Οι διευθύνοντες σύμβουλοι των εταιρειών παροχής χρηματοοικονομικών υπηρεσιών θεωρούν την έλλειψη ταλαντούχων στελεχών με τις κατάλληλες δεξιότητες ως τη μεγαλύτερη απειλή για την ανάπτυξη.  Επίσης, τα μοντέλα διαχείρισης ανθρώπινου δυναμικού που εφαρμόζονται σήμερα δεν είναι βιώσιμα στη νέα οικονομική πραγματικότητα, καθώς θεωρείται αναγκαία η επανάκτηση της εμπιστοσύνης και της αφοσίωσης των εργαζομένων, των πελατών και της κοινωνίας συνολικά.

Τα παραπάνω αναφέρει σε μελέτη της η PwC με θέμα την επαναφορά της διαχείρισης του ανθρώπινου δυναμικού στο επίκεντρο της ατζέντας του χρηματοοικονομικού κλάδου (“Seizing back the people agenda”). 

Τα κύρια συμπεράσματα της έρευνας είναι τα εξής:

Ο συνδυασμός της εξέλιξης της τεχνολογίας και της τρέχουσας οικονομικής κατάστασης, έχουν αλλάξει τις προσδοκίες των πελατών, καθιστώντας μη βιώσιμες επιχειρηματικές δραστηριότητες που στο παρελθόν υπήρξαν κερδοφόρες.

Πάνω από το 80% των επικεφαλής των εταιρειών θεωρούν το υπερβολικό ρυθμιστικό πλαίσιο ως απειλή για την ανάπτυξη των οργανισμών τους.  Και στην πλειοψηφία τους ανησυχούν για την αλλαγή που παρατηρείται στις καταναλωτικές συνήθειες των πελατών τους.

Το 50% των διευθυνόντων συμβούλων του χρηματοοικονομικού κλάδου πιστεύουν ότι η έλλειψη εμπιστοσύνης στον κλάδο αποτελεί ανασταλτικό παράγοντα για την ανάπτυξη.

Η επανάκτηση της χαμένης εμπιστοσύνης των πελατών έχει ζωτική σημασία για τη διατήρησή τους καθώς και την ανάπτυξη.  Ο στόχος αυτός είναι στρατηγική προτεραιότητα των ηγετών του κλάδου.
Η επανασύνδεση με τους πελάτες προϋποθέτει την επανασύνδεση με τους εργαζόμενους – γεγονός που αποτελεί ακόμα μεγαλύτερη πρόκληση καθώς έχει κλονιστεί σοβαρά η σχέση εμπιστοσύνης μεταξύ των εργοδοτών και των εργαζομένων του κλάδου, λόγω περικοπών και οργανωτικών αναδιαρθρώσεων.

Απαιτούνται σημαντικές αλλαγές στην κουλτούρα των εταιρειών, συμπεριλαμβανομένης της υιοθέτησης κατάλληλων συμπεριφορών σε όλες τις λειτουργίες και γεωγραφικές περιοχές.

Ο Κυριάκος Ανδρέου, Partner και Επικεφαλής του Συμβουλευτικού τμήματος της PwC Ελλάδας δήλωσε:  «Οι περισσότερες εταιρείες αντί να προχωρούν δυναμικά στη διαμόρφωση των στρατηγικών διαχείρισης του ανθρώπινου δυναμικού τους, προβαίνουν σε μεμονωμένες δράσεις ούτως ώστε να αντιμετωπίσουν τις πιέσεις που δέχονται.  Από την άλλη πλευρά, η αναστάτωση που επικρατεί στην αγορά και η ανάγκη ανάκτησης της εμπιστοσύνης των πελατών και των εργαζομένων στον κλάδο κάνουν ακόμα πιο επιτακτική την ανάγκη διαμόρφωσης και προώθησης στρατηγικών όσον αφορά τη σχέση των εταιρειών με τους εργαζόμενους και την κοινωνία.  Για να μπορέσουν, όμως, τα στελέχη των επιχειρήσεων να θέσουν σε εφαρμογή αυτές τις στρατηγικές πρέπει να γνωρίζουν ποιοι είναι οι νέοι επιχειρησιακοί στόχοι και ποιες είναι οι απαιτήσεις τους σε ανθρώπινους πόρους.

Οι απαντήσεις σε αυτά τα ερωτήματα θα βοηθήσουν τις επιχειρήσεις να εξασφαλίσουν τα σωστά στελέχη, με τις κατάλληλες δεξιότητες και την απαραίτητη θέληση να αντιμετωπίσουν τις νέες προκλήσεις και να συμβάλουν στην ανάπτυξη του κλάδου.»

Αποκατάσταση της εικόνας

Το πλήγμα που έχει υποστεί η εικόνα του χρηματοοικονομικού κλάδου επιδεινώθηκε ακόμη περισσότερο από την επιθετική στάση που τήρησαν σε πολλές περιπτώσεις τα ΜΜΕ, οι πολιτικοί και η κοινωνία γενικότερα.  Σύμφωνα με αρκετούς συμμετέχοντες στην έρευνα, ο ανταγωνισμός αυτός έχει δημιουργήσει ένα κλίμα διχασμού και καχυποψίας απέναντι σε οποιαδήποτε αλλαγή, καθώς και επιφύλαξης όσον αφορά την επανασύνδεση του κλάδου με το λοιπό κοινό.

Η φήμη του κλάδου αποτελεί επίσης έναν λόγο για τον οποίο δεν είναι εύκολη η προσέλκυση ταλαντούχων στελεχών.  Σύμφωνα με έρευνα στην οποία ερωτήθηκαν και απόφοιτοι πανεπιστημίων που ετοιμάζονταν για την αγορά εργασίας, πάνω από το 20% έχουν αποκλείσει το ενδεχόμενο καριέρας στον κλάδο των χρηματοοικονομικών υπηρεσιών λόγω της εικόνας του.  Η επόμενη γενιά των εργαζομένων, οι λεγόμενοι ‘millenials’, αναζητούν δουλειές με κύριο κριτήριο να έχουν ουσία και ενδιαφέρον.

Μια νέα προσέγγιση στην προσέλκυση νέων στελεχών στον κλάδο

Η ανταμοιβή των εργαζομένων που απασχολούνται στον κλάδο των χρηματοοικονομικών υπηρεσιών βασίζεται κυρίως στις οικονομικές απολαβές.  Ωστόσο, η μείωση των απολαβών  λόγω της οικονομικής κρίσης σημαίνει ότι απλά δεν υπάρχουν οι προϋποθέσεις διατήρησης των παλιών επιπέδων αμοιβών.  Παρόλα αυτά, πάνω από το 70% των διευθυνόντων συμβούλων του κλάδου υποστηρίζουν ότι προκειμένου να κρατήσουν τα ταλαντούχα στελέχη τους πρέπει να τους προσφέρουν τις ίδιες αμοιβές με αυτές μου προσφέρονται σε αντίστοιχα στελέχη του κλάδου.  Αυτά τα επίπεδα αμοιβών πρέπει να έρθουν σε ισορροπία με τις αποδόσεις που ζητούν οι μέτοχοι και τα επενδυτικά κεφάλαια.

Επιπλέον, υπάρχουν επιπρόσθετοι περιορισμοί, όσον αφορά στις πολιτικές παροχής αμοιβών που εφαρμόζουν οι οργανισμοί, οι οποίοι οφείλονται στις πιέσεις που ασκούν οι μέτοχοι – σχεδόν το 40% των διευθυνόντων συμβούλων του κλάδου αλλάζουν τον τρόπο με τον οποίον προσδιορίζουν τις αμοιβές των στελεχών τους, ανταποκρινόμενοι στις απαιτήσεις των μετόχων και της κοινής γνώμης.  Αυτές οι απαιτήσεις οδηγούν σε μια σημαντική και σύνθετη αναδιάρθρωση των πολιτικών για τις αμοιβές, η οποία έχει σοβαρές επιπτώσεις στην διάρθρωση των σταθερών, μεταβλητών και αναβαλλόμενων αμοιβών καθώς και στο πλαίσιο της διακυβέρνησής τους.

Η συμπεριφορά και υπευθυνότητα των στελεχών παίζει σημαντικό ρόλο για τη φήμη των εταιρειών και πρέπει να είναι άμεσα συνδεδεμένη με το πακέτο των αμοιβών τους.

«Η διαμόρφωση μιας πελατοκεντρικής κουλτούρας που χαρακτηρίζεται από εντιμότητα και επίγνωση των κινδύνων είναι απαραίτητη ώστε να ανακτηθεί η εμπιστοσύνη των πελατών και η αξιοπιστία του κλάδου.  Υπάρχουν σαφή ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα που μπορούν να αξιοποιηθούν για την επίτευξη αυτού του στόχου, όπως η ανάπτυξη στοχευμένων προϊόντων, η ενίσχυση της φήμης και η αποτελεσματικότερη διαχείριση των σημαντικών στελεχών.

Οι αμοιβές εξακολουθούν να είναι σημαντικές, όχι όμως εις βάρος όλων των άλλων παραγόντων.  Χρειάζεται να διαμορφωθεί μια βιώσιμη ισορροπία μεταξύ του κινδύνου και των κεφαλαιακών απαιτήσεων, των αμοιβών των εργαζομένων και των αποδόσεων που απαιτούνται για την προσέλκυση επενδύσεων και τη χρηματοδότηση της μελλοντικής ανάπτυξης», σχολιάζει ο Κυριάκος Ανδρέου.