Η επικρατούσα άποψη για την εξελικτική ιστορία των σκύλων υποστηρίζει ότι προέρχονται από τους γκρίζους λύκους, μια διαδικασία που η επιστημονική κοινότητα συνεχίζει να ερευνά συστηματικά για να χαρτογραφήσει με ακρίβεια. Η πιο πρόσφατη μελέτη δείχνει ότι περίπου τα δύο τρίτα των σύγχρονων καθαρόαιμων σκύλων διατηρούν στο γονιδίωμα τους ίχνη από τους λύκους των οποίων αποτελούν απογόνους. Παρότι λύκοι και σκύλοι μπορούν να διασταυρωθούν και να αποκτήσουν γόνιμους απογόνους, η υβριδοποίηση παραμένει εξαιρετικά περιορισμένη σε σχέση με άλλα είδη που ζουν ανάμεσα σε άγριους και οικόσιτους πληθυσμούς.

Σε νέα ερευνητική εργασία, επιστήμονες από το Αμερικανικό Μουσείο Φυσικής Ιστορίας, το Smithsonian και το Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια στο Ντέιβις συνδύασαν υψηλής ακρίβειας τεχνικές τοπικής καταγωγής με εκτεταμένες φυλογονιδιωματικές αναλύσεις. Εξέτασαν συνολικά 2.693 γονιδιώματα, προερχόμενα από αρχαίους και σύγχρονους σκύλους και λύκους, προκειμένου να ανιχνεύσουν τη ροή γονιδίων ανάμεσα στα δύο είδη.

Στη δημοσίευση στην επιθεώρηση PNAS, οι ερευνητές αναφέρουν ότι το 64,1% των καθαρόαιμων σκύλων φέρει καταγωγή λύκου στο πυρηνικό γονιδίωμα, προερχόμενη από διασταύρωση που έγινε περίπου χίλιες γενιές πριν. Παράλληλα, όλα τα εξετασθέντα γονιδιώματα ζώων που ζουν κοντά σε ανθρώπινους οικισμούς παρουσιάζουν κάποιας μορφής αρχαία γενετική συμβολή από λύκο.

«Οι σύγχρονοι σκύλοι μπορεί να φαίνονται εντελώς απομακρυσμένοι από τους λύκους, όμως διατηρούν χαρακτηριστικά που θεωρούμε πολύτιμα και τα οποία ίσως να προέρχονται από αυτούς», επισημαίνει η Δρ. Όντρεϊ Λιν, μεταδιδακτορική ερευνήτρια στο Αμερικανικό Μουσείο Φυσικής Ιστορίας. «Μελετάμε τους σκύλους, αλλά στην πραγματικότητα ανακαλύπτουμε πολλά και για τους λύκους», τονίζει.

Το γενετικό παρελθόν

Οι σκύλοι φαίνεται πως εξελίχθηκαν από έναν αρχαίο, πλέον εξαφανισμένο, πληθυσμό γκρίζων λύκων κατά την Ύστερη Πλειστόκαινο εποχή, περίπου πριν από 20.000 χρόνια, υπό ισχυρή ανθρώπινη επίδραση. Παρότι λύκοι και σκύλοι μοιράζονται γεωγραφικό χώρο και μπορούν να αναπαραχθούν μεταξύ τους, η γενετική ανταλλαγή μετά την εξημέρωση φαίνεται να έχει παραμείνει ελάχιστη. Με εξαίρεση ορισμένες στοχευμένες διασταυρώσεις, οι δύο πληθυσμοί διατήρησαν διακριτές δεξαμενές γονιδίων.

«Παλαιότερα πιστευόταν ότι ένας “πραγματικός” σκύλος δεν πρέπει να διαθέτει σχεδόν καθόλου DNA λύκου. Η αναλυτική μελέτη όμως δείχνει το αντίθετο», σημειώνει η Λιν. «Τα γονιδιώματα των σκύλων φαίνεται πως μπορούν να “ανεχθούν” ένα ποσοστό DNA λύκου χωρίς να αλλοιώνεται η ταυτότητά τους».

Οι επιστήμονες χρησιμοποίησαν δημοσιευμένα γονιδιώματα από το NCBI και το European Nucleotide Archive, καλύπτοντας λύκους, καθαρόαιμα είδη σκύλων και άλλους πληθυσμούς από την Πλειστόκαινο μέχρι σήμερα. Διαπίστωσαν ότι το 64,1% των καθαρόαιμων φυλών φέρουν καταγωγή λύκου, ενώ όλα τα γονιδιώματα σκύλων που ζουν κοντά σε ανθρώπους παρουσιάζουν ανιχνεύσιμη γενετική συμβολή από λύκους.

Στα σύγχρονα υβρίδια, όπως το τσεχοσλοβάκικο λυκόσκυλο και το λυκόσκυλο Σάρλοος, η καταγωγή λύκου φτάνει από 23% έως 40%. Ανάμεσα στις καθαρόαιμες φυλές, τα υψηλότερα ποσοστά εμφανίζουν το μεγάλο τριχρωμο αγγλογαλλικό κυνηγόσκυλο (4,7%–5,7%) και ο ποιμενικός Σάιλο (2,7%). Αντίθετα, φυλές όπως τα τεραγιέ, τα γκάντογκ και πολλά κυνηγόσκυλα εμφανίζουν τη χαμηλότερη καταγωγή λύκου. Ακόμη και σκύλοι μικρού μεγέθους, όπως το τσιουάουα, έχουν περίπου 0,2%.

Οι επιστήμονες συνέκριναν επίσης περιγραφές προσωπικότητας από κυνολογικούς ομίλους. Οι φυλές με ελάχιστη καταγωγή λύκου χαρακτηρίζονται συχνότερα ως «φιλικές», «στοργικές», «εύκολες στην εκπαίδευση», ενώ αυτές με υψηλότερη συμβολή λύκου περιγράφονται ως «ανεξάρτητες», «σε εγρήγορση», «καχύποπτες με αγνώστους» και «ιδιαίτερα εδαφικές». Ωστόσο, οι ερευνητές σημειώνουν ότι τα χαρακτηριστικά αυτά βασίζονται σε υποκειμενικές αξιολογήσεις και δεν είναι σαφές εάν οφείλονται άμεσα στο DNA λύκου.

Γενετικές προσαρμογές από τους λύκους

Η ομάδα εντόπισε ακόμα σημαντικές προσαρμογές που οι σκύλοι κληρονόμησαν από τους λύκους: ενισχυμένα γονίδια οσφρητικών υποδοχέων σε σκύλους που ζουν ελεύθεροι και εξαρτώνται από την ικανότητα εύρεσης τροφής, αλλά και γονίδια πανομοιότυπα με εκείνα του Θιβετιανού λύκου, τα οποία επιτρέπουν την προσαρμογή σε περιβάλλοντα με χαμηλό οξυγόνο, όπως στο Θιβετιανό Οροπέδιο.

«Οι σκύλοι είναι σύντροφοι του ανθρώπου, όμως οι λύκοι εξακολουθούν να αποτελούν θεμέλιο της γενετικής τους ταυτότητας», τονίζει ο Δρ. Λόγκαν Κίστλερ από το Smithsonian. «Καθώς εξελίσσονταν δίπλα μας και αντιμετώπιζαν προκλήσεις —από το υψόμετρο μέχρι την εύρεση τροφής ή την προστασία των κοπαδιών— αξιοποιούσαν γονίδια λύκου σαν ένα εξελικτικό εργαλείο επιβίωσης».

Διαβάστε ακόμη

Ολα όσα προβλέπει η έκθεση της Κομισιόν για το Στεγαστικό

Αγρότες: Διάλογος μόνο με τους δικούς τους όρους αλλιώς… γιορτές στα μπλόκα

Η επιστροφή των Ikepod: Τα ρολόγια της δεκαετίας του ’90 που γίνονται ανάρπαστα

Για όλες τις υπόλοιπες ειδήσεις της επικαιρότητας μπορείτε να επισκεφτείτε το Πρώτο Θέμα