Στο σχεδιασμό για την αξιοποίηση του κτιρίου Α2 εντός του πρώην στρατοπέδου Παύλου Μελά, με την αναπαλαίωση και την διαμόρφωση του, ώστε να χρησιμοποιηθεί ένα μέρος του ως κτίριο διοίκησης του τοπικού δήμου και ένα μέρος του ως Μουσείο Εθνικής Αντίστασης, αναφέρθηκε σε ημερίδα στο Πολιτιστικό Κέντρο «Χρήστος Τσακίρης» ο δήμαρχος Παύλου Μελά, Δημήτρης Δεμουρτζίδης.

Την εκδήλωση διοργάνωσαν στελέχη της σύμπραξης που δημιουργήθηκε για το έργο, από την Αναπτυξιακή Μείζονος Αστικής Θεσσαλονίκης (ΜΑΘ), τη Μονάδα Οργάνωσης & Διαχείρισης Αναπτυξιακών Προγραμμάτων (ΜΟΔ ΑΕ) του υπουργείου Οικονομίας και του δήμου Παύλου Μελά, υπό την αιγίδα των υπουργείων Εσωτερικών και Οικονομίας και Ανάπτυξης.

«Είναι επιτέλους καιρός να αποκτήσει αυτό το παρελθόν τη σημασία που του αξίζει» είπε ο δήμαρχος.

Ο δήμαρχος αναφέρθηκε στη χρηματοδότηση από το πρόγραμμα του ΥΠΟΙΚΑΝ, το ΕΠΑΝΕΜ, από το οποίο εξασφαλίζονται περίπου δυόμιση, από τα τέσσερα εκατομμύρια εκατόν πενήντα χιλιάδες ευρώ, που απαιτούνται για την ανακατασκευή του κτιριακού συγκροτήματος και τα οποία θα εξευρεθούν από άλλες πηγές. Το κτίριο θα στεγάσει υπηρεσίες του δήμου και το Μουσείο Εθνικής Αντίστασης, είπε ο κ. Δεμουρτζίδης και πρόσθεσε:

«Με την κατάλληλη διαμόρφωση των κτιρίων εσωτερικά και εξωτερικά επιτυγχάνεται η λειτουργική επανένταξη τους στον ιστό της πόλης, συμβάλλοντας άμεσα και έμμεσα στην οικονομική και κοινωνική ανατροφοδότηση των αστικών περιοχών».

Ευχαρίστησε την κυβέρνηση για τις ενέργειες της για την απόδοση του μητροπολιτικού πάρκου προ διετίας στην τοπική κοινωνία, χωρίς την οποία δε θα μπορούσε να προχωρήσει, όπως είπε, ο σχεδιασμός για το μητροπολιτικό πάρκο Παύλου Μελά και για το μουσείο.

Χαιρετισμός αναπληρωτή γενικού προξένου της ΟΔΓ Carsten Muller

Ο αναπληρωτής γενικός πρόξενος της ΟΔΓ στη Θεσσαλονίκη Carsten Muller αναφέρθηκε σε παιδικά βιώματα, μεγαλώνοντας στην πόλη Stadtallendorf – μέχρι τη δεκαετία του 1960 ονομαζόταν Allendorf – εκατό χιλιόμετρα βόρεια της Φραγκφούρτης, όπου το 1988 σαράντα χρόνια μετά τον Β’ΠΠ ανεγέρθηκε ένα μνημείο για τα θύματα του ναζισμού.

Ο ίδιος και οι άλλοι κάτοικοι της πόλης αντίκριζαν το τεράστιο βιομηχανικό συγκρότημα, που δέσποζε σε κοντινή απόσταση, που εκείνη την εποχή στέγαζε εκθέσεις και κάποιες εταιρίες, όμως αυτός ο ίδιος χώρος αποτέλεσε ένα από τα μεγαλύτερα στρατόπεδα καταναγκαστικής εργασίας, «ανθρώπων, είκοσι ενός εθνικοτήτων» κατά τη ναζιστική περίοδο.

Σε αυτό το θηριώδες συγκρότημα, το «τέλεια καμουφλαρισμένο από την πυκνή δάσωση», κατά το διάστημα 1938-39, δύο γερμανικές εμπορικές εταιρίες ξεκίνησαν να κατασκευάζουν εκρηκτικές ύλες, ΤΝΤ, χημικά και άλλα υλικά για τη γόμωση για βομβών και ναρκών θαλάσσης για λογαριασμό του γερμανικού στρατού, είπε ο αναπληρωτής γενικός πρόξενος της ΟΔΓ και συνέχισε:

«Το 1941 οι εξαναγκασμένοι σε καταναγκαστικά έργα εργάτες έφτασαν τους 17.000. Τον Αύγουστο του 1944 έφτασαν σε ένα κοντινό camp, παράρτημα του Buchenwald, άλλες χίλιες γυναίκες, εβραίες, από την Ουγγαρία».

Ο κ. Muller θυμάται χαρακτηριστικά ότι όταν ήταν παιδί, συγγενείς του, ο παππούς του – ο οποίος πολέμησε στο Ανατολικό Μέτωπο και φυλακίστηκε για πολλά χρόνια στην Σιβηρία -όσο και άλλοι κάτοικοι, για μεγάλο διάστημα μετά τον πόλεμο, δεν αναφερόταν σε όσα τραγικά συνέβησαν εκεί. Επεδείκνυαν παντελή «έλλειψη ενδιαφέροντος» για το τι είχε γίνει εκεί. Ακόμη και γονείς του κ. Muller – τότε στην ηλικία των είκοσι ετών – αγνοούσαν παντελώς αυτά τα γεγονότα, παρόλο που το συγκρότημα βρισκόταν πολύ κοντά στο σπίτι τους. Το ίδιο και οι άλλοι κάτοικοι της πόλης, οι οποίοι δεν εκδήλωναν κανένα ενδιαφέρον, να μάθουν τι είχε συμβεί εκεί στη διάρκεια της ναζιστικής περιόδου. Η πόλη για μεγάλο διάστημα δεν αναφερόταν στο παρελθόν της.

«Ένας γερμανός δημοσιογράφος, εκδότης και σκηνοθέτης ο Ralph Giordano που ασχολήθηκε με το Ολοκαύτωμα και τις συνέπειες του, περιέγραψε αυτή την έλλειψη ενδιαφέροντος μετά το 1945, ως μια «δεύτερη ενοχή», μια καταστολή και άρνηση της πρώτης ενοχής» είπε ο κ. Muller.

Ο κ. Muller σημείωσε, ότι μόλις κατά τη δεκαετία του ’80, μετά από αίτημα των Πρασίνων άρχισε να συζητείται στην πόλη η ανάδειξη της τοπικής μνήμης για τις βιαιότητες των ναζί στην περιοχή και έπειτα από λίγα χρόνια στήθηκε και το μνημείο για τα θύματα της ναζιστικής περιόδου.

Ο κ. Muller ανέφερε, ότι όταν συναντήθηκε για πρώτη φορά με τον κ. Δεμουρτζίδη συζήτησε μαζί του για την προοπτική δημιουργίας του χώρου μνήμης στο πάρκο του «Παύλου Μελά» και μεσολάβησε, ώστε να αλληλογραφήσουν απευθείας με την πόλη του Stadtallendorf . Πρόσθεσε ότι έχει και θα επιδώσει στον δήμαρχο Παύλου Μελά την απαντητική επιστολή από τις αρχές του Stadtallendorf για να επικοινωνήσουν και να μοιραστούν τις εμπειρίες των δύο περιοχών την περίοδο του ναζισμού και να έρθουν σε επαφή για την ανάδειξη της ιστορικής μνήμης.

Δηλώσεις ιστορικών Στ. Δορδανά και Γ. Αντωνίου

Σε δηλώσεις του, στο περιθώριο της ημερίδας, ο ιστορικός Στράτος Δορδανάς τόνισε ότι είναι ευκαιρία να αναδειχθεί η ιστορία και του στρατοπέδου Παύλου Μελά, αλλά και της ευρύτερης περιοχής της Β. Ελλάδας, ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια της κατοχής και της εθνικής αντίστασης.

Ο κ. Δορδανάς τόνισε ότι είναι σημαντικό να περιλαμβάνει ντοκουμέντα από την περίοδο της τριπλής κατοχής και να αναδείξει τόσο τις ηρωικές, αλλά και τις σκοτεινές στιγμές της ιστορίας εκείνης της περιόδου. «Μας ενδιαφέρει η οπτική και η πρόσληψη αυτών των φαινομένων μέχρι σήμερα από το κοινωνικό σώμα» δήλωσε ο κ. Δορδανάς.

Από την πλευρά του, ο ιστορικός Γιώργος Αντωνίου υπογράμμισε ότι το πρώην στρατόπεδο εκείνη την περίοδο της ναζιστικής κατοχής ήταν «ο φόβος και ο τρόμος», καθώς μέσα σε αυτό εγκλείστηκαν χιλιάδες από τις ναζιστικές δυνάμεις, βασανίστηκαν και πολλοί εκτελέστηκαν.

«Είναι σημαντική παρακαταθήκη για το μέλλον της Θεσσαλονίκης, να υπενθυμίσουμε , να προσπαθήσουμε να εκπαιδεύσουμε τη νέα γενιά, όχι μόνο με γνώσεις, αλλά και με κατανόηση για την περίοδο της κατοχής. Στην ουσία να την εξοπλίσουμε για το μέλλον, όχι μόνο να την μορφώσουμε για το παρελθόν» δήλωσε ο κ. Αντωνίου.

Τη συζήτηση συντόνισε η διευθύντρια Ανάπτυξης του δήμου Παύλου Μελά, Παρασκευή Κούρτη.