Την ώρα που η Ομοσπονδιακή Υπηρεσία Δικτύων της Γερμανίας (Bundesnetzagentur), μπλοκάρει την αδειοδότηση του ρωσικού αγωγού φυσικού αερίου Nord Stream 2 και δείχνει με πυγμή την κυριαρχία της στην ενεργειακή αγορά, στην Ελλάδα φουντώνει η συζήτηση για την δημιουργία ενός νέου φορέα-ομπρέλα των ρυθμιστικών αρχών της αγοράς.

Έναν χρόνο μετά το κυβερνητικό σχέδιο για την σύσταση του φορέα με αρμόδιο τον Αντιπρόεδρο της κυβέρνησης κ. Παναγιώτη Πικραμμένο, η πολιτεία επανέρχεται αποφασισμένη να τροποποιήσει την νομοθεσία που διέπει την αγορά για την προστασία του ελεύθερου ανταγωνισμού (άρθρο 24 του ν.3959/2011) και να καθιερώσει ένα Εθνικό Δίκτυο Ανταγωνισμού και Ρυθμιστικής Συνεργασίας. Σύμφωνα με πληροφορίες, το σχέδιο αυτό που πρόσφατα στη Βουλή σκιαγράφησε και ο Πρωθυπουργός λέγοντας ότι βρίσκεται στο στάδιο της επεξεργασίας έχει αρχίσει να εντατικοποιείται.

Η ταυτότητα του Δικτύου

Στο Εθνικό Δίκτυο Ανταγωνισμού και Ρυθμιστικής Συνεργασίας προτείνεται να  συμμετέχουν η Επιτροπή Ανταγωνισμού, η Εθνική Επιτροπή Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων (ΕΕΤΤ), η Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας (ΡΑΕ), η Ρυθμιστική Αρχή Σιδηροδρόμων (ΡΑΣ) και η Ρυθμιστική Αρχή Λιμένων (ΡΑΛ).

Με ΚΥΑ θα μπορούν μελλοντικά να ενταχθούν στο δίκτυο αυτό και άλλες ανεξάρτητες αρχές ή φορείς και εμπειρογνώμονες σε ρόλο παρατηρητή.

Ο σχεδιασμός συναντά ήδη σοβαρές αντιδράσεις από τα επιτελεία των ρυθμιστών καθώς μέχρι σήμερα δεν έχει αποσαφηνιστεί ο ρόλος και η έκταση αρμοδιοτήτων του νέου φορέα. Κατά ορισμένες πληροφορίες η συμμετοχή θα είναι εθελοντική και οι αποφάσεις δεν θα έχουν δεσμευτικό χαρακτήρα για τις ρυθμιστικές αρχές.  Υπάρχουν όμως φόβοι, ότι το δίκτυο αυτό μπορεί να λειτουργήσει  πάνω από τις ανεξάρτητες αρχές και να παρεμβαίνει ρυθμιστικά στην αγορά με κίνδυνο να υπερκεράσει την ίδια την λειτουργία τους.

Στην κυβέρνηση πάντως επιμένουν ότι έχει αξία η σύσταση του φορέα καθώς θα μπορεί να υπάρξει καλύτερος συντονισμός και ενίσχυση της αποτελεσματικότητας του έργου των μελών του Δικτύου και καλύτερης ρύθμισης των αγορών.

Μέσω του νέου οργανισμού, τα μέλη θα μπορούν να ανταλλάσσουν μη εμπιστευτικά στοιχεία και πληροφορίες για υποθέσεις που ελέγχονται και για τις αποφάσεις που εκδίδονται. Ο φορέας αυτός θα μπορεί επίσης να συγκροτεί ομάδες εργασίας και να προχωρεί στην έκδοση κοινών οδηγιών ή κατευθύνσεων για συγκεκριμένα ζητήματα κοινού ενδιαφέροντος κ.α.

Κάθε μέλος του Δικτύου θα εκπροσωπείται από τον Πρόεδρό του και θα αναπληρώνεται από άλλο μέλος. Τα μέλη του Δικτύου θα συνεδριάζουν τουλάχιστον δύο φορές το χρόνο, όμως οφείλουν να συνεργάζονται και να ζητούν, όταν το κρίνουν αναγκαίο, τη συνδρομή της Επιτροπής Ανταγωνισμού στους ειδικούς τομείς αρμοδιότητας κάθε Αρχής. Αντίστοιχα, η Επιτροπή Ανταγωνισμού θα μπορεί να ζητεί τη συνδρομή των Αρχών αυτών επί υποθέσεων, για τις οποίες η ίδια έχει αρμοδιότητα. Σήμερα, η Επιτροπή Ανταγωνισμού έχει αρμοδιότητα παρέμβασης για την δεσπόζουσα θέση στη ΔΕΗ, την οποία δεν έχει ασκήσει ενώ το τελευταίο διάστημα έχει προκαλέσει τριγμούς στην αγορά η άκομψη παρέμβασή της στην αγορά των τηλεπικοινωνιών ελέγχοντας τον ΟΤΕ και τις δραστηριότητες στον τομέα της κινητής τηλεφωνίας.

Γιατί αντιδρούν οι Ρυθμιστές

Ένα από τα επιχειρήματα που χρησιμοποιούν οι ρυθμιστικές αρχές κατά της σύστασης του Δικτύου είναι ότι η απόφαση ένταξης σε αυτό εφόσον έχει ουσιαστικό ρόλο, τους αφαιρεί την αποκλειστική αρμοδιότητα παρέμβασης στην αγορά.

Πρόσθετα, επισημαίνουν ότι μπορεί να προκαλέσει ντόμινο αντιδράσεων κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων τους. Λαμβάνοντας υπόψη ότι οι ανεξάρτητες αρχές εκδίδουν κάθε χρόνο δεκάδες αποφάσεις, όχι μόνο ρυθμιστικού περιεχομένου αλλά και επιβολής ποινών  και προστίμων σε όσους παραβιάζουν τους κανόνες ανταγωνισμού, υπάρχει ο κίνδυνος της δικαστικής προσβολής των αποφάσεων και κατά επέκταση καθυστερήσεις και διχογνωμίες που θα πλήξουν το κύρος και την αξιοπιστία της εκάστοτε Αρχής. Οι ρυθμιστές εφόσον οι αποφάσεις του δικτύου είναι δεσμευτικές εκτιμούν ότι αποδυναμώνεται ο ρόλος τους, δημιουργείται σύγχυση στην αγορά και μια «βιομηχανία» γνωμοδοτήσεων που θα μπορούσε να  αναστείλει ή ακόμη και να ακυρώσει αποφάσεις.