Το πνιγηρά ζεστό απόγευμα της περασμένης Πέμπτης στο Αιγάλεω ο απελθών πρωθυπουργός αποχωριζόταν το σακάκι του αφήνοντάς το στα έμπειρα χέρια της Ρένας Δούρου προκειμένου να ανέβει άνετος και χαλαρός με ανασηκωμένα τα μανίκια του πουκαμίσου του στο πόντιουμ της προεκλογικής του ομιλίας.

Στη Πλατεία Εσταυρωμένου -επωνυμία που παρέπεμπε σε εύλογους συνειρμούς- ο Αλέξης Τσίπρας μάταια επιχειρούσε να μεταδώσει ενθαρρυντικά τον ρυθμικό παλμό του λόγου του στο σχετικά νωθρό ακροατήριο, του οποίου ο κεντρικός όγκος, πρωτοφανώς για ανοιχτές εκδηλώσεις του ΣΥΡΙΖΑ, καθόταν σε πολυθρόνες θερινού κινηματογράφου. Συγκρατημένα χειροκροτήματα ακολουθούσαν τις ορμητικές αποστροφές μιας επιπόλαιης επιθετικής ρητορικής και σχεδόν μια άτονη συγκατάβαση του καθήμενου κοινού συνόδευσε τον αγορητή όταν ξεσπάθωσε λέγοντας: «Όρθιοι συνεχίζουμε τη μάχη. Πιο αποφασισμένοι, πιο έμπειροι, πιο προσγειωμένοι, πιο γειωμένοι στην πραγματικότητα».

Η τελευταία του φράση αντανακλούσε, δίχως την οφειλόμενη αυτοκριτική συγγνώμη, την έμμεση παραδοχή ότι μέχρι τώρα αιθεροβατούσε αποσπασμένος από το έδαφος και πολιτικά υπερίπτατο της πραγματικότητας. Ήταν μια αποφορτισμένη έπαρση της σημαίας του ρεαλισμού που διαμήνυε στους μάλλον αμήχανους συγκεντρωμένους ότι μια ενδεχόμενη κυβέρνησή του, η οποία θα προκύψει από τις κάλπες, δεν θα έχει πλέον περιθώρια για παράτολμες τυχοδιωκτικές απογειώσεις. Προφανώς, αφού ξεχάστηκαν οι ζουρνάδες και τα νταούλια με τα οποία θα χόρευαν οι αγορές, είναι πλέον παρελθόν οι ηφαιστειώδεις εκρήξεις σε βάρος των δανειστών, διαγράφτηκαν τελεσίδικα οι κόκκινες γραμμές αφού προηγουμένως έγιναν αόρατες και έχει λησμονηθεί οριστικά η «εθνική και υπερήφανη διαπραγμάτευση», δεν απέμενε στον πρόεδρο του ΣΥΡΙΖΑ παρά να στολίζει φευγαλέα με περήφανες μεταξωτές κορδέλες το πακέτο των 12,5 δισ. που θα επιβαρύνει τους πολίτες ως το τέλος αυτής της χρονιάς.

Σωστά επισημάνθηκε από τους πολιτικά εμπειρότερους που παρευρίσκονταν στο Αιγάλεω ότι, προκειμένου να εκτεθεί στην ταπείνωση του αυτοοικτιρμού, απέφυγε κάθε αναφορά στον βαρύ λογαριασμό που ο ίδιος επέβαλε και κατέστησε αναγκαίο, ενώ εκτιμάτο ότι θα μπορούσε να το αποφύγει. Απλώς, γνωστοποίησε δεξιοτεχνικά στους επίδοξους ψηφοφόρους του ότι αν νικήσει στις εκλογές, ανεξάρτητα από ιδεολογικές προθέσεις, ταξική προέλευση, πολιτικές προσδοκίες και κοινωνικές αναφορές, το κόμμα του θα εφαρμόσει μια πολιτική παρόμοια με εκείνη των προκατόχων του μνημονιακών πρωθυπουργών. Με δυο λόγια, θεωρούν ότι ο «γειωμένος» Τσίπρας ερχόταν καθυστερημένος και εν μέρει απολογητικά να δικαιώσει τους Παπανδρέου, Παπαδήμο και Σαμαρά, τους οποίους μέχρι πρότινος κατήγγελλε περίπου ως δωσίλογους.
Την ίδια ώρα που στο Αιγάλεω ο Τσίπρας αποκήρυσσε ως πύρινος αντεξουσιαστής τις «κυβερνήσεις-κουρελούδες, κυβερνήσεις-ζόμπι, κυβερνήσεις μιας χρήσεως», στο περιστύλιο του Ζαππείου ο απαλλαγμένος αρχηγικών υποχρεώσεων Ευάγγελος Βενιζέλος ανέπνεε μάλλον ανακουφιστικά τον αέρα του κύρους της δικαίωσης που του απέδιδαν οι εξελίξεις στο πολιτικό σκηνικό. Ασπαζόμενος σταυρωτά τη νέα εκλεγμένη πρόεδρο του ΠΑΣΟΚ Φώφη Γεννηματά, ένιωθε σε προνομιακή θέση σε σχέση με το πρόσφατο χθες. Ως καλός γνώστης του ευρωπαϊκού πλαισίου και των υποχρεώσεων που αυτό θεσμικά συνεπάγεται, είχε σε ανύποπτο χρόνο δηλώσει πως προτιμά την έντιμη υποχώρηση από την εθνική βλάβη. Η οπισθοχώρηση της ιδεολογικά αυτάρεσκης Κουμουνδούρου από τις εμμονές της, η συμβιβαστική προσαρμογή της στη σκληρή πραγματικότητα και η άρον άρον συνθηκολόγησή της με την υιοθέτηση του επιχειρήματος «δεν υπήρχε άλλη λύση» επιβράβευαν τις προβλέψεις του οχληρότερα επικρινόμενου από τον ΣΥΡΙΖΑ πολιτικού. Παρόμοια αναγνώριση των προγνώσεών του περί ιδεοληψίας, ανευθυνότητας, απειρίας και διαχειριστικής ανεπάρκειας του κυβερνώντος ΣΥΡΙΖΑ ίσως να αισθανόταν και ο οργίλως κατακρινόμενος από την προηγούμενη κυβέρνηση Αντώνης Σαμαράς, όταν δύο μέρες νωρίτερα στεκόταν όρθιος ανάμεσα στο ακροατήριο της ομιλίας του νέου αρχηγού της Ν.Δ. Βαγγέλη Μεϊμαράκη στα παλιά γραφεία του κόμματος στη Ρηγίλλης. Για πρώτη φορά, άλλωστε, εδώ και επτά μήνες οι δημοσκοπήσεις ενδέχεται να επιβεβαιώσουν την εκτίμηση του πρώην πρωθυπουργού περί αριστερής παρένθεσης. Ωστόσο, το κατόπιν εορτής αίσθημα δικαίωσης των δύο πρωταγωνιστών της προ-προηγούμενης συγκυβέρνησης δεν μετριάζει την πικρία αμφοτέρων για την ανατροπή του σχεδιασμού τους να θέσουν τη χώρα σε πορεία ανάκαμψης. Όχι ότι δεν υπέπεσαν και οι ίδιοι σε σωρεία παλινωδιών και παραλείψεων, αλλά ακόμα και όταν επιδίδονταν ασταθώς σε ρηχές αντιμνημονιακές κορόνες επιχειρούσαν να θέσουν κομβικά τα θεμέλια πάνω στα οποία θα υλοποιούσαν, με άξονα το πρωτογενές πλεόνασμα, ένα πρόγραμμα ανασύνταξης της οικονομίας.

Μεγαθυμία

Η ανεπανόρθωτη βλάβη που ακολούθησε εξαιτίας των καταστροφικών επιλογών της δημιουργικής ασάφειας του Βαρουφάκη, των αλλεπάλληλων ολέθριων λαθών του μυωπικού απαράτ του Μαξίμου και των αδιεξόδων που ρυμουλκούνταν από τις κομματικές ιδεοληψίες της Κουμουνδούρου περί ρήξης με τους δανειστές θα μπορούσε να κάνει σήμερα τον Σαμαρά και τον Βενιζέλο χαιρέκακους απέναντι στον ζορισμένο Τσίπρα. Χαλαρά θα μπορούσαν να του απευθύνουν πως «εκεί που ήσουν ήμουνα κι εδώ που είμαι θα ‘ρθεις». Το αποφεύγουν όμως τόσο χάριν υπευθυνότητας και ευγένειας απέναντι στους πολιτικούς διαδόχους τους σε Χαριλάου Τρικούπη και Ρηγίλλης, αντιστοίχως, αλλά και λόγω της πολιτικής υστεροφημίας τους για τα κιτάπια της Ιστορίας. Η μνησικακία, άλλωστε, φανερώνει έλλειψη αστικού πολιτικού αυτοσεβασμού σε αντίθεση με την πλεονάζουσα τυφλή μοχθηρία όσων ιππεύουν το καλάμι του λαϊκισμού.

Από τη στιγμή μάλιστα που ο μέχρι προ ολίγων ημερών πρωθυπουργός πατάει σε ένα πολύ λεπτό και εύθραυστο στρώμα πάγου, επικαλυμμένο από ζαρωμένους ανθρώπους που είδαν το ψυχρό δρεπάνι του χάρου της δραχμής με τα μάτια τους και βιώνουν την κατάψυξη των capital controls, η θεμιτή αντίδραση των πολιτικά δικαιωμένων αντιπάλων του υπαγορεύεται από τη μεγαθυμία τους. Αποτελεί ίσως αυτή η στάση και μια υπόμνηση των αρετών της δημοκρατίας απέναντι σε ένα κόμμα όπως ο ΣΥΡΙΖΑ, που μετά την αποχώρηση σημαντικής μερίδας νεο-μπολσεβίκικης αντίληψης στελεχών του και την εσωτερική αμφισβήτηση άλλων βυθίζεται σε μια πρωτοφανή εσωτερική κρίση, το μέγεθος της οποίας δεν έχει ακόμα αναδυθεί. Τα μεταξύ τους, όμως, πολιτικά ξεκατινιάσματα στις εκατέρωθεν όχθες του ρήγματος, με Λαφαζάνη – Ζωή από τη μια και Τσίπρα – Παππά από την άλλη, καθιστούν έως και αμφίβολο το περιβόητο ηθικό πλεονέκτημα της Αριστεράς.

Η διάψευση των προσδοκιών

Δεδομένου ότι μετά την εσπευσμένη αποδοχή του τρίτου και σκληρότερου μνημονίου από την πλειοψηφική κοινοβουλευτική μερίδα του ΣΥΡΙΖΑ ακόμα και η ανάσυρση του διαβόητα αντιλαϊκού, αλλά με μέτρα ηπιότερης έντασης, «mail Χαρδούβελη» -που ποτέ δεν εγκρίθηκε από τους δανειστές αλλά σφράγισε αρνητικά τη συγκυβέρνηση Σαμαρά και Βενιζέλου- αποτελεί επίδειξη ενός πουκάμισου αδειανού. Οσο ακριβώς αφανής είναι πλέον και η προαναγγελία του ερχομού της ελπίδας, όταν οι 100 δόσεις που είχαν σχεδιαστεί από τη Ν.Δ. και το ΠΑΣΟΚ οδεύουν τώρα σε περιορισμό του αριθμού των δικαιούχων. Παράλληλα, η μείωση της εισοδηματικής συμμετοχής στον φόρο αλληλεγγύης, που επίσης επί προ-προηγούμενης συγκυβέρνησης είχε σχεδιαστεί, ακυρώθηκε από τη συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝ.ΕΛ. Αναπόφευκτα, η αυτοϋπονόμευση του πολιτικού κεφαλαίου του Τσίπρα με τη διάψευση των προσδοκιών που ασύστολα έσπειρε έφτασε να αναδεικνύει και ηθικά το πλεονέκτημα της αξιόπιστης ειλικρίνειας των προκατόχων του στη διακυβέρνηση της χώρας.

Οι Σαμαράς και Βενιζέλος, προ οκταμήνου τουλάχιστον, δεν πλειοδοτούσαν σε αυθαίρετες υποσχέσεις. Ανέμεναν μέχρι τον Φεβρουάριο του 2015, εφόσον παρέμεναν στην κυβέρνηση, την ολοκλήρωση της συμφωνίας με την τρόικα για το ευρωπαϊκό σκέλος του προγράμματος, υπενθυμίζοντας τη δέσμευση των εταίρων από τις αποφάσεις του Eurogroup του 2012 για επιβεβαίωση της βιωσιμότητας του χρέους. Προσδοκούσαν ακόμα ότι η χώρα θα επανερχόταν στην κανονικότητα του δανεισμού από τις αγορές, δίχως νέο δάνειο, νέο μνημόνιο, νέα τρόικα, αλλά μόνο με τις υποχρεώσεις κάθε κράτους-μέλους της Ευρωζώνης. Ηλπιζαν ακόμα σε συμφωνία με τους εταίρους για την περίοδο μετά το πρόγραμμα, καθώς υπήρχε πλέον επικυρωμένο από το 2013 το μόνιμο πρόγραμμα χρηματοδότησης από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας για την υποστήριξη της χώρας.

Πειστικοί ή όχι, εναπόθεταν τις ελπίδες τους για ανασύνταξη της χώρας ως κανονικού κράτους, μια σχετικά ανταγωνιστική οικονομία υπό τη συνομολογημένη επιτήρηση των δανειστών, στην πολιτική συγγένεια που μοιράζονταν αμφότεροι με τις κυρίαρχες ευρωπαϊκές κυβερνήσεις. Συντηρητικές οι μεν, σοσιαλδημοκρατικές οι δε, εκτιμούσαν πως όλο και κάποιο πρόσφορο έδαφος συνεννόησης θα έβρισκαν μαζί τους. Διακήρυσσαν ακόμη, με συγκρατημένη αισιοδοξία, ότι θα αναλάμβαναν την υποχρέωση να προβούν σε ανακουφιστικές ρυθμίσεις για τα κόκκινα δάνεια, καθώς και σταδιακές ελαφρύνσεις χωρίς μειώσεις μισθών και συντάξεων, με κοινωνικό μέρισμα και ρήτρα απασχόλησης. Μεριμνούσαν να κερδίσουν πολιτικό χρόνο προσαρμόζοντας τη ρητορική τους σε μια πολιτική αφήγηση για μια διαπραγμάτευση εθνικής συναίνεσης και εθνικού χρονοδιαγράμματος, ικανή να εξομαλύνει τις μνημονιακές τριβές και να απορροφήσει τους πιθανούς κραδασμούς από την αυστηρότητα των δανειστών.
Την ίδια στιγμή που το ηγετικό δίδυμο της συγκυβέρνησης Ν.Δ. – ΠΑΣΟΚ με κάποιο μίνιμουμ ορθολογισμό επιχειρούσε να ξεδιπλώσει με σχετική σύνεση, μετριοπάθεια και ψιλοφροντισμένη νοικοκυροσύνη ένα πρόγραμμα διεξόδου από την ήδη πεντάχρονη λιτότητα, το διαρκώς φτωχοποιούμενο εκλογικό σώμα, φοβούμενο περεταίρω οικονομική αποσάθρωση, όρθωσε στην κάλπη ανάχωμα στη δρομολόγηση των σχεδίων τους απαιτώντας άμεσο κλείσιμο του φαύλου μνημονιακού κύκλου. Δεν έχουν περάσει καν επτά μήνες απ’ όταν η εντυπωσιοθηρία των ανεπεξέργαστων εναλλακτικών λύσεων που πρόβαλλε ο ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος θα καταργούσε τα μνημόνια με έναν νόμο και ένα άρθρο, έστελνε τον Σαμαρά στην αξιωματική αντιπολίτευση και τον Βενιζέλο στην εκλογική πανωλεθρία του έβδομου κατά σειρά κόμματος.

Η γοητεία των υποσχέσεων

Ηταν η περίοδος όπου με στροβιλιστική ορμητικότητα ο κυβερνητικός πλέον ΣΥΡΙΖΑ με ακαταμάχητο βολονταρισμό, ο οποίος δεν σκιαζόταν από τη συνακόλουθη απαισιοδοξία της επίγνωσης της πραγματικότητας, θα άλλαζε την Ευρώπη. Η στέρεη εκλογική αποδοκιμασία της προηγούμενης κυβέρνησης ενθάρρυνε την αδάμαστη διεκδικητική ιδιοσυγκρασία απάντων. Από τα απλά μαχητικά μέλη έως τους αμέριμνους υπουργούς ουδείς υποψιαζόταν ότι σφύριζαν την έναρξη ενός ματς απογοητεύσεων και αδιεξόδων. Θα διέλυε, έτσι, το νικηφόρο κόμμα τους ολιγάρχες, θα έριχνε σε ανήλιαγα μπουντρούμια όσους έκλεψαν και έπαιξαν με τους θεσμούς, θα χτυπούσε με τον ίδιο κινηματικό ζήλο τους διαπλεκόμενους των καναλιών, των κατασκευαστικών, τους δυνάστες φραουλοπαραγωγούς και θα φορολογούσε τους ασύδοτους εφοπλιστές. Παράλληλα θα αναζωογονούσε τη δημοκρατία και το κράτος, ανακτώντας τη βάναυσα τρωθείσα συλλογική αυτοπεποίθηση του λαού με την αποφετιχοποίηση του νομίσματος, με την απελευθέρωση των διελεύσεων στα διόδια, με το άνοιγμα της ΕΡΤ, με την επαναπρόσληψη των καθαριστριών και λοιπών εκδιωχθέντων από το Δημόσιο, με την αποκατάσταση των αδικηθέντων ομολογιούχων, με την απαγόρευση του μπιρ παρά ξεπουλήματος της δημόσιας περιουσίας, με την κατάργηση του ΕΝΦΙΑ και την επάνοδο του κατώτατου μισθού, καθώς και της 13ης και 14ης σύνταξης κ.λπ. κ.λπ.

Εστω κι αν τα περισσότερα αιτήματα δεν εμπεριέχονταν στο «πλήρως κοστολογημένο» πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης, αλλά αποτελούσαν τις συνήθεις οχυρώσεις στα ιδεολογικά προτάγματα του παλιού εκλογικά μικρού ΣΥΡΙΖΑ, που βολευόταν στην καταγγελτική αντιπολίτευση και αρκούνταν στην κινηματική υπεράσπιση μειονοτικών δικαιωμάτων, η γοητεία των υποσχέσεων υπερέβαινε τους κυβερνητικούς ώμους του. Ποιος, άραγε, θα αρνιόταν τη διαβίωση με την προοπτική πλήρους απασχόλησης σε ένα προοδευτικό, μεταπελατειακό, δίκαιο και λειτουργικά φιλολαϊκό κράτος; Πόσο μάλλον, ποιος θα περιφρονούσε αφελώς μια ανοιχτή κοινωνία ευαισθητοποιημένη προς τα ατομικά δικαιώματα, τις ανθρωπιστικού χαρακτήρα δράσεις και τα οικολογικά ζητήματα, όπου τα ΜΑΤ θα έκαναν βάρδιες προστασίας των νηπιαγωγείων ενώ οι κορμοράνοι θα πετούσαν ανέμελοι στον βιότοπο Βοτανικού; Το όνειρο ξεκινούσε με τον απεγκλωβισμό της Βουλής από τα προστατευτικά κάγκελα, με τη γεύση της δικαίωσης ελαφρά γλυκανάλατη σαν το τραγούδι των τίτλων της εγχώριας ομώνυμης τηλεοπτικής σειράς. Και μετά ξημέρωσε για όλους τους ρομαντικούς θιασώτες μιας τσάμπα ευημερίας ο απροσδόκητος εφιάλτης. Θα ήταν περιττό να μνημονεύσει κανείς τις δραματικές συνέπειες της τρίμηνης σχοινοτενούς διαπραγμάτευσης του εριστικού Βαρουφάκη αν στο ίδιο διάστημα δεν αυξανόταν η ανεργία, δεν συρρικνωνόταν η καταναλωτική εμπιστοσύνη, δεν εκτοξεύονταν τα ασφάλιστρα κινδύνου έναντι χρεοκοπίας, δεν έμεναν στεγνές από ρευστότητα οι συστημικές τράπεζες, δεν κατεδαφίζονταν από μηδενικές σε αρνητικές οι επενδύσεις και δεν έβαζαν λουκέτο 60 επιχειρήσεις την ημέρα. Και φυσικά, σύμφωνα με τον νόμο του Μέρφι, ό,τι ήταν να πάει στραβά πήγε χειρότερα.

Επιστροφή στην ύφεση

Αλλωστε η Ελλάδα στο α’ τρίμηνο του 2015 επέστρεψε στην ύφεση. Εναν μόλις μήνα μετά την αντικατάσταση του υπουργού Οικονομικών στην ομάδα διαπραγμάτευσης, το ελληνικό χρηματιστήριο από τα 62 δισ. κεφαλαιοποίηση των εισηγμένων εταιρειών στις πρώτες ημέρες των ψηφοφοριών στη Βουλή για την εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας κατρακύλησε -τον Απρίλιο του 2015- στα 38 δισ. ευρώ. Το ίδιο διάστημα το ύψος των τραπεζικών καταθέσεων βυθίστηκε στο ναδίρ με 130 περίπου δισ. από τα 164 δισ. ευρώ τον Δεκέμβριο της περασμένης χρονιάς. Ακόμη, με την Πρώτη Φορά κυβέρνηση της Αριστεράς να δίνει προτεραιότητα στην εξυπηρέτηση του εξωτερικού χρέους και στην καταβολή μισθών και συντάξεων, οι εσωτερικές υποχρεώσεις του Δημοσίου διογκώθηκαν από τα 3,6 δισ. ευρώ στις αρχές της χρονιάς στα 4,7 δισ. στις αρχές Μαΐου. Επιπλέον, η κυβέρνηση μη πληρώνοντας τους προμηθευτές στέγνωσε κυριολεκτικά την οικονομία, ενώ στην αδυναμία της να αυξήσει το όριο έκδοσης εντόκων γραμματίων αποστράγγισε, προκειμένου να βρει πρόσθετη χρηματοδότηση, τα δημόσια ταμεία.
Αναπότρεπτα στο βομβαρδισμένο τοπίο με τα ερείπια των δημόσιων οικονομικών της χώρας ήρθαν τα capital controls για να τα κάνουν όλα λίμπα διαλύοντας τις υποσχέσεις για υλική ανακούφιση και ταυτόχρονα να κονιορτοποιήσουν κάθε προσδοκία για πολιτική αναγέννηση. Η προκήρυξη του δημοψηφίσματος, παρόμοιου με εκείνο που δεν αποτόλμησε ο Γιώργος Παπανδρέου και το οποίο τρόλαρε ο Αλέξη Τσίπρας από το 2011 προβλέποντας ότι «δημοψήφισμα με εκβιαστικά διλήμματα θα προκαλέσει… bank run και κατάρρευση των τραπεζών πολύ πριν φτάσουμε σε κάλπη…», έσπρωξε ολοσχερώς την οικονομία στην κατάψυξη.

Αν και η πραγματική επίδραση των κεφαλαιακών ελέγχων -γεγονός πρωτόγνωρο για τη σύγχρονη ελληνική οικονομία- δεν είναι δυνατόν να αποτιμηθεί άμεσα, καθώς είναι ένα φαινόμενο που ακόμα εξελίσσεται, τα πρώτα στοιχεία είναι συντριπτικά εις βάρος μιας οικονομίας με πολύ μικρό, λιγότερο του 20%, βαθμό αυτάρκειας. Σύμφωνα με τις μετριοπαθέστερες εκτιμήσεις, στο διάστημα 21-27 Ιουλίου εννιά στις δέκα επιχειρήσεις υπέστησαν μείωση του τζίρου κατά 50%, τρεις στις δέκα σημείωσαν μείωση πάνω από 70%, ενώ συνολικά η μείωση του κύκλου εργασιών ήταν μεσοσταθμικά 48%. Στο ίδιο διάστημα η κατανάλωση συρρικνώθηκε κατά 50% ή κατά 3,8 δισ. ευρώ, μείωση που οδήγησε σε απώλειες ύψους 570 εκατ. για το Δημόσιο από έμμεσους φόρους. Υπό την αδυναμία εκτέλεσης εισαγωγών και την απαίτηση προπληρωμής σε ποσοστό 100% των προμηθειών, αναμένεται ότι οι ελλείψεις σε εισαγόμενα αγαθά θα αγγίξουν το 28%, ενώ οι εξαγωγές θα μειωθούν κατά 10% στο δεύτερο τετράμηνο του 2015 σε σχέση με το αντίστοιχο περσινό τετράμηνο, γεγονός που φουντώνει το ζοφερό σενάριο να χαθούν προσεχώς περισσότερες από 250.000 θέσεις εργασίας. Ταυτόχρονα, επιδείνωση των προοπτικών της ελληνικής οικονομίας βλέπει η πρόσφατη έκθεση του ΔΝΤ, το οποίο θεωρεί βασική αιτία των δυσμενών του προβλέψεων την παρατεταμένη περίοδο αβεβαιότητας από τις αρχές του έτους. Ωστόσο η προσεκτική ανάγνωση της αριθμητικής και του υπολογισμού της γενικότερης σούμας δεν συγκαταλέγεται παλαιόθεν στα ατού της Αριστεράς, η οποία είναι μάλλον προσανατολισμένη στις μετακινήσεις της κοινωνικής δυναμικής, τις ταξικές συνθέσεις και τις τακτικιστικές μανούβρες ηγεμόνευσης στο πολιτικό πεδίο. Παρ’ όλα αυτά, η στοιχειώδης καταγωγική αξιοπρέπειά της πλήτετται πλέον ανεπανόρθωτα τόσο από την οικονομική επιδείνωση και τον ακρωτηριασμό των εισοδημάτων των λαϊκών στρωμάτων που επέφερε ως κυβέρνηση στη χώρα όσο και από την κατεπείγουσα υιοθέτηση όλων όσων λοιδορούσε, απευχόταν και κατήγγελλε σε όλους τους τόνους. Από αυτή και μόνο την άποψη οι «Σαμαροβενιζέλοι», όπως τους χαρακτήριζε ο ΣΥΡΙΖΑ, δεν επιδόθηκαν σε παρόμοιες ελαστικές κυβιστήσεις, ούτε υποδύθηκαν τους φακίρηδες με φλάουτο που θα ανόρθωναν σαν φίδι τη χρεοκοπημένη ελληνική οικονομία. Σε αντίθεση με τον απελθόντα πρωθυπουργό, που γοητευμένος, πιθανότατα, από την αίγλη του μαρτυρικού Τσακ Νόρις επιχείρησε να ανάψει φωτιά τρίβοντας δύο παγάκια.

«Οταν δεν ξέρεις πού πας, όλοι οι δρόμοι σε οδηγούν εκεί»

Σε αυτό το δυσοίωνα ψυχρό φόντο για τον ΣΥΡΙΖΑ, η αμφίθυμη ρητορική του προέδρου του δεν διακρίνεται πια από κανέναν ανατρεπτικό ριζοσπαστισμό. Οι εκκλήσεις του για μη επιστροφή στο παλιό δίχως την προσφορά νέων εργαλείων και ριζικά καινούριου πολιτικού σχεδίου, συνδυασμένες με έναν μονότονα λανθάνοντα φιλολαϊκισμό, παράγουν πια έναν μονότονα θαμπό βόμβο. Τόσο ακαθόριστο ώστε να αδυνατεί να διεμβολίσει την άμορφη μάζα των απογοητευμένων ψηφοφόρων του, όσο και παρωχημένα ασαφή και ιδεολογικά αραιωμένο, ικανό να αναδείξει δικαιωμένο τον παραδοσιακά, άμεσο, παλαιοκομματικό λόγο των προκατόχων του. Οχι γιατί ο Σαμαράς ή ακόμα και ο Βενιζέλος διακρίνονταν για την απόλυτη εκφραστική τους ευθύτητα, αλλά εξ εμπειρίας μια υποτυπώδη διαδρομή την είχαν χαράξει. Σε απόλυτο κοντράστ, όπως φαίνεται, με τον Αλέξη Τσίπρα, ο οποίος στη σύντομη έως τώρα πρωθυπουργική θητεία του βάλθηκε να δικαιώσει ως προς τον προορισμό του τον Αγγλο συγγραφέα της «Αλίκης στη χώρα των θαυμάτων» Λιούις Κάρολ, ο οποίος έλεγε «όταν δεν ξέρεις πού πας, όλοι οι δρόμοι σε οδηγούν εκεί».

Πηγή: protothema.gr