Η Boru Hatlari ile Petrol Tasima AS, γνωστή ως Botas, αναζητά δάνειο περίπου 2 δισεκατομμυρίων δολαρίων για να καλύψει τις επικείμενες αποπληρωμές προμηθευτών μεταξύ των οποίων και η ρωσική Gazprom PJSC.

Η Botas, η οποία είναι η εθνική εταιρεία φυσικού αερίου της Τουρκίας και συγκαταλέγεται στους προμηθευτές της ΔΕΠΑ και άλλων ελληνικών ηλεκτροπαραγωγικών ομίλων, έχει εξασφαλίσει μέχρι τώρα, όπως αναφέρει το Bloomberg, μόνο περίπου 5 δισεκατομμύρια λίρες (365 εκατομμύρια δολάρια) από μια ομάδα τοπικών δανειστών, δηλαδή πολύ λιγότερα από όσα χρειάζεται. Με άλλα λόγια έχει βρεθεί «στα σχοινιά» μετά την άνοδο των τιμών της ενέργειας και την κατάρρευση της λίρας.

Οι συζητήσεις που γίνονται τις τελευταίες εβδομάδες για την υπόλοιπη χρηματοδότηση έχουν αποτύχει. Οι τράπεζες είναι απρόθυμες να χορηγήσουν δάνειο σε ξένο νόμισμα δεδομένης της ακραίας αστάθειας στις παγκόσμιες τιμές του φυσικού αερίου και της τουρκικής λίρας. Η εταιρεία με έδρα την Άγκυρα πληρώνει σε δολάρια για την εισαγωγή φυσικού αερίου — το οποίο γίνεται πιο ακριβό όσο αποδυναμώνεται η λίρα — και πουλά το καύσιμο σε εγχώριους καταναλωτές με έκπτωση.

Επίσημα τηρείται σιγή ιχθύος, καθώς τόσο η ίδια η Botas, όσο το τουρκικό κρατικό επενδυτικό ταμείο, στο οποίο ανήκει, αλλά και η Gazprom Export αρνήθηκαν να κάνουν οποιοδήποτε σχόλιο.

Οι τιμές του φυσικού αερίου στην Ευρώπη και την Ασία σχεδόν τριπλασιάστηκαν τους τελευταίους έξι μήνες εν μέσω διαταραχών της προσφοράς και απότομης αύξησης της ζήτησης καθώς οι οικονομίες άνοιξαν ξανά από την πανδημία του κορωνοϊού. Η κρίση έχει χτυπήσει τους διανομείς φυσικού αερίου σε όλη την Ευρώπη, ενώ απειλεί να δημιουργήσει μεγαλύτερη πίεση στον προβληματικό προϋπολογισμό της τουρκικής κυβέρνησης και στην οικονομία. Οι τουρκικές αρχές προσπαθούν να συγκρατήσουν τον πληθωρισμό που έφτασε σε υψηλό 19 ετών πάνω από 36% τον Δεκέμβριο, με τις τιμές του ηλεκτρισμού και της ενέργειας να αυξάνονται απότομα.

Η Τουρκία είναι ένας από τους μεγαλύτερους εισαγωγείς φυσικού αερίου στην Ευρώπη και το πρόβλημα για τη Botas επιδεινώνεται από το γεγονός ότι δεν μπορεί να μετακυλίσει πλήρως τις αυξήσεις των τιμών στους εγχώριους καταναλωτές.

Η Botas αγοράζει σχεδόν το ήμισυ του φυσικού αερίου της Τουρκίας, κυρίως μέσω μακροπρόθεσμων συμβολαίων από την Gazprom, ενώ προμηθεύεται μεγάλες ποσότητες από το Αζερμπαϊτζάν και το Ιράν καθώς και LNG από τη Νιγηρία και την Αλγερία.

Η τουρκική εταιρεία υπέγραψε νέα τετραετή συμφωνία με την Gazprom Export για την προμήθεια έως και 5,75 δισεκατομμυρίων κυβικών μέτρων ετησίως μέσω του αγωγού Turk Stream από την 1η Ιανουαρίου. Δεν είναι σαφές εάν οι συνομιλίες της Botas με τις τράπεζες σχετίζονται με τη χρηματοδότηση αυτού του συμβολαίου ή άλλων.

 

 

Ψάχνουν «σωσίβια»

Για να στηρίξει τα οικονομικά της Botas, η κυβέρνηση αύξησε το κεφάλαιό της σε 18,6 δισεκατομμύρια λίρες το 2020.

Επίσης, το κοινοβούλιο εξετάζει ένα σχέδιο νόμου για την ακύρωση των εκκρεμών προστίμων, φόρων και άλλων οφειλών της προς κυβερνητικά ιδρύματα για την παροχή οικονομικής ελάφρυνσης, την ώρα που η εταιρεία γράφει ζημιές όλη την τελευταία τριετία.

Ακόμη, η Κεντρική Τράπεζα της Τουρκίας έχει επανεκκινήσει τις πωλήσεις σε ξένο νόμισμα στη Botas, χορηγώντας της 258 εκατομμύρια δολάρια τον Οκτώβριο και 2,23 δισεκατομμύρια δολάρια τον Νοέμβριο.

Η κυβέρνηση περίμενε ότι η κατανάλωση φυσικού αερίου θα αυξηθεί κατά 25% στα επίπεδα ρεκόρ των 60 δις. κ.μ. πέρυσι. Έτσι εν μέσω εκτόξευσης των τιμών η Botas προχώρησε σε αυξημένες προμήθειες από την spot αγορά με υψηλότερο κόστος.

Η χώρα εισήγαγε 50 δισεκατομμύρια κυβικά μέτρα φυσικού αερίου τους πρώτους 11 μήνες του περασμένου έτους, πάνω από 10% σε σχέση με ολόκληρο το 2020, σύμφωνα με την τουρκική ΡΑΕ.

Alert για το χρέος

Την ίδια ώρα προκαλεί μεγάλη ανησυχία το χρέος της Botas που εκτοξεύθηκε κατά 54,8 δισεκατομμύρια λίρες. Όπως εξηγεί το πρώην στέλεχός της Ali Arif Akturk, η μικτή τιμή της εταιρείας για εισαγωγές φυσικού αερίου είναι κατά μέσο όρο 500 δολάρια ανά χίλια κυβικά μέτρα. Η ίδια όμως χρεώνει στα νοικοκυριά την ίδια ποσότητα με 100 δολάρια.

«Η διαφορά μεταξύ των τιμών αγοράς και πώλησης πιθανότατα προκάλεσε απώλεια έως και 7 δισεκατομμυρίων δολαρίων το 2021» όπως είπε.