© Απαγορεύεται από το δίκαιο της Πνευμ. Ιδιοκτησίας η καθ΄οιονδήποτε τρόπο παράνομη χρήση/ιδιοποίηση του παρόντος, με βαρύτατες αστικές και ποινικές κυρώσεις για τον παραβάτη
Στο Τελ Αβίβ η μέση τιμή πώλησης ενός μέσου νέου διαμερίσματος ανέρχεται σε 13.970 ευρώ ανά τετραγωνικό μέτρο, στο Μόναχο στα 10.800 ευρώ, όσο περίπου και στο Παρίσι, ενώ στο κέντρο του Λονδίνου στα 8.252 ευρώ.
Την ίδια στιγμή στη Σαντορίνη, όπου οι Βρετανοί, οι Γερμανοί και οι Αμερικανοί κατατάσσονται στο top 3 των ξένων αγοραστών, οι τιμές κυμαίνονται μεταξύ 4.500-7.500 ευρώ ανά τ.μ. για μια πολυτελή βίλα κοντά στη θάλασσα, η οποία, πέραν της ίδιας χρήσης, έχει και σημαντική δυναμική ως ακίνητο εισοδήματος μέσω βραχυχρόνιας μίσθωσης το καλοκαίρι.
Η Μύκονος είναι σαφώς πιο ακριβή, με τις τιμές στις πολυτελείς βίλες στα 7.500 ευρώ, αλλά και πάνω από το ψυχολογικό όριο των 10.000 ευρώ ανά τ.μ. για μοναδικά ακίνητα πάνω στη θάλασσα. Ωστόσο, και στην περίπτωση αυτή τα νούμερα είναι χαμηλότερα σε σύγκριση με τις τιμές για ένα διαμέρισμα 70 τ.μ. σε μια μεγαλούπολη του εξωτερικού. Αντίστοιχα συμβαίνει και στα πολύ δημοφιλή νότια προάστια, όπου η άνοδος των τιμών τα τελευταία χρόνια τροφοδοτείται σταθερά από τους ξένους αγοραστές που σπεύδουν να αξιοποιήσουν ένα ακίνητο στη θάλασσα σε μια ευρωπαϊκή πρωτεύουσα, προνόμιο το οποίο η Αθήνα κεφαλαιοποιεί σε αυτή τη συγκυρία.
Κάπως έτσι, λοιπόν, εξηγείται το γιατί οι ξένοι θα συνεχίσουν και το επόμενο διάστημα να αγοράζουν ακριβά και πολυτελή σπίτια στην Ελλάδα, στις πιο ακριβές περιοχές, είτε πρόκειται για τις μοναδικές Κυκλάδες, είτε ακόμη και για την πολυσυζητημένη Αθηναϊκή Ριβιέρα.
Και κάπως έτσι, μεγαλώνει ακόμη περισσότερο η ψαλίδα για το εγχώριο κοινό, το οποίο πια στρέφεται, ειδικά για τις νότιες περιοχές της Αττικής, από τη Γλυφάδα, τη Βούλα και τη Βουλιαγμένη στη Σαρωνίδα, στο Λαγονήσι, στην Ανάβυσσο και τη Βάρη, που παρουσιάζουν τώρα τιμές πιο προσιτές για τα ελληνικά δεδομένα, στα 2.500-4.000 ευρώ ανά τ.μ.
Ξένοι και πολυτελή ακίνητα
«Η Ελλάδα εξελίσσεται σε έναν από τους πιο ελκυστικούς επενδυτικούς προορισμούς ακινήτων στην Ευρώπη. Σε αντίθεση με ώριμες αγορές όπως η Ισπανία και η Πορτογαλία, όπου οι αποδόσεις σταθεροποιούνται, η Αττική Ριβιέρα και οι Κυκλάδες εξακολουθούν να προσφέρουν προοπτική υπεραξίας σε συνδυασμό με χαμηλότερη φορολογία μεταβίβασης και ισχυρή τουριστική ζήτηση», σχολιάζει η κυρία Κορίνα Σαΐα, διευθύνουσα σύμβουλος της εταιρείας παροχής κτηματομεσιτικών υπηρεσιών Premier Realty. Η εταιρεία πρόσφατα προχώρησε σε συνεργασία ειδικά για την αγορά πολυτελών κατοικιών με την εταιρεία συμβούλων ακινήτων Δανός, η οποία συνεργάζεται με τη διεθνή BNP Paribas Real Estate.

«Η αγορά πολυτελών κατοικιών σε Νότια Αττική και Κυκλάδες το 2026 θα συνεχίσει την ανοδική της πορεία, ενισχυμένη από το διεθνές ενδιαφέρον, την περιορισμένη προσφορά και την υψηλή ποιότητα ζωής. Οι τιμές για τα καλά ακίνητα εκτιμάται ότι μπορεί να αυξηθούν περαιτέρω, σε ποσοστό από 4% έως 6% σε ετήσια βάση, ενώ σε τριετή ορίζοντα η υπεραξία σε συνδυασμό και με την αξιοποίηση του ακινήτου για το διάστημα που δεν χρησιμοποιείται από τον ιδιοκτήτη του μπορεί να φτάσει στο 15%-20%. Οι αποδόσεις από βραχυχρόνιες μισθώσεις κινούνται στο 3%-4%, με περιθώρια ανόδου σε premium τοποθεσίες», επισημαίνει η κυρία Σαΐα και συνεχίζει: «Η πολυτελής κατοικία στην Ελλάδα δεν είναι πια απλώς ένα προσωπικό όνειρο. Είναι μια στρατηγική επένδυση που μπορεί να εξασφαλίσει σταθερή υπεραξία και απόδοση, γι’ αυτό και οι επενδυτές που θα κινηθούν σήμερα με προσεκτικά κριτήρια θεωρούμε ότι θα είναι οι κερδισμένοι της επόμενης τριετίας».
Στο πλαίσιο αυτό, το ενδιαφέρον από το εξωτερικό -και παρά τη γενικότερη άνοδο των τιμών των ακινήτων στη χώρα μας την τελευταία επταετία- παραμένει υψηλό. Πολύ περισσότερο μέσα σε ένα πιο διεθνοποιημένο περιβάλλον όπου η Ελλάδα εδραιώνεται σταδιακά, ειδικά τα τελευταία δύο-τρία χρόνια σε αυτό το κομμάτι της αγοράς και τα ακριβά ακίνητα υψηλών προδιαγραφών, με τις πρωταθλήτριες περιοχές των ακριβών νοτίων προαστίων και των Κυκλάδων να συγκρίνονται με τα αντίστοιχα άλλων αγορών σε Ιταλία, Γαλλία κ.α. Και αυτό παρά το γενικότερο διεθνές περιβάλλον και τη γεωπολιτική και οικονομική αστάθεια που έχει οδηγήσει σε συνολική υποχώρηση της ζήτησης στη διεθνή αγορά κατά περίπου 20% από τις αρχές του έτους, με βάση τα δεδομένα παγκοσμίως από τη Sotheby’s International Realty.
Η ελληνική αγορά, ακόμη και σε αυτά τα επίπεδα τιμών, παραμένει φθηνή για τα κριτήρια των ξένων αγοραστών εφόσον συγκριθεί με τις τιμές που ισχύουν σε άλλες ευρωπαϊκές. Η τελευταία μελέτη σε 28 χώρες ανά την Ευρώπη της Deloitte, της γνωστής εταιρείας παροχής ελεγκτικών, φορολογικών, συμβουλευτικών, χρηματοοικονομικών και λοιπών υπηρεσιών που μετρά μέσω των κατά τόπους γραφείων της κάθε χρόνο τις επιδόσεις της αγοράς κατοικίας, λαμβάνει υπόψη ένα απλό καινούριο διαμέρισμα 70 τ.μ. και συγκρίνει τις μέσες ζητούμενες τιμές: το 2024 στην ανάλυση συμπεριλήφθηκαν 75 πόλεις σε όλη την Ευρώπη, το Ισραήλ και την Τουρκία. Οπως προκύπτει, το Τελ Αβίβ παραμένει η πιο ακριβή πόλη για την αγορά νέου σπιτιού, με μέση τιμή στα 13.970 ευρώ ανά τ.μ. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι πλέον το Ισραήλ στην Ελλάδα, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του υπουργείου Μετανάστευσης για την Golden Visa τον Ιούλιο στη λίστα με τις αρχικές χορηγήσεις, έχει σκαρφαλώσει με 510 άδειες διαμονής μόνιμου επενδυτή στην 8η θέση της κατάταξης, με ποσοστό 3% επί του συνόλου, ελάχιστα χαμηλότερα από τις ΗΠΑ, που είναι στην 6η (518 άδειες διαμονής μόνιμου επενδυτή) και την Αίγυπτο στην 7η θέση (511 άδειες μόνιμου επενδυτή).
Από πλευράς τιμών των ακινήτων πανευρωπαϊκά, λίγο πιο πίσω από το Τελ Αβίβ βρίσκεται η πόλη του Λουξεμβούργου, όπου οι τιμές έφτασαν στα 11.074 ευρώ ανά τ.μ. Δύο ακόμη περιπτώσεις εντάσσονται στην ελίτ των πόλεων με τιμές στα σπίτια -όχι τα πολυτελή- άνω των 10.000 ευρώ ανά τ.μ.: το Μόναχο με 10.800 ευρώ ανά τ.μ. και το Παρίσι με 10.760 ευρώ ανά τ.μ. Ελαφρώς πιο… προσιτές, αλλά ακόμα μεταξύ των αγορών με τις υψηλότερες τιμές είναι οι πόλεις στην περιοχή των 7.500-9.999 ευρώ ανά τ.μ.
Σε αυτές περιλαμβάνονται η Ιερουσαλήμ (8.693 ευρώ), το Αμστερνταμ (8.475 ευρώ), το κέντρο του Λονδίνου (8.252 ευρώ), η Βαρκελώνη (7.859 ευρώ) και η Φρανκφούρτη (7.600 ευρώ). «Ολες οι περιπτώσεις αποτυπώνουν την ισχυρή ζήτηση σε μεγάλα οικονομικά κέντρα με ισχυρό και το πολιτιστικό αποτύπωμα», αναφέρεται χαρακτηριστικά. Στη μελέτη της Deloitte η Αθήνα είναι σαφώς χαμηλότερα με μέση τιμή στα 4.098 ευρώ ανά τ.μ. για ένα απλό νέο διαμέρισμα 70 τ.μ., το οποίο πάντως είναι πολύ ακριβό για τα εισοδήματα των Ελλήνων, αν ληφθεί υπόψη ότι πληρώνουν 15,3 φορές τον ετήσιο ακαθάριστο μισθό τους για σπίτι 70 τ.μ. (η δεύτερη χειρότερη επίδοση στην Ευρώπη μετά τους Ολλανδούς). Τα νούμερα ανεβαίνουν περαιτέρω, όπως είναι εύλογο, όταν πρόκειται για πολυτελή σπίτια στα νότια προάστια.
Η εικόνα στα νότια
Ετσι, στη Γλυφάδα, στη Βουλιαγμένη και το Καβούρι οι τιμές για πολυτελή ακίνητα έχουν μεγάλες διακυμάνσεις ανάλογα με τη θέση, τις προδιαγραφές και τις παροχές και κυμαίνονται από 8.000 ευρώ και μπορεί να φτάνουν ή και να ξεπερνούν τα 20.000 ευρώ ανά τ.μ. «Η έντονη οικοδομική δραστηριότητα στα νότια έχει φέρει μεν στην αγορά πληθώρα νεόδμητων διαμερισμάτων, όμως εξακολουθεί να υπάρχει έλλειψη σε μεγάλες ανεξάρτητες βίλες με ιδιωτικότητα, κήπο και πισίνα», σχολιάζει η κυρία Σαΐα.
«Βλέπουμε καθημερινά ότι οι διεθνείς αγοραστές ζητούν περισσότερες μεσαίου μεγέθους πολυτελείς κατοικίες (επιφάνειας 120-180 τ.μ.), πλήρως επιπλωμένες λύσεις, με το κλειδί στο χέρι, και ακίνητα με πράσινη ταυτότητα υψηλής ενεργειακής κατηγορίας. Αυτά είναι τα κενά της αγοράς που, αν καλυφθούν, θα οδηγήσουν σε ακόμη υψηλότερη ζήτηση. Γι’ αυτό για τις συγκεκριμένες κατηγορίες ακινήτων το 2026 προβλέπουμε ότι θα συνεχίσει η αύξηση τιμών κατά 4%-6%, κυρίως λόγω της περιορισμένης γης και του υψηλού κόστους κατασκευής. Τα παλαιότερα ακίνητα, αν δεν ανακαινιστούν ουσιαστικά, θα μείνουν πίσω εντείνοντας τη διαφοροποίηση ανάμεσα σε παλιό και νέο κτιριακό απόθεμα».
Αυθεντικότητα στις Κυκλάδες
Αντίστοιχα, στις πολύ ακριβές Κυκλάδες (Μύκονος, Σαντορίνη, Πάρος, Αντίπαρος) η αγορά των πολυτελών ακινήτων -πέραν των δεδομένων, όπως είναι το μοναδικό περιβάλλον και η αυθεντικότητα των ελληνικών νησιών- πριμοδοτείται περαιτέρω στα μάτια των ξένων από τον τουρισμό και την προοπτική αξιοποίησης ενός σπιτιού με βραχυχρόνιες μισθώσεις ανά εβδομάδα στη διάρκεια της θερινής σεζόν.
«Η Μύκονος παραμένει στην κορυφή με τιμές που ξεπερνούν τα 7.000 ευρώ ανά τ.μ., ενώ η Πάρος αναδεικνύεται premium επιλογή με μέσο όρο γύρω στα 4.200 ευρώ τ.μ. Οι αγοραστές εδώ δεν αναζητούν μόνο θέα στη θάλασσα, αλλά και αυθεντικότητα, χαμηλότερη πυκνότητα δόμησης και συνδυασμό παραδοσιακού χαρακτήρα με σύγχρονη πολυτέλεια», σχολιάζει η κυρία Σαΐα.
Φυσικά, οι τιμές πάνε κατά περίπτωση και πολύ πιο πάνω: κατ’ αρχάς, στη Μύκονο, που είναι και η πιο ακριβή επιλογή, με νούμερα ακόμη και στα 12.000 ευρώ ανά τ.μ., στην Πάρο ανεβαίνοντας πάνω από το όριο των 10.000 ευρώ και στην Αντίπαρο πάνω από τις 6.000 ευρώ, σύμφωνα με τα στοιχεία από την εταιρεία παροχής κτηματομεσιτικών υπηρεσιών Engel & Völkers.
Η τελευταία χαρτογραφεί και το ενδιαφέρον από το εξωτερικό για τις Κυκλάδες. Ενδεικτικά, για τη Μύκονο υπάρχει 60%-70% ποσοστό ξένων αγοραστών, με τους Ιταλούς, τους Λιβανέζους και τους Γάλλους να την προτιμούν. Στην Πάρο το ποσοστό των ξένων αγοραστών έχει ανέβει εσχάτως φτάνοντας ή και ξεπερνώντας το 60% επί του συνόλου, με μεγαλύτερο ενδιαφέρον από τη Γαλλία, την Ελβετία, τη Γερμανία και το Ισραήλ. Η Αντίπαρος προσελκύει σε ποσοστό ακόμη και 75% ξένους αγοραστές πολύ υψηλού εισοδηματικού προφίλ, κυρίως από την Ιταλία, το Ηνωμένο Βασίλειο και τη Γερμανία, για τους οποίους βασικά ζητούμενα είναι η ιδιωτικότητα, η αυθεντικότητα και η εγγύτητα στη θάλασσα. Ακόμη μεγαλύτερο είναι το ποσοστό των ξένων αγοραστών στη Σαντορίνη, με την πλειονότητα να προέρχεται από τις ΗΠΑ, το Ηνωμένο Βασίλειο, τη Γερμανία και την Ιταλία.
Αντίθετα, στην Ανδρο είναι πολλοί οι Ελληνες αγοραστές, κυρίως Αθηναίοι, ενώ μεταξύ των ξένων ενδιαφέρον εκδηλώνεται από Γάλλους, Ιταλούς, Ελβετούς και πιο περιστασιακά από Βρετανούς και Ισραηλινούς. Αύξηση ξένων αγοραστών καταγράφεται και στη Σύρο, με τους Βρετανούς να την επιλέγουν περισσότερο, όπως και από Αμερικανούς, Αυστραλούς, Γερμανούς, Λιβανέζους και Ισραηλινούς. Αυθεντικότητα και φυσικό περιβάλλον είναι τα κίνητρα των ξένων αγοραστών στην Τήνο, με την πλειονότητα να προέρχεται από τη Γερμανία, τη Βόρεια Ευρώπη (Ολλανδία, Βέλγιο και Σκανδιναβία), τις ΗΠΑ και τον Καναδά.
Διαβάστε ακόμη
Chevron και Helleniq Energy κατέθεσαν προσφορά για τα θαλάσσια οικόπεδα νότια της Κρήτης (vid)
Tο χάπι που εξαφανίζει το “τρακ” κάνει θραύση στις γυναίκες
Για όλες τις υπόλοιπες ειδήσεις της επικαιρότητας μπορείτε να επισκεφθείτε το Πρώτο ΘΕΜΑ
Σχολίασε εδώ
Για να σχολιάσεις, χρησιμοποίησε ένα ψευδώνυμο.