Της Μαριάννας Τζάννε

Πρώτα την ΔΕΗ και μετά τους υπόλοιπους προμηθευτές ηλεκτρικής ενέργειας, επηρεάζει η εκτίναξη των τιμών στο χρηματιστήριο των ρύπων. Ήδη, από τα αποτελέσματα του α΄ εξαμήνου, η Επιχείρηση έχει επιβαρυνθεί με 52 εκατομμύρια παραπάνω λόγω των CO2, εικόνα που αντανακλά και η χθεσινή τοποθέτηση του υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας.

Ο κ. Γιώργος Σταθάκης άφησε ανοικτό το παράθυρο για ανατιμήσεις στα τιμολόγια του ρεύματος από το 2019 και όπως δήλωσε, το κόστος θα συνυπολογιστεί βάσει τριμήνου ή τετραμήνου. Τόνισε μάλιστα ότι σε «αντίθεση με τη ΔΕΗ, οι ιδιώτες πάροχοι περιλαμβάνουν στα συμβόλαιά του τη ρήτρα ρύπων, ώστε να περνούν αυτόματα τη συγκεκριμένη επιβάρυνση στους πελάτες τους».

Ο υπουργός Περιβάλλοντος έκανε λόγο για απρόβλεπτο παράγοντα, επισημαίνοντας ότι αφού αξιολογηθεί το κόστος, οριστικές αποφάσεις θα ληφθούν μέχρι τα τέλη του έτους. Χαρακτήρισε τη συζήτηση πανευρωπαϊκή, με σκοπό τη ρύθμιση της αγοράς των CO2, προκειμένου να αποφεύγονται απότομες διακυμάνσεις που συνδέονται με θέματα κερδοσκοπίας και εξέφρασε την αισιοδοξία του ότι θα υπάρξει βελτίωση στην αγορά.

Το κόστος διοξειδίου του άνθρακα, αποτελεί ένα πρόσθετο βαρίδι στον εξαμηνιαίο ισολογισμό της ΔΕΗ και ανοίγει την όρεξη για την εφαρμογή ρήτρας CO2 στους λογαριασμούς του ρεύματος.

Aντιμέτωποι με τον τυφώνα των ρύπων, βρίσκονται αντίστοιχα και οι εναλλακτικοί πάροχοι καθώς οι συνθήκες που διαμορφώνονται τους τελευταίους μήνες στην αγορά όχι μόνο περιορίζουν την ανάπτυξη του ανταγωνισμού αλλά οδηγούν με μαθηματική ακρίβεια σε αύξηση τιμολογίων.

Το κόστος του λιγνίτη εξαιτίας της εκτίναξης διεθνώς των δικαιωμάτων ρύπων που έφτασαν τα 27 ευρώ ο τόνος, τις προηγούμενες εβδομάδες, πιέζει τα περιθώρια κέρδους και των εναλλακτικών παρόχων ηλεκτρικής ενέργειας. Στο δυσμενές περιβάλλον που έχει διαμορφωθεί θα πρέπει να προστεθούν και οι αυξημένες τιμές χονδρεμπορικής στην Ευρώπη που αυξάνουν το κόστος των εισαγωγών ρεύματος.

Εάν οι πιέσεις συνεχιστούν, οι ιδιωτικές εταιρείες διαμηνύουν ότι είναι έτοιμες εκτός από την ρήτρα CO2, να ενεργοποιήσουν και την λεγόμενη ρήτρα οριακής τιμής που έχουν όλοι οι προμηθευτές. Όπως εξηγεί στέλεχος της αγοράς, η ρήτρα αυτή, αποτελεί ένα είδος προστασίας σε περιόδους μεγάλων ανατιμήσεων στο κόστος της ηλεκτρικής ενέργειας. Υπάρχει σε όλες τις εταιρείες και προβλέπει ότι τα τιμολόγια ρεύματος μπορούν να αναπροσαρμόζονται εφόσον υπάρχει αύξηση της οριακής τιμής συστήματος δηλαδή της τιμής, με την οποία οι εταιρείες προμηθεύονται ρεύμα στην χονδρική.

Μέχρι σήμερα –πλην κάποιων μικρών εξαιρέσεων-, οι εναλλακτικοί πάροχοι ισχυρίζονται ότι η ρήτρα αυτή δεν είχε ενεργοποιηθεί.

Με την ανεξέλεγκτη όμως πορεία των ρύπων που μέσα σε ένα χρόνο έχουν αυξηθεί κατά 20 ευρώ (ήταν 5 ευρώ πέρσι) και που σύμφωνα με τις προβλέψεις του Garbon Tracker θα ξεπεράσουν τα 35 ευρώ έως το 2020, αυξάνεται το κόστος παραγωγής ηλεκτρισμού και η αγορά προεξοφλεί την επιβάρυνση που θα φέρει στα τιμολόγια καθώς το κόστος θα μετακυλιστεί στους πελάτες. Τα CO2, τα οποία είναι ο “φόρος” που πληρώνουν οι ρυπογόνες βιομηχανίες για να ρυπαίνουν, μαστίζουν όλη την Ευρώπη και συνδέονται με την πορεία για την απανθρακοποίηση της ΕΕ και την μετάβαση στην κοινωνία της καθαρής ενέργειας.

Δεν είναι όμως ο μόνος πονοκέφαλος για τις εταιρείες ηλεκτρικής ενέργειας. Στο λειτουργικό κόστος θα πρέπει να προστεθεί και ο μηχανισμός αποζημίωσης ΑΔΙ (Πιστοποιητικά Διαθεσιμότητας Ισχύος), που ετοιμάζεται να επανακάμψει με μια διαφορετική φιλοσοφία αυτή την φορά, μέχρι την εφαρμογή του target model το 2019. Τα ΑΔΙ, παρέχουν πρόσθετα έσοδα στους ηλεκτροπαραγωγούς για να ενισχύσουν τη βιωσιμότητα των μονάδων και να διασφαλίσουν την επάρκεια ισχύος του συστήματος ηλεκτρικής ενέργειας και θα επιβαρύνουν τους προμηθευτές.

Το ευμετάβλητο όσο και απρόβλεπτο περιβάλλον στην αγορά ενέργειας ενισχύουν οι δημοπρασίες ηλεκτρικής ενέργειας ΝΟΜΕ. Οι ΝΟΜΕ αποτέλεσαν ένα μηχανισμό των θεσμών που εφαρμόζεται και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, προκειμένου οι προμηθευτές ενέργειας να αγοράσουν από την ΔΕΗ ηλεκτρική ενέργεια σε φθηνότερη τιμή, την οποία στην συνέχεια θα διοχετεύσουν με ανταγωνιστικότερα τιμολόγια στους πελάτες τους. Οι τιμές όμως με τις οποίες έκλεισε η τελευταία δημοπρασία που ήταν πολύ υψηλή (στα 48,8 ευρώ), έχουν ανοίξει μια μεγάλη συζήτηση για την αποτελεσματικότητά τους, την ίδια στιγμή που μερίδα του κλάδου, κυρίως από τους μικρότερους παίκτες της αγοράς, εγκαλούνται από την Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας για κατάχρηση του μέτρου.