Μπορεί να περνούν 18-22 ώρες ημερησίως απολαμβάνοντας τον ύπνο, όμως, τα χνουδωτά κοάλα δεν παραμελούν τον… έρωτα. Κατά την περίοδο αναπαραγωγής, την άνοιξη και το καλοκαίρι, τα χαριτωμένα μαρσιποφόρα είναι πρόθυμα να διανύσουν μεγάλες αποστάσεις για να συναντήσουν το ταίρι τους. Όταν το αρσενικό βρεθεί με το θηλυκό, η συνεύρεση είναι σύντομη, αλλά έντονη. Αμέσως μετά, το θηλυκό επιστρέφει στον τόπο διαβίωσής του για να κυοφορήσει το μικρό της και μόνο μετά τον απογαλακτισμό του, περίπου 12 μήνες μετά, θα επανέλθει στο παιχνίδι του ζευγαρώματος. Αντιθέτως, το αρσενικό κοάλα απαλλαγμένο από τις έγνοιες της φροντίδας των απογόνων – όπως συμβαίνει συχνά με άλλα αρσενικά τετράποδα και όχι μόνο – παραμένει διαθέσιμο για νέες περιπτύξεις μία ή δύο φορές την ίδια αναπαραγωγική εποχή.
Το σύμβολο της άγριας ζωής της Αυστραλίας, ωστόσο, απειλείται από ένα επικίνδυνο σεξουαλικώς μεταδιδόμενο νόσημα: Τα χλαμύδια.
Η λοίμωξη μεταδίδεται ανάμεσα στα κοάλα με τη σεξουαλική επαφή, καθώς και μέσα από σωματικά υγρά, αλλά και από τη μητέρα στο μικρό, μέσω της σίτισης με παπ, μία θρεπτική μορφή περιττωμάτων. Επιπλέον, μολυσμένες πηγές νερού ή το έδαφος σε περιοχές όπου ζουν κοάλα που νοσούν, είναι πιθανό να αποτελέσουν εστίες μόλυνσης. Παράλληλα, το έντονο στρες εξαιτίας υπερπληθυσμού ή έλλειψης πόρων, είναι πιθανό να επηρεάσει το ανοσοποιητικό σύστημα των ζώων και επομένως να διευκολυνθεί η εξάπλωση της λοίμωξης.
Επιστήμονες εξηγούν ότι το Chlamydia pecorum παραμένει ο κύριος τύπος που επηρεάζει την υγεία των κοάλα, τόσο στην άγρια φύση όσο σε αιχμαλωσία.
Σύμφωνα με την Αμερικανική Ένωση Σεξουαλικής Υγείας (ASHA) η λοίμωξη μπορεί να προκαλέσει στα κοάλα τύφλωση, στειρότητα, θάνατο και αποτελεί μία από τις κυριότερες αιτίες για τις οποίες ο πληθυσμός έχει μειωθεί ακόμα και σε ποσοστό 80% σε ορισμένες περιοχές της Αυστραλίας. Μάλιστα, εκτιμάται ότι είναι τα χλαμύδια είναι η δεύτερη αιτία θανάτου τους, μετά τους θανάσιμους τραυματισμούς από τη διέλευση οχημάτων.
Εικάζεται ότι το βακτήριο προήλθε από οικόσιτα ζώα, όπως βοοειδή και πρόβατα, και μεταδόθηκε στα κοάλα κατά τον 19ο αιώνα, με τη νόσο να εκδηλώνεται είτε με φλεγμονή στα μάτια που οδηγεί σε ασιτία αφού δεν είναι δυνατή η πρόσληψη τροφής, είτε με προβλήματα στο ουροποιητικό που συνοδεύονται από πόνο και σοβαρή δυσλειτουργία που καταλήγει σε μη ιάσιμη βλάβη.
Τα κρούσματα εμφανίζουν μεγαλύτερη συχνότητα σε σημεία κοντά στα αστικά περιβάλλοντα, σε εκτάσεις που έχουν υποστεί αποψίλωση ή έχουν πληγεί από πυρκαγιά και ακραία ζέστη.
Η έγκαιρη διάγνωση και θεραπεία, ειδικά στην αρχή της νόσου, αυξάνει τις πιθανότητες ανάρρωσης, ωστόσο οι φαρμακευτικές επιλογές είναι λιγοστές, καθώς η αντιβίωση που προορίζεται για τα κοάλα ενδέχεται να διαταράξει την ισορροπία της εντερικής τους λειτουργίας και του μικροβιώματος, με αποτέλεσμα να δυσκολεύονται να αφομοιώνουν την τροφή και επομένως να καταλήγουν. Για αυτό σε ορισμένες ακραίες περιπτώσεις η ευθανασία θεωρείται η καλύτερη εναλλακτική ώστε να μην υποφέρει το ζώο.
Εγκρίθηκε το πρώτο εμβόλιο για την προστασία τους από τα χλαμύδια
Η πρόληψη για το κοάλα που απειλείται με εξαφάνιση είναι σημαντική και για αυτό προτείνονται μέτρα για τη διατήρηση εκτάσεων στις οποίες τα συμπαθή μαρσιποφόρα θα μπορούν να αναπαράγονται χωρίς πίεση και χωρίς τον κίνδυνο να μεταδοθεί η νόσος.
Με αφορμή τις προσπάθειες αυτές, η κυβέρνηση της Αυστραλίας διέθεσε περίπου 50 εκατ. δολάρια για την προστασία τους και τον εμβολιασμό τους.
Το εμβόλιο μίας δόσης αναπτύχθηκε στο Πανεπιστήμιο της Sunshine Coast από ερευνητές του Κέντρου Βιοκαινοτομίας με επικεφαλής τον καθηγητή Μικροβιολογίας, Πίτερ Τιμς, και έπειτα από 10ετή έρευνα.
Μετά τις απαραίτητες δοκιμές, η ρυθμιστική αρχή Φυτοφαρμάκων και Κτηνιατρικών Φαρμάκων της Αυστραλίας (APVMA) ενέκρινε το εμβόλιο για παραγωγή και ευρεία χρήση, το οποίο έχει ήδη χορηγηθεί σε άγρια κοάλα, καθώς και σε άτομα σε αιχμαλωσία και σε κέντρα αποκατάστασης άγριας ζωής.
Το εμβόλιο, όπως εξηγεί ο Τιμς, μειώνει τη λοίμωξη, προλαμβάνει την εξέλιξή της σε κλινική νόσο και σε ορισμένες περιπτώσεις μπορεί να αντιστρέψει τα υπάρχοντα συμπτώματα και βασίζεται στην κύρια πρωτεΐνη εξωτερικής μεμβράνης (MOMP) του Chlamydia pecorum.
Αναμένεται να μειώσει τη θνησιμότητα στα άγρια κοάλα κατά τουλάχιστον 65%, ποσοστό σημαντικό, τη στιγμή που ορισμένες αποικίες απειλούνται με εξαφάνιση, όπου τα επίπεδα μόλυνσης κυμαίνονται στο 50-70%. Χάρη, μάλιστα, στη σύνθεσή του δεν απαιτείται ενισχυτική δόση, όπως σε άλλες περιπτώσεις, αλλά μόνο μία και όπως αναφέρει ο Τιμς «για ένα άγριο ζώο όπως τα κοάλα, αυτό είναι που πραγματικά χρειάζεται».
Διαβάστε ακόμη
Ιστορική ανακατανομή κεφαλαίων: Η UBS «βλέπει» 1,2 τρισ. ευρώ να συρρέουν σε ευρωπαϊκές μετοχές
Σοκ στην Τουρκία: Γιατί κατασχέθηκαν τα τηλεοπτικά δίκτυα Haberturk και Show TV
Για όλες τις υπόλοιπες ειδήσεις της επικαιρότητας μπορείτε να επισκεφτείτε το Πρώτο Θέμα
Σχολίασε εδώ
Για να σχολιάσεις, χρησιμοποίησε ένα ψευδώνυμο.