Ο φόβος για τις αράχνες, η αραχνοφοβία δηλαδή, είναι γραμμένη στο DNA μας. Δε μαθαίνουμε να τρέμουμε στη θέα τους, αλλά γεννιόμαστε με το φόβο. Οι επιστήμονες αποδίδουν αυτή τη συμπεριφορά στο ένστικτο της επιβίωσης. Η θεωρία έχει ως εξής: Η ιστορία των σύγχρονων ανθρώπων ξεκινά από την Αφρική, όπου ο εντοπισμός της αράχνης ήταν απαραίτητος καθώς υπήρχαν δηλητηριώδη είδη. Επομένως η αποφυγή τους αποτελούσε προϋπόθεση για την επιβίωση του ανθρώπου.

Σε έρευνα που διεξήχθη από ερευνητική ομάδα του τμήματος Ψυχολογίας του Μπάρναρντ του πανεπιστημίου Κολούμπια, ζητήθηκε από τους συμμετέχοντες να παρατηρήσουν αφηρημένα σχήματα και εικόνες σε οθόνες υπολογιστών, μεταξύ αυτών αράχνες, βελόνες και μύγες. Διαπιστώθηκε, λοιπόν, ότι οι περισσότεροι αντέδρασαν πολύ πιο γρήγορα όταν είδαν τις αράχνες από τις υπόλοιπες εικόνες.

Το εντυπωσιακό είναι ότι από μελέτη που δημοσιεύθηκε στο ScienceDirect προκύπτει ότι ακόμα και τα μωρά 5 μηνών είναι ικανά να εντοπίζουν την εικόνα αράχνης. Στα μωρά που συμμετείχαν στην έρευνα παρουσιάστηκαν σχετικές φωτογραφίες και παρατηρήθηκε πως εστίασαν περισσότερο σε αυτές με τις αράχνες παρά σε άλλες.

Οι επιστήμονες, λοιπόν, καταλήγουν πως οι άνθρωποι μπορεί να διαθέτουν έναν γνωστικό μηχανισμό για τον εντοπισμό συγκεκριμένων ζώων που ήταν δυνητικά επιβλαβή σε όλη την εξελικτική ιστορία.

Ανεξάρτητα, όμως, από την αποστροφή που μας προκαλούν, οι αράχνες μας είναι απαραίτητες.

Έχουν εκπληκτική όραση, εντοπίζουν το θήραμά τους και με ένα άλμα επιτίθενται, είναι πανέξυπνες αφού προσεκτικά καταστρώνουν σχέδια για να προσελκύσουν στον ιστό τους άλλα έντομα, ανακαλύφθηκε ότι ονειρεύονται και όμως, παρά την ευφυία τους, ο πληθυσμός τους σημειώνει μείωση.

Και σε αυτό μπορεί να ευθύνονται όσοι έχουν έντονη αραχνοφοβία, εκτός από την κλιματική αλλαγή φυσικά.

Η αράχνη-άλτης μέχρι πριν μερικά χρόνια κυκλοφορούσε συχνά στα τροπικά δάση, ωστόσο αυτό έχει αλλάξει τις τελευταίες δεκαετίες, με την βιολόγο συμπεριφοράς του Πανεπιστημίου του Καντέρμπερι στο Κράισττσερτς της Νέας Ζηλανδίας να υποστηρίζει πως «πλέον δε μπορείς να τις βρεις».

Πράγματι, όπως αναφέρει ο βιολόγος Πέδρο Καρντόσο του Πανεπιστημίου της Λισαβόνας, ο πληθυσμός όλων των ειδών της αράχνης μειώνεται. Ο ίδιος και ένας συνάδελφός του πραγματοποίησαν δημοσκόπηση σε 100 ειδικούς και λάτρεις των αραχνών παγκοσμίως σχετικά με τις απειλές που αντιμετωπίζουν τα ζώα. «Είναι λίγο πολύ ομόφωνη η άποψη ότι κάτι συμβαίνει», είπε στο περιοδικό Knowable.

Οι άνθρωποι πραγματικά δεν συμπαθούν τις αράχνες. Από μελέτη προέκυψε ότι οι αράχνες είναι ο χειρότερος συνδυασμός τρομακτικού και αηδιαστικού, σε τέτοιο βαθμό που ξεπερνά το φόβο για τις οχιές, τις σφήκες, τα σκουλήκια και τις κατσαρίδες.

Επομένως, όσο ο φόβος απωθεί τους ανθρώπους από αυτές, είναι ολοένα δυσκολότερη η καταγραφή της αφού δεν υπάρχουν δεδομένα ώστε να θεωρηθούν ότι πρέπει να τελέσουν υπό προστασία. Οι ειδικοί δε μπορούν να βοηθήσουν τον πληθυσμό τους αν δεν γνωρίζουν ποια είδη αντιμετωπίζουν πρόβλημα ή πού και γιατί εξαφανίζονται.

«Αν εξαφανίζονταν οι αράχνες, θα αντιμετωπίζαμε λιμό», υποστηρίζει ο Νόρμαν Πλάτνικ, ο οποίος μελετά τα αραχνοειδή στο Αμερικανικό Μουσείο Φυσικής Ιστορίας της Νέας Υόρκης. «Οι αράχνες διαδραματίζουν πρωταρχικό ρόλο στον περιορισμό των εντόμων. Χωρίς τις αράχνες, όλες οι καλλιέργειές μας θα καταναλώνονταν από τα παράσιτα», πρόσθεσε.

Τρέφονται με έντομα, όπως κουνούπια, κατσαρίδες, αφίδες, ελέγχοντας έτσι τον πληθυσμό των παρασίτων. Από την άλλη, αποτελούν σημαντική πηγή τροφής για πουλιά, ψάρια, σαύρες και μικρά θηλαστικά.

Επιπλέον, στην πλειονότητά τους, δεν αποτελούν κίνδυνο για τον άνθρωπο.

Η καταμέτρησή τους, όμως, αντιμετωπίζει προκλήσεις, καθώς δεν είναι τόσο ελκυστική δραστηριότητα όπως το birdwatching, η παρατήρηση πτηνών για παράδειγμα.

Ωστόσο, το Μουσείο Φυσικής Ιστορίας του Ηνωμένου Βασιλείου στο Λονδίνο τόλμησε και κατάφερε μέσα από το εγχείρημα Fat Spider Fortnight το 2021 να προσκαλέσει εκατοντάδες λάτρεις της αράχνης να συγκεντρώσουν πληροφορίες από τα αρθρόποδα που θα συναντούσαν. Αποτέλεσμα ήταν να καταχωρηθούν 1.250 παρατηρήσεις για 11 διαφορετικά είδη αραχνών στη Μεγάλη Βρετανία.

Η πιο ήπια και φιλική προσέγγιση στο είδος εκτιμάται ότι μπορεί να αλλάξει τον τρόπο με τον οποίο αντιδρούν οι άνθρωποι στη θέα της.

Για παράδειγμα, όπως αναφέρει το περιοδικό Knowable η Αυστραλιανή συγγραφέας Λιν Κέλι φοβόταν τόσο πολύ τις αράχνες που ακόμα και η παραμονή στον κήπο της φάνταζε δύσκολη. Κατάφερε, όμως, να νικήσει την αραχνοφοβία της και σήμερα καλωσορίζει τις αράχνες στην αυλή της, ακόμη και στο σπίτι της. Όπως εξήγησε η ίδια, άρχισε να τις μελετά και να ενημερώνεται για τη συμπεριφορά τους, με αποτέλεσμα σταδιακά να μη βλέπει σε εκείνες έναν αηδιαστικό εχθρό, αλλά έναν άκακο συγκάτοικο.

«Ένα από τα μυστικά είναι ότι τους δίνω ονόματα», είπε και πρόσθεσε ότι τα τριχωτά μικροσκοπικά όντα άρχισαν να έχουν ανθρώπινη υπόσταση, έτσι «δεν ήταν “Αχ! Αράχνη!” Ήταν, “Να ο Φρεντ”».

Photo: Pexels

Διαβάστε ακόμη

Πληθωρισμός: Ό,τι αφήνει η ενέργεια το… τραβάει η ακρίβεια στα τρόφιμα

Σκυλακάκης: Tο πράσινο τιμολόγιο επέλεξε το 75-80% των καταναλωτών (vid)

Έπεσε και αυτό το κάστρο για το Bitcoin: Τι φέρνει πιο κοντά τη δημιουργία ETFs

Για όλες τις υπόλοιπες ειδήσεις της επικαιρότητας μπορείτε να επισκεφτείτε το Πρώτο ΘΕΜΑ