Του Γιάννη Μακρυγιάννη

Την απρόσκοπτη και κυρίως έγκαιρη ολοκλήρωση των διαπραγματεύσεων με τους δανειστές, ώστε μέχρι τις 18 Αυγούστου να υπάρχει συμφωνία και να εξυπηρετηθεί κανονικά η δόση των 3,2 δισ. ευρώ προς την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα στις 20 του μήνα, θέλει η κυβέρνηση για να αποφύγει νέες περιπέτειες, αλλά και να σχεδιάσει το συντομότερο τη λύση του πολιτικού αδιεξόδου, που δημιουργείται από την αντιμνημονιακή εξέγερση στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ.

Η πίεση από την «τρόικα plus» – δηλαδή τους εκπροσώπους της παλαιάς τρόικας, συν εκείνον του ESM – ή «κουαρτέτο», είναι ιδιαίτερα ασφυκτική, όμως το Μέγαρο Μαξίμου ευελπιστεί ότι: 

-πρώτον οι διαπραγματεύσεις θα ολοκληρωθούν σε σωστό χρόνο και δεν θα χρειαστεί ενδιάμεση συμφωνία, η λεγόμενη «συμφωνία γέφυρα», που θα αποσκοπεί στην έγκαιρη πληρωμή της δόσης προς το ΔΝΤ, αλλά θα φέρει ως προϋπόθεση κάποιο νέο νομοσχέδιο με προαπαιτούμενα.

-δεύτερον ότι η συμφωνία θα προβλέπει μία μεγάλη προκαταβολή της τάξεως ίσως και των 20-25 δισ. ευρώ, ώστε να καλυφθούν πλήρως και έγκαιρα όλες οι υποχρεώσεις του στο εξωτερικό, αλλά και στο εσωτερικό.

Το εγχείρημα δεν είναι εύκολο, καθώς ειδικά το ΔΝΤ έχει παρουσιάσει λίστα με πολλές απαιτήσεις, ωστόσο η κυβέρνηση βασίζει τις ελπίδες της στην πιο «χαλαρή» στάση της ευρωπαϊκής πλευράς (Κομισιόν, ΕΚΤ και ESM).

Η κυβέρνηση θέλει να τελειώσει το συντομότερο η φάση της διαπραγμάτευσης και η ένταξη της χώρας στο τριετές χρηματοδοτικό πρόγραμμα του ESM, έτσι ώστε να ξεκινήσουν αμέσως μετά οι διεργασίες και οι κινήσεις για την επίλυση του εσωτερικού πολιτικού προβλήματος. Είναι πλέον αντιληπτό ότι το χάσμα στον ΣΥΡΙΖΑ δεν πρόκειται να γεφυρωθεί, ενώ οι πιέσεις από την αντιπολίτευση θα αυξηθούν.

Αφετηρία αυτών των διεργασιών, όπως παραδέχεται και η ηγεσία του κυβερνώντος κόμματος, θα είναι η ψηφοφορία στη Βουλή για τη συμφωνία με τους δανειστές. Θεωρείται περίπου δεδομένο ότι θα υπάρξουν διαφοροποιήσεις από τουλάχιστον 30 βουλευτές του κόμματος, ανεξάρτητα από το εάν όλοι αυτοί συγκροτούν ή όχι ενιαίο μέτωπο.

Στην περίπτωση αυτή θα έχει επιβεβαιωθεί για μία ακόμη φορά, αλλά με εκκωφαντικό τρόπο πλέον, ότι η κυβέρνηση δεν έχει τη δεδηλωμένη και ότι είναι κυβέρνηση ανοχής. Εάν μάλιστα οι απώλειες είναι μεγαλύτερες και χαθεί ακόμη και το όριο των 120 βουλευτών, που θεωρείται το όριο για μία κυβέρνηση ανοχής, τότε οι εξελίξεις θα πάρουν τη μορφή χιονοστιβάδας αμέσως.

Έτσι κι αλλιώς ο κ. Τσίπρας θα πρέπει να πάρει αποφάσεις είτε προς την κατεύθυνση των εκλογών, είτε προς τη συγκρότηση μίας κυβέρνησης εθνικής συνεννόησης ή «ειδικού σκοπού», που θα στηρίζεται και στα κόμματα τα οποία ψηφίζουν αυτό τον καιρό τη συμφωνία με τους δανειστές (Ποτάμι, ΠΑΣΟΚ, ακόμη και ΝΔ).

Το Μαξίμου είναι φανερό ότι προτιμά την πρώτη επιλογή. «Δεν θα παραδώσουμε τη λαϊκή εντολή στους εκπροσώπους του χρεοκοπημένου πολιτικού συστήματος, που προσπαθεί να μπει ξανά στο προσκήνιο από την πίσω πόρτα» δήλωσε η κυβερνητική εκπρόσωπος Όλγα Γεροβασίλη, ενώ και ο αναπληρωτής υπουργός Μεταφορών Χρήστος Σπίρτζης «έδειξε» εκλογές, όπως έκαναν τις προηγούμενες ημέρες κι άλλοι συνάδελφοί του (Νίκος Βούτσης κ.α.).

Βέβαια και οι εκλογές δεν είναι εύκολο σενάριο, καθώς εξαρτάται κι από τις διαθέσεις των ευρωπαίων εταίρων, με δεδομένο ότι θα επηρεάσουν την οικονομία, άρα τα μεγέθη του προγράμματος, ενώ λέγεται ότι το Βερολίνο είναι επιφυλακτικό, καθώς δεν θέλει να προηγηθούν εκλογές στην Ελλάδα που μπορεί να τις κερδίσει η αριστερά, πριν από εκείνες της Ισπανίας, τον Οκτώβριο.

Κάποιοι υπουργοί πάντως, που βλέπουν κι αυτό το πρόβλημα εκτιμούν ότι ίσως είναι καλύτερα οι εκλογές να γίνουν αφού η κυβέρνηση εξασφαλίσει μία σοβαρή ρύθμιση για τη μείωση ή την ελάφρυνση του χρέους, άρα να στηθούν κάλπες σαφώς μετά τον Νοέμβριο.