του Παναγιώτη Μπουσμπουρέλη

Η σημαντική ενίσχυση της προμήθειας φυσικού αερίου από τη Ρωσία θα είναι από τα βασικά ζητήματα που θα τεθούν στη συνάντηση του πρωθυπουργού με τον πρόεδρο Βλαντιμίρ Πούτιν στη Μόσχα. Το άνοιγμα του ζητήματος, όπως ξεκίνησε από τον υπουργό Ενέργειας Παναγιώτη Λαφαζάνη, έχει προκαλέσει ήδη αντιδράσεις στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η οποία φροντίζει πάντως να κρατήσει αποστάσεις εμμένοντας σε μια πολύ συγκεκριμένη γραμμή.

Τα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ενωσης οφείλουν να τηρούν τις προδιαγραφές της ενεργειακής πολιτικής στις υποχρεώσεις προμήθειας συμβολαίων αερίου, χωρίς αυτό να απαγορεύει σε κάθε χώρα να αναζητεί πρόσθετες εναλλακτικές πηγές εφόσον δεν αντιβαίνουν στο συμφωνηθέν ευρωπαϊκό πλαίσιο.

Στο briefing της περασμένης Τετάρτης και αμέσως μετά τη συνέντευξη Λαφαζάνη για τα σχέδια προμήθειας από τη Μόσχα, η εκπρόσωπος Τύπου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Μίνα Αντρέεβα, είπε: «Η Ρωσία δεν αποτελεί εναλλακτική λύση για την Ελλάδα, το ταξίδι του πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα στη Μόσχα δεν δημιουργεί όμως κανένα πρόβλημα».

Είναι προφανές ότι η Επιτροπή κινείται σε λεπτές ισορροπίες μετά και τις ανακοινώσεις που έγιναν κατά τη συνεδρίαση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου στις 20 Μαρτίου, όπου η ενεργειακή ένωση τέθηκε ως προτεραιότητα, καθώς στοχεύει να αντιμετωπίσει στρατηγικά κρίσεις όπως αυτή της Ρωσίας – Ουκρανίας, αλλά και τον ανταγωνισμό των ΗΠΑ λόγω των εξορύξεων.

Είχε προηγηθεί μάλιστα η δήλωση Λαφαζάνη ότι «η Ελλάδα δεν είναι υποτελής κανενός και θέλει να ασκήσει ανεξάρτητη ενεργειακή πολιτική, εν προκειμένω αναβαθμίζοντας τις σχέσεις της με τη Ρωσία». Αυτό που έχει πάρει ως υπόσχεση από τη ρωσική πλευρά ο υπουργός στο πρόσφατο ταξίδι του στη Μόσχα, συνοδευόμενος από τον κοινοβουλευτικό εκπρόσωπο και γνώστη των ενεργειακών Θανάση Πετράκο, είναι ότι οι Ρώσοι είναι διατεθειμένοι να δώσουν στην Ελλάδα εξαιρετικά ευνοϊκές τιμές φυσικού αερίου με την προϋπόθεση ότι η χώρα θα δώσει πρόσβαση στον Turkish Stream.

Ο νέος αγωγός, που αντικαθιστά τον South Stream, παρακάμπτει την Ουκρανία και περνά από την Τουρκία με στόχο την Ευρώπη, θα είναι δυναμικότητας περί τα 47 εκατομμύρια κυβικά μέτρα φυσικού αερίου, από τα οποία η Ελλάδα θα μπορεί, σύμφωνα με τις πληροφορίες, να καλύψει το σύνολο των ετήσιων αναγκών της ύψους 3,5 εκατ. κυβικών μέτρων.

Από εδώ ξεκίνησε ο ευρωπαϊκός σκεπτικισμός, καθώς, σύμφωνα με πληροφορίες, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εξετάζει στο σχετικό πλάνο την οικονομική βιωσιμότητα του ρωσικού project στο οποίο πρωταγωνιστεί η Gazprom αλλά και τις νομικές επιπτώσεις. Είναι σαφές ότι δεν ευνοείται πιθανή αυτονόμηση των ελληνικών κινήσεων αν δεν δοθεί το ΟΚ από την ευρωπαϊκή πλευρά, τη στιγμή μάλιστα που άρνηση για τον τουρκικό αγωγό εξέφρασε η Βουλγαρία. Σε αυτό το σημείο, λοιπόν, ξεκινά ακόμα μία επίμαχη τριβή για τις πρωτοβουλίες μας.

Η συνάντηση Ριστορί – ΣΕΒ και οι αντιρρήσεις των Ευρωπαίων
Αντιλαμβάνεται κανείς πόσο ευαίσθητες ισορροπίες είναι αυτές στις οποίες κινείται η ελληνική πλευρά για την ενεργειακή πολιτική, καθώς ο γενικός διευθυντής του ενεργειακού τομέα και Νο 2 μετά τον επίτροπο Αρίας Κανιέτε, Ντομινίκ Ριστορί, που συναντήθηκε πρόσφατα με εκπροσώπους του προεδρείου του ΣΕΒ, ζήτησε να γίνει η Ελλάδα hub φυσικού αερίου. Η συνάντηση διεξήχθη στις Βρυξέλλες την προηγούμενη εβδομάδα και αυτό που πρόταξε ο Γάλλος διευθυντής είναι να αξιοποιηθεί η θέση της χώρας ως πύλης εισόδου από την ανατολική πλευρά για πάσης μορφής φυσικό αέριο.

Χάρη στο Αιγαίο, στη γειτνίαση με την Ιταλία, αλλά και την ηγετική θέση στα Βαλκάνια, οι χώρες των οποίων μπορεί επίσης να επωφεληθούν από την ανάπτυξη των δικτύων του φυσικού αερίου, η Ελλάδα θεωρείται ιδανική για έναν τέτοιο ρόλο. Την ίδια ώρα, όμως, οι παράγοντες της ευρωπαϊκής πλευράς εκφράζουν αμηχανία και τη δυσαρέσκειά τους για σειρά πρωτοβουλιών που έχει πάρει η ηγεσία του υπουργείου, ξεκινώντας από την άρνηση των βασικών επιλογών της ευρωπαϊκής πλευράς, οι οποίες έχουν να κάνουν με το μπλόκο των διαδικασιών ιδιωτικοποίησης της ΔΕΗ, αλλά και την ανακολουθία για τα εργοστάσια παραγωγής φυσικού αερίου των ιδιωτών.

Συγκεκριμένα, παρά το γεγονός ότι σε υπηρεσιακό επίπεδο εγκρίθηκαν από την ευρωπαϊκή πλευρά οι μηχανισμοί αποζημιώσεων για τα λεγόμενα Αποδεικτικά Διαθεσιμότητας Ισχύος (ΑΔΙ), που προσδιορίζουν την αμοιβή των μονάδων για να είναι σε ετοιμότητα να καλύψουν τις ενεργειακές ανάγκες της χώρας, η πολιτική ηγεσία στη συνέχεια δεν διαβίβασε το σχετικό αίτημα προς την αρμόδια επιτροπή, με αποτέλεσμα τα εργοστάσια φυσικού αερίου να μην μπορούν να πάρουν τα σχετικά κονδύλια. Σε αυτή την περίπτωση η ΔΕΗ θα έχει ουδέτερο αποτέλεσμα, αφού και θα πληρώνει αλλά θα έχει λαμβάνειν και αυτή από τα ΑΔΙ, ενώ χαμένοι θα είναι οι παραγωγοί φυσικού αερίου, παρά τις επενδύσεις 2,5 δισ. ευρώ που έχουν γίνει.

Η άρνηση μάλιστα πληρωμής των μονάδων αυτών επί μήνες από τον ΑΔΜΗΕ δημιουργεί στην αγορά την πεποίθηση ότι ισχύουν δύο μέτρα και δύο σταθμά, αφού οι τρεις μονάδες φυσικού αερίου της ΔΕΗ λειτουργούν κανονικά, ενώ ετοιμάζεται και η τέταρτη στη Μεγαλόπολη.

Οι μονάδες φυσικού αερίου έχουν την υποχρέωση να είναι ανά πάσα στιγμή έτοιμες να αναπληρώσουν τις ανάγκες του συστήματος και γι’ αυτό παίρνουν αποζημίωση του κόστους λειτουργίας τους. Παράλληλα, παράγουν καθαρή ενέργεια που αποτελεί στρατηγική κατεύθυνση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, καθώς, όπως ανέφερε ο κ. Ριστορί προς τους εκπροσώπους του ΣΕΒ, αναμένεται αύξηση του κόστους των ρύπων του διοξειδίου του άνθρακα (CO2) που εκπέμπουν οι περισσότερες παλαιές μονάδες της ΔΕΗ.

Σε αυτή την περίπτωση τίθεται το ερώτημα πώς θα αντιμετωπίσει η ΔΕΗ την αύξηση του κόστους αν δεν την μετακυλίσει στους καταναλωτές. Οι μονάδες φυσικού αερίου τιμολογούν υψηλότερα μεν, από την άλλη πλευρά, όμως, σύμφωνα με τις αποφάσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, οι παραγωγοί ενέργειας θα πρέπει να αποκτήσουν πρόσβαση και σε φθηνότερες μορφές ενέργειας, όπως είναι το νερό και ο λιγνίτης, για να βελτιώσουν το μείγμα που χρησιμοποιούν σε σχέση με το κόστος.

Αυτό το κρίσιμο θέμα, λοιπόν, που ανοίγει τον ανταγωνισμό και αποτελεί προαπαιτούμενο για όλες τις ευρωπαϊκές αγορές επιχείρησε να ανοίξει και να προχωρήσει η προηγούμενη κυβέρνηση με τις περίφημες δημοπρασίες στα πρότυπα της γαλλικής αγοράς (ΝΟΜΕ) πέρυσι το καλοκαίρι. Ομως, από τη μια η πολιτική ανικανότητα, από την άλλη η έλλειψη χρόνου, η μεταρρύθμιση δεν ολοκληρώθηκε.

Ενα ακόμη ζήτημα που θα έχει να αντιμετωπίσει η κυβέρνηση είναι η μονοπωλιακή θέση της ΔΕΗ, καθώς η ευρωπαϊκή πλευρά ζητά να είναι κάτω από 70% η συμμετοχή της ηγέτιδας εταιρείας στην αγορά. Κάτι άλλο που ζητά η ευρωπαϊκή πλευρά είναι η διασύνδεση των κρατών-μελών σε ποσοστό που θα έχει βάση τουλάχιστον 10% για την ηλεκτρική παραγωγή.

Αυτό η χώρα μας το έχει πετύχει μεν για την ηπειρωτική Ελλάδα, στα νησιά όμως υπολείπεται οριακά. Το στρατηγικό σχέδιο είναι να επιταχυνθούν τα projects που αφορούν τη διασύνδεση Ιβηρικής – Βαλτικών Δημοκρατιών και Νοτιοανατολικής Ευρώπης. Η υπόθεση της διασύνδεσης των νησιών αποτελεί μείζον επενδυτικό πλάνο που εκτιμάται ότι θα μειώσει σημαντικά το κόστος ενέργειας. Αφορά τη διασύνδεση της Κρήτης αλλά και την ενίσχυση της γραμμής τάσης της Πελοποννήσου. Οι διασυνδέσεις Κρήτης και Ιταλίας είναι έργα που εκτιμάται ότι μπορεί να μπουν στο πακέτο Γιούνκερ, αφού οι συνολικοί προϋπολογισμοί είναι ύψους 1 δισ. ευρώ, θα απαιτηθούν όμως και ιδιωτικά κεφάλαια. Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο πρόκρινε επίσης ως προτεραιότητα και αύξηση του βάρους των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας (ΑΠΕ), με στόχο να επιτευχθούν οι στόχοι που έχει θέσει μέσα στην επόμενη 15ετία.

Ο επίτροπος Κανιέτε
Ο νέος Ισπανός επίτροπος Αρίας Κανιέτε την εβδομάδα που πέρασε αναφέρθηκε με συγκεκριμένα νούμερα στο πακέτο και τις προτάσεις για τη νέα αγορά ηλεκτρισμού. Οι επενδύσεις για το σύνολο της Ευρώπης που θα εκσυγχρονίσουν την παροχή και τη διανομή της ηλεκτρικής ενέργειας απαιτείται να γίνουν σε επίπεδο 400 δισ. ευρώ. Τα κονδύλια για έρευνα έχουν ανέλθει στα 6 δισ. και ο στόχος είναι να γίνει συνδυασμός χρηματοδοτήσεων προφανώς από το πακέτο Γιούνκερ, από τα ευρωπαϊκά διαρθρωτικά ταμεία αλλά και από ιδιωτικά κεφάλαια.