Να αντικρούσει την κριτική που δέχθηκε για τη συνταγματική αναθεώρηση και τη διαδικασία που επέλεξε η κυβέρνηση, επιχείρησε ξεκινώντας την ομιλία του στη Βουλή ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας.

Μεταξύ άλλων, είπε:

Δεν υπάρχει προηγούμενο αναθεωρητικής διαδικασίας που να έχουμε συζητήσει περισσότερες φορές. Άδικη η κριτική ότι είναι εξπρές διαδικασία. Ατυχής και η τοποθέτηση περι άδειων εδράνων. Επαρκής η παρουσία των βουλευτών.

Ολοκληρώνεται σήμερα η πρώτη φάση της κορυφαίας κοινοβουλευτικής διαδικασίας που εκκίνησε με πρωτοβουλία της Κοινοβουλευτικής Ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ. Αυτό κάτι λέει. Το πολιτικό σύστημα που γνωρίσαμε να κυβέρνά επι 40 χρόνια είχε ευκαιρία να προχωρήσει σε τομές και δεν το τόλμησε. Ή όταν το τόλμησε οδηγήθηκε σε ρυθμίσεις όπως ο νόμος περι ευθύνης υπουργών που σε όλους μας πρέπει να προκαλεί ντροπή ή σε αναθεωρήσεις που κατέληξαν σε μη τολμηρές παρεμβάσεις.

Εμείς επιλέξαμε να προχωρήσουμε γιατί σε μια έννομη τάξη όπως η δική μας η συνταγματική αναθεώρηση είναι ακριβώς αυτό: Η κορυφαία κοινοβουλευτική διαδικασία και εμείς ως τέτοια την αντιμετωπίσαμε. Σε αντίθεση δυστυχώς με άλλους σε αυτήν εδώ την αίθουσα οι οποίοι επέλεξαν – ανεξαρτήτως απόψεων, δεν μιλώ τώρα για τις απόψεις, αλλά για την στάση μας απέναντι στην διαδικασία καθαυτή – επέλεξαν λοιπόν να παίξουν φτηνά αντιπολιτευτικά παιχνίδια με το Σύνταγμα.
Αυτό που κατηγορούν εμάς.

Προσπάθησαν να υπονομεύουν να σνομπάρουν την προσπάθεια για συνταγματική αναθεώρηση. Είδαμε και την προσπάθεια να υποβαθμίσουν τις προσπάθειές μας κρίνοντας την κόκκινη πλάτη που μιλούσα. Τι πρόβλημα έχετε με το κόκκινο χρώμα. Πρόσπάθησαν λοιπόν να σαμποτάρουν την υπερώριμη αυτή μεταρρύθμιση Προσπάθησαν να δημιουργήσουν προσκόμματα.

Εμείς αντίθετα εκτιμήσαμε ότι η αναθεώρηση αυτή είναι εξαιρετικά κρίσιμη. Κρίσιμη ειδικά τώρα που η χώρα μας εξέρχεται από μια ιδιότυπη κατάσταση εξαίρεσης που επιβλήθηκε μετά την χρεοκοπία του 2010. Μια κατάσταση στην οποία οι τίτλοι τέλους γράφτηκαν τον Αύγουστο του 2018. Και σήμερα έχουμε πλέον την δυνατότητα να αναστοχαστούμε πάνω στην οικονομική, πολιτική και κοινωνική κρίση των προηγούμενων χρόνων.

Έχουμε τη δυνατότητα να σκεφτούμε τι πήγε στραβά με το πολιτικό σύστημα, με τον κοινοβουλευτισμό, με την προστασία των κοινωνικών δικαιωμάτων.

Και έχουμε την δυνατότητα να αφουγκραστούμε και να αναλύσουμε την ηχώ των λαϊκών κινητοποιήσεων των προηγούμενων χρόνων που πέραν από το αίτημα για τέλος της λιτότητας είχαν και το αίτημα για περισσότερη Δημοκρατία.

Να σκεφτούμε πάνω στα λαϊκά αιτήματα που αναδύθηκαν μέσα από την πρωτοφανή κρίση του πολιτικού μας συστήματος.

Και στη βάση αυτών των αναλύσεων να προτείνουμε μεταρρυθμίσεις που θα θωρακίζουν τον κοινοβουλευτισμό, θα ενισχύουν την λαϊκή παρέμβαση, θα κατοχυρώνουν αυστηρότερη και αποτελεσματικότερη προστασία των κοινωνικών δικαιωμάτων.

Αλλά έχουμε την ευκαρία να θεραπεύσουμε δυσλειτουργίες μεσα από μεταρρυθμίσεις που θα επιλύουν ιστορικές εκκρεμότητες όπως για παράδειγμα στο θέμα του εξορθολογισμού των σχέσεων Εκκλησίας και κράτους.

‘Η θα θεραπεύουν θεσμικά εξαμβλώματα, όπως ο νόμος για τη προστασία των υπουργών.

Νομίζω ότι η συζήτηση για τις επιμέρους προτάσεις έχει εξαντληθεί.

Οι θέσεις και οι απόψεις όλων των πολιτικών δυνάμεων έχουν καταγραφεί.

Οι διαφορετικές νομικές και πολιτικές προσεγγίσεις έχουν αναλυθεί.

Γιαυτό από τη μεριά μου θέλω να επιμείνω στην γενική φιλοσοφία αυτής της αναθεώρησης που όπως είπα προηγουμένως έχει αναπτυχθεί στο έδαφος των ερωτημάτων που έθεσε η κρίση, οι λαϊκές κινητοποιήσεις αλλά και η παγκόσμια οικονομική και θεσμική αρχιτεκτονική.

Μια αρχιτεκτονική που δημιουργεί όρους κατίσχυσης της βούλησης διεθνών και εξωθεσμικών κέντρων έναντι της εκφρασμένης δημοκρατικής βούλησης του λαού.

Στην νέα φάση που έχει μπει η παγκόσμια οικονομία αλλά και το θεσμικό οικοδόμημα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ευρωζώνης, η βούληση του λαού γίνεται ολοένα και δυσκολότερο να επηρεάσει τις ασκούμενες πολιτικές.

Βρισκόμαστε σε μια εποχή που ο κοινοβουλευτισμός αλλά και η δημοκρατική αρχή δέχεται διαρκώς πιέσεις από πολλαπλά κέντρα.

Από τις αγορές χρήματος, από τις εντολές και τις παρεμβάσεις των κεντρικών τραπεζών, από δεκάδες ανεξάρτητες αρχές,

από διεθνείς οργανισμούς και όργανα που αγνοούν συνήθως την λαϊκή ετυμηγορία για να επιβάλλουν πολιτικές προκατασκευασμένες σε συνθήκες εργαστηρίου.

Και είναι ακριβώς γιαυτό το λόγο που το κοινοβούλιο χρειάζεται να ενισχυθεί παράλληλα με την δημοκρατικά εκλεγμένη κυβέρνηση.

Ώστε και οι δύο αυτοί θεσμοί να μπορούν να αντιπαρέλθουν αποτελεσματικά πιέσεις που ενίοτε φτάνουν στα όρια του εκβιασμού.

Σε αυτό λοιπόν αποσκοπούν οι ρυθμίσεις που θέλουν να εγγυηθούν έναν ομαλό πολιτικό κύκλο, ένα πολιτικό κύκλο τετραετίας.

Και από την άλλη μεριά να εξισορροπήσουν αυτή την νέα συνθήκη όχι μέσω θεσμικών αντίβαρων όπως πιθανώς θέλει η φιλελεύθερη θεωρία αλλά μέσω ενός μηχανισμού εσωτερικού στον κοινοβουλευτισμό, που δεν είναι άλλος από το αναλογικό εκλογικό σύστημα.

Άρα οι προτάσεις για την αποσύνδεση της εκλογής του Προέδρου της Δημοκρατίας από την διάλυση της βουλής, η εποικοδομητική ψήφος εμπιστοσύνης, η υποχρέωση ο Πρωθυπουργός να είναι υποχρεωτικά εκλεγμένο μέλος του Κοινοβουλίου και τέλος η κατοχύρωση του αναλογικού εκλογικού συστήματος λειτουργούν ως σύνολο,
ως αλληλοσυμπληρούμενες ρήτρες που λειτουργούν προς την ίδια κατεύθυνση.

πηγή: protothema.gr