος πρόσφατα σε συνέντευξή του στην Καθημερινή, μεγάλωσε σε μια Ελλάδα ρημαγμένη που έβγαινε από ένα εμφύλιο πόλεμο. Δεν θυμάται όπως έλεγε ποτέ να έκανε ως παιδάκι αυτό που λέμε διακοπές, όταν δεν είχε σχολείο δούλευε στα χωράφια της οικογένειας για να βοηθήσει. Είχαν βαμβάκια οι δικοί του.

Το ξυπόλητο αγόρι που μεγάλωσε με «ξερό» ψωμί αποφάσισε στην τρυφερή ηλικία των 13 ετών ότι θα έκανε ότι καλύτερο μπορούσε για να αλλάξει τη ζωή του. Να ξεφύγει από τη φτώχια και από την αγροτιά που τον ήθελε ο πατέρας. Και τα κατάφερε… Σχολείο πήγε γιατί η αναλφάβητη μάνα του είχε δει το πάθος του για τη χημεία και «πάτησε πόδι» αναγκάζοντας τον πατέρα του να στον στείλει και να τελειώσει ακόμα και το γυμνάσιο. Το όνειρό της ήταν να τον δει γιατρό και το δικό της όνειρο το έκανε και δικό του όνειρο.

Το 1969 πήρε το πτυχίο Ιατρικής από το Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, ενώ το 1979 παίρνει PhD στην Εργαστηριακή Ενδοκρινολογία, από Πανεπιστήμιο του Λονδίνου.

Ο Ευάγγελος Σπανός το 1981 ξεκινά τη λειτουργία της Βιοϊατρικής. Το 1986 δημιουργεί το πρώτο πολυδύναμο διαγνωστικό κέντρο στην Ελλάδα.

Σε συνέντευξή του στην εφημερίδα Καθημερινή, είχε δηλώσει ότι «ο Βρετανός καθηγητής μου με παρότρυνε να ανοίξω δικό μου εργαστήριο. “Πώς, αφού δεν έχω χρήματα;”, του είπα. “Θα σε βοηθήσω εγώ”, μου απάντησε. Με μετοχικό κεφάλαιο 200.000 δραχμές το 1981 ανοίξαμε ένα μικρό ενδοκρινολογικό εργαστήριο, στην οδό Μιχαλακοπούλου. Η σύζυγός μου ήταν τηλεφωνήτρια και αιμολήπτρια, εγώ, μαζί με μια βοηθό, έκανα τις εξετάσεις. Με πλεονεκτήματα την εισαγωγή ραδιοϊσοτόπων στον προσδιορισμό των ορμονών, για πρώτη φορά στον ιδιωτικό τομέα, και την εφαρμογή τεχνικών ποιοτικού ελέγχου, γίναμε γνωστοί και δεν σταματήσαμε να αναπτυσσόμαστε».

Στην ίδια εκείνη συνομιλία περιέγραφε τα πρώτα χρόνια της ζωής του: «Μεγάλωσα σε μια Ελλάδα ρημαγμένη, που έβγαινε από τον Εμφύλιο. Διακοπές δεν έκανα ποτέ ως παιδί. Όταν δεν είχα σχολείο, τα καλοκαίρια, από τις έξι το πρωί μέχρι το βράδυ δούλευα στα χωράφια μας. Ποτίζαμε τα βαμβάκια. Ήμασταν ξυπόλυτοι μέσα στα νερά, με εκατομμύρια κουνούπια γύρω μας. Στο χωριό υπήρχε μόνο ένας φούρνος. Όσους είχαν τη δυνατότητα να τρώνε αγοραστό ψωμί, τους ζηλεύαμε. Στα περισσότερα σπίτια οι γυναίκες έφτιαχναν το δικό τους ψωμί, σε μεγάλες ποσότητες, για να περάσει η οικογένεια μια ολόκληρη εβδομάδα. Τις πρώτες μέρες ήταν καλό, μετά γινόταν σκληρό, σαν πέτρα, δεν τρωγόταν. Σε ηλικία δεκατριών ετών είχα ήδη αποφασίσει πως θα έκανα ό,τι μπορούσα, θα εργαζόμουν σκληρά ώστε να ξεφύγω από αυτή τη φτώχεια».

Το 2001 προχώρησε στην εξαγορά της πρώτης κλινικής. Συγχρόνως κυκλοφόρησε το πρώτο του βιβλίο με θέμα «Εργαστηριακή ενδοκρινολογία».

Λίγα χρόνια αργότερα το 2006, κυκλοφόρησε το βιβλίο του «Κλινική χημεία» ενώ, το 2013 πήρε το βραβείο «αυτοδημιούργητου επιχειρηματία» από την Ernst & Young.

Πριν από λίγες ημέρες, ο όμιλος Βιοϊατρική άρχισε να κατασκευάζει ασπίδες προσώπου με τρισδιάστατους εκτυπωτές (3D printers), για την προστασία των επαγγελματιών υγείας, τις οποίες έθεσε στη διάθεση της Γενικής Γραμματείας Πολιτικής Προστασίας.

Η ασπίδα σχεδιάστηκε από το Τμήμα Έρευνας & Τεχνολογίας της Διεύθυνσης Πληροφορικής του Ομίλου και κατασκευάστηκε στα εργαστήριά του με τεχνολογίες τρισδιάστατης εκτύπωσης. Η σχεδίαση βασίστηκε σε διεθνή σχέδια, αλλά προσαρμόστηκε στις ιδιαιτερότητες της ελληνικής αγοράς. Τα σχέδια κατασκευής διατέθηκαν δωρεάν προς κάθε ενδιαφερόμενο.

Ήταν παντρεμένος με την Ανδρομάχη Σπανού και απέκτησαν δύο παιδιά, τον Γιώργο και τη Δήμητρα. Το καταφύγιό του ήταν το εξοχικό του στις Σπέτσες, όπου ψάρευε, καλλιεργούσε φρούτα και λαχανικά και ζούσε χαλαρές στιγμές με τη σύζυγό του, τα παιδιά τους και τα επτά εγγόνια τους.