Μια 15ετία αυξανόμενων τιμών και υπερφορολόγησης καταγράφεται στην εγχώρια αγορά των υγρών καυσίμων και ειδικότερα στα ευρείας κατανάλωσης, όπως η αμόλυβδη βενζίνη, το πετρέλαιο κίνησης και το πετρέλαιο θέρμανσης.

Αυτό, μεταξύ πολλών άλλων, αναδεικνύεται μέσα από την έρευνα της Διανέοσις για τον ενεργειακό τομέα στην Ελλάδα.

Η έρευνα καλύπτει την περίοδο 2005 έως και 2019 και είναι χαρακτηριστικό ότι η τιμή (μαζί με τους φόρους) της αμόλυβδης βενζίνης το 2005 βρισκόταν στα 0,892 ευρώ/λίτρο. Έκτοτε ξεκίνησε μια ανοδική πορεία, με το peak της τιμής να εντοπίζεται στο 2012, όταν το λίτρο «πέταξε» στα 1,75 ευρώ, δηλαδή σε διπλάσια σχεδόν επίπεδα. Στη συνέχεια, αισθητή υποχώρηση σημειώθηκε το 2016, με την τιμή στα 1,394 ευρώ, ενώ το 2019 σκαρφάλωσε στα 1,586 ευρώ/λίτρο.

Αντίστοιχη περίπου εικόνα υπάρχει για το πετρέλαιο κίνησης, που το 2005 βρισκόταν στα 0,886 ευρώ/λίτρο, για να φτάσει το 2012 στην υψηλότερη τιμή του με 1,535 ευρώ. Και εδώ η τάση υποχώρησε αισθητά το 2016, όταν η τιμή βρέθηκε στα 1,072 ευρώ. Στη συνέχεια, τράβηξε ξανά την ανηφόρα. Το 2019 η τιμή διαμορφώθηκε σε 1,38 ευρώ/λίτρο.

Το πετρέλαιο θέρμανσης, -για το οποίο χορηγείται και σχετικό επίδομα σε καταναλωτές με γεωγραφικά και οικονομικά κριτήρια-, το 2005 είχε τιμή 709 ευρώ το χιλιόλιτρο (τόνος), ενώ η υψηλότερη καταγράφεται το 2013, με 1283 ευρώ/τόνο. Το 2016 αποκλιμακώθηκε στα 801 ευρώ και το 2019 είχε ανέβει και πάλι στα 1017 ευρώ/τόνο.

«Χάλκινο» στην Ε.Ε. των 27

Έτσι, με βάση την έρευνα, η Ελλάδα κατατάσσεται μεταξύ των χωρών της ΕΕ με τις υψηλότερες τιμές καυσίμων. Στην αμόλυβδη βενζίνη καταλαμβάνει την 3η υψηλότερη θέση μεταξύ των χωρών-μελών της ΕΕ-27 το 2019, ενώ η τιμή της ήταν ακριβότερη κατά 12% συγκριτικά με το μέσο όρο της ΕΕ (1,42 ευρώ ανά λίτρο). Υψηλή είναι επίσης η φορολογική επιβάρυνση καθώς το αντίστοιχο ποσοστό στο σύνολο της τελικής τιμής ήταν το δεύτερο υψηλότερο (μετά την Ολλανδία). Η Ελλάδα έχει το τέταρτο υψηλότερο ύψος των φόρων στην αμόλυβδη βενζίνη μεταξύ των μελών της ευρωζώνης (έπειτα από την Ολλανδία, την Ιταλία και την Βουλγαρία), ξεπερνώντας κατά 20% τον μέσο όρο της ευρωζώνης (581 ευρώ/m3 )

Στην αμόλυβδη βενζίνη το ύψος των δασμών και των φόρων αποτελούν το μεγαλύτερο μέρος της τελικής τιμής από το 2009 και έπειτα, με το μερίδιο τους το 2019 να διαμορφώνεται στο 64%, ενώ το 2016, που υποχώρησαν οι καθαρές τιμές, είχε ανέλθει στο 68%.

Στο πετρέλαιο κίνησης, η Ελλάδα κατατάσσεται ως η 7η χώρα με την ακριβότερη τιμή, οριακά υψηλότερη από τον μέσο όρο της ΕΕ. Εδώ το μερίδιο των φόρων και δασμών το 2019 αποτελούσε το 50%της τελικής τιμής, από 43% το 2013.

Η πορεία της κατανάλωσης

Ανά κατηγορία πετρελαιοειδών, η αμόλυβδη βενζίνη και το πετρέλαιο κίνησης αντιπροσωπεύουν περισσότερο από τα 2/3 της κατανάλωσης (35% και 33% κατά μέσο όρο την περίοδο 2010-2018 αντίστοιχα). Πάντως, η κατανάλωση αμόλυβδης βενζίνης ακολουθεί πτωτική πορεία από το 2009 και έπειτα με αποτέλεσμα να καταγράφει μείωση κατά 40%.

Έντονη κάμψη καταγράφεται στην κατανάλωση πετρελαίου θέρμανσης, ως αποτέλεσμα της οικονομικής κρίσης, της διείσδυσης εναλλακτικών τεχνολογιών θέρμανσης (φυσικό αέριο, αντλίες θερμότητας και pellets) και της κατακόρυφης αύξησης του ΕΦΚ. Το 2018 το μερίδιο του πετρελαίου θέρμανσης στην κατανάλωση των πετρελαιοειδών υποχώρησε στο 14% από 31% το 2010.

Οι τρεις φορολογικές επιβαρύνσεις

Σύμφωνα με τα στοιχεία της έρευνας, οι φόροι και οι δασμοί, καθώς και οι τιμές διύλισης αποτελούν συγκριτικά μεγαλύτερα μεγέθη στη διαμόρφωση των εγχώριων τιμών λιανικής σε σχέση με τα περιθώρια των εταιρειών εμπορίας και των πρατηριούχων.

Στη χώρα μας έχουν επιβληθεί τριών διαφορετικών ειδών επιβαρύνσεις. Καταρχήν, είναι ο Εδικός Φόρος Κατανάλωσης, που διαμορφώνεται σε 700 ευρώ ανά 1.000 λίτρα για τη βενζίνη, σε 430 ευρώ ανά 1.000 χιλιόγραμμα για το υγραέριο κίνησης (LPG) και σε 410 ευρώ ανά 1.000 λίτρα για το πετρέλαιο κίνησης και θέρμανσης και την κηροζίνη.

Επιπλέον επιβάλλεται ειδική εισφορά 1,2% στην προ εισφορών και φόρων αξία των πετρελαιοειδών προϊόντων. Τέλος είναι και ο ΦΠΑ που ανέρχεται σε 24%.