Θετικές είναι οι πρώτες αντιδράσεις της αγοράς μετά τις ανακοινώσεις του Πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη για αύξηση του κατώτατου μισθού στα 830 ευρώ από 1η Απριλίου 2024. Ωστόσο, οι παράγοντες της αγοράς ζητούν παράλληλα και στήριξη των επιχειρήσεων ζητώντας μείωση του μη μισθολογικού κόστους.

«Καλοδεχούμενη κάθε αύξηση η οποία βελτιώνει το οικογενειακό εισόδημα, ιδιαίτερα των πιο αδύναμων οικονομικά συμπολιτών μας. Άλλωστε, μόνον έτσι θα πραγματοποιηθεί η αναγκαία αύξηση της υποτονικής κίνησης, που έχει καταγραφεί στην αγορά το τελευταίο διάστημα. Όμως, επειδή δεν γίνεται κοινωνική πολιτική στις πλάτες της επιχειρηματικότητας, αναμένουμε η απόφαση αυτή που υπερβαίνει τις προτάσεις μας, να συνδυαστεί τουλάχιστον με τη μείωση του μη μισθολογικού κόστους. Σε κάθε άλλη περίπτωση θα πλήξουμε άμεσα την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας και δυστυχώς θα αναγκαστούμε, όπως συνέβη και στο παρελθόν, να πάρουμε πίσω την αύξηση με πολλαπλάσιο κόστος ή στην καλύτερη περίπτωση να καθυστερήσουμε να προχωρήσουμε όπως επιθυμούμε και το επόμενο έτος, σε μία περαιτέρω σημαντική βελτίωση των μισθών» δήλωσε ο Πρόεδρος του Εμπορικού Συλλόγου Αθηνών, Σταύρος Καφούνης.

Από την πλευρά του ο πρόεδρος του ΕΒΕΠ, Βασίλης Κορκίδης επεσήμανε πως «ο κατώτατος μισθός, όπως διαμορφώνεται στα 830 ευρώ, από την 1η Απριλίου 2024, είναι αποτέλεσμα τήρησης ισορροπίας στην ενίσχυση του οικογενειακού εισοδήματος ενάντια στην ακρίβεια και στη διατήρηση του ανταγωνιστικού πλαισίου της οικονομίας».

Συνέχισε λέγοντας «η κυβέρνηση, συνεπής προς τις δεσμεύσεις που έχει αναλάβει και αξιοποιώντας τη δυναμική της κυκλικότητας στην οικονομία, επιχειρεί να δώσει, μέσω των επιχειρήσεων, νέα ώθηση στο διαθέσιμο εισόδημα. Κατά συνέπεια, η αύξηση του κατώτατου μισθού θα ενισχύσει την κατανάλωση στην αγορά και, αντίστοιχα, την οικονομία. Η συνταγή για την ανάπτυξη της χώρας μας δεν έχει αλλάξει, παρά τις κρίσεις, με την κατανάλωση να πρωταγωνιστεί έναντι εξαγωγών και επενδύσεων. Συγκεκριμένα, η κατανάλωση εξακολουθεί να εισφέρει συνολικά το 88% του ΑΕΠ της χώρας, ποσοστό αντίστοιχο με αυτό που αποτυπωνόταν και το 2009. Τα στοιχεία σύνθεσης του ΑΕΠ δείχνουν ότι, και το 2024, το στοίχημα της κυβέρνησης για ανάπτυξη 2,9% θα κριθεί από την κατανάλωση, ιδίως των νοικοκυριών και, δευτερευόντως, του Δημοσίου, το οποίο, υπό την πίεση της παραγωγής υψηλότερων πρωτογενών πλεονασμάτων, είναι υποχρεωμένο να κινηθεί από το 20% του 2023 κάτω του 18% το 2024, αλλά και τα επόμενα χρόνια. Η ιδιωτική κατανάλωση παρέμεινε το 2023 στο 68% του ΑΕΠ, με την αναλογία αυτή να διατηρείται στην ελληνική οικονομία εδώ και δεκαετίες» σύμφωνα με τον κ. Κορκίδη.

«Η ετήσια διαμόρφωση του ΑΕΠ κάθε χρόνο εξαρτάται κυρίως από το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών, τη χρηματοδότησή τους, αλλά και από την πορεία των τιμών, πέραν βεβαίως του τουρισμού που επίσης επηρεάζει άμεσα τον δείκτη. Η υψηλότερη αναλογία της κατανάλωσης ως προς το ΑΕΠ τα τελευταία 30 χρόνια, σημειώθηκε το 2020 στο 93%, λόγω της μεγάλης ύφεσης εξαιτίας της πανδημίας. Σε ένα επιχειρηματικό περιβάλλον, που βελτιώνεται διαρκώς, οι ισορροπημένες αυξήσεις μισθών θα συνεχίσουν να προσφέρουν περισσότερες και καλύτερα αμειβόμενες θέσεις εργασίας στη χώρα μας, υπό την προϋπόθεση, ότι θα ακολουθήσει και μια αντίστοιχη μείωση των ασφαλιστικών εισφορών. Δεν πρέπει, επίσης, να ξεχνάμε, ότι η παραγωγικότητα στην εργασία είναι στοιχείο που συμβάλλει στην ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων, άρα και δικαιολογεί, τόσο την διατήρηση των θέσεων εργασίας, όσο και την αύξηση της πλήρους απασχόλησης.

Το βέβαιο είναι πως οι μικρότεροι, αλλά και μεγαλύτεροι εργοδότες δεν προσέγγισαν ποτέ φοβικά τις αυξήσεις των αμοιβών των εργαζόμενων τους, όταν αυτές ήταν λελογισμένες. Άλλωστε, η διαδικασία αύξησης των κατώτατων αμοιβών και των 19 συνδεδεμένων επιδομάτων, δεν βρήκε αντιρρήσεις από τους μικρότερους και μεγαλύτερους εργοδότες της χώρας, αφού οι επιχειρήσεις “βάζουν το χέρι στην τσέπη”, προκειμένου να καλύψουν, αφενός κενές θέσεις εργασίας και, αφετέρου, να κρατήσουν στη χώρα τις αναγκαίες δεξιότητες που είναι δυσεύρετες. Η αύξηση του κατώτατου μισθού στον ιδιωτικό τομέα είναι μια κλασική περίπτωση όπου “άλλος κερνάει, άλλος πίνει και άλλος πληρώνει”.

Όμως, κατά την άποψή μου, στη συγκεκριμένη περίπτωση, οι μικρομεσαίοι εργοδότες, θεωρούν δίκαιη τη μηνιαία αύξηση των 50 ευρώ, των 83 ευρώ του επιδόματος γάμου και του 10% για κάθε τριετία. Σύμφωνα, μάλιστα, με την Eurostat, η Ελλάδα έκλεισε το 2023 με το δεύτερο χαμηλότερο κατά κεφαλήν εισόδημα σε όρους αγοραστικής δύναμης στο 67% του μέσου όρου της ΕΕ και καλείται, το 2024, όχι μόνο να σταματήσει να αποκλίνει, αλλά να αρχίσει να συγκλίνει μισθολογικά με την υπόλοιπη Ευρώπη. Ορθώς λοιπόν, η κυβέρνηση αποφάσισε το ύψος της αύξησης του κατώτατου μισθού, καλώς οι εργαζόμενοι επωφελούνται και δικαίως οι εργοδότες πληρώνουμε, αφού μόνο έτσι θα ενισχυθεί το διαθέσιμο εισόδημα σε μια τριετή περίοδο ακρίβειας, ώστε να διατηρηθεί η “ροπή κατανάλωσης” στην αγορά».

Γιάννης Χατζηθεοδοσίου: Χωρίς ελάφρυνση βαρών των ΜμΕ ο λογαριασμός δεν βγαίνει

«Ναι στην αύξηση του κατώτατου αλλά χωρίς ελάφρυνση βαρών των ΜμΕ ο λογαριασμός δεν βγαίνει» σημειώνει σε δήλωσή του ο πρόεδρος του Επαγγελματικού Επιμελητηρίου Αθηνών Γιάννης Χατζηθεοδοσίου.

Συγκεκριμένα όπως δήλωσε ο κ. Χατζηθεοδοσίου: «Το Επαγγελματικό Επιμελητήριο Αθηνών τάσσεται πάντα υπέρ της αύξησης του εισοδήματος των εργαζομένων. Ειδικά σε αυτή την περίοδο που η ακρίβεια πιέζει ασφυκτικά τα νοικοκυριά. Οπότε είμαστε σαφώς θετικοί στη νέα αύξηση του κατώτατου μισθού στα 830 ευρώ. Εξάλλου έτσι θα στηριχθεί και η αγορά. Σε αυτό όμως που είμαστε αντίθετοι είναι στο γεγονός ότι αυτή η νέα αύξηση έρχεται χωρίς να ληφθούν υπόψη οι ανάγκες των μικρομεσαίων επιχειρήσεων και η δυνατότητα τους να ανταποκριθούν σε επιπλέον βάρη.

Είχαμε κάνει ξεκάθαρο προς την κυβέρνηση πως η οποιαδήποτε αύξηση του κατώτατου θα έπρεπε να συνοδευτεί από τη μείωση του μη μισθολογικού κόστους το οποίο παραμένει σε υψηλά επίπεδα. Κάτι τέτοιο δεν έγινε και οι επιχειρήσεις, ειδικά οι μικρομεσαίες, επιβαρύνονται κι άλλο σε μία χρονική στιγμή που η βιωσιμότητα τους απειλείται από διάφορους ανασταλτικούς παράγοντες όπως η ακρίβεια, το υψηλό λειτουργικό κόστος, η έλλειψη χρηματοδοτικών εργαλείων, η επιπλέον φορολόγηση, ο βραχνάς των ανεξόφλητων οφειλών.

Αν θέλουμε πραγματικά ως χώρα να δούμε επιτέλους ένα καλύτερο μέλλον, πρέπει η Πολιτεία να δει και τις ανάγκες της πολύ μικρής, της μικρής και μεσαίας επιχειρηματικότητας. Δεν υπάρχουν μόνο οι μεγάλες επιχειρήσεις στην Ελλάδα. Είναι και οι μικρομεσαίες που μπορούν να παράξουν πλούτο, να αυξήσουν τις θέσεις απασχόλησης, να στηρίξουν τα δημόσια έσοδα. Και δικαιούνται μίας καλύτερης μεταχείρισης».

Εφραίμογλου (ΕΒΕΑ): Αναγκαία η αύξησή του αλλά να ενισχυθεί η ανταγωνιστικότητα

«Αναγκαία η αύξηση του κατώτατου μισθού για τη διατήρηση της κοινωνικής συνοχής, απαιτούνται όμως παρεμβάσεις για την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας», εκτιμά η πρόεδρος του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Αθηνών (ΕΒΕΑ), Σοφία Κουνενάκη Εφραίμογλου, μετά και τις σχετικές κυβερνητικές ανακοινώσεις.

Όπως επισημαίνει, η νέα αύξηση του κατώτατου μισθού θα έχει θετικό αντίκτυπο και στην αγορά, ενισχύοντας την αγοραστική δύναμη των νοικοκυριών με χαμηλά εισοδήματα.

Η ενίσχυση των εισοδημάτων των εργαζομένων σαφώς παραμένει στόχος προτεραιότητας για την Πολιτεία.

Η προσπάθεια αυτή, ωστόσο, οφείλει να λαμβάνει υπόψη τις αντοχές των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, οι οποίες αγωνίζονται να παραμείνουν ανταγωνιστικές και βιώσιμες, σε ένα απαιτητικό περιβάλλον.

Χρειάζεται γι’ αυτό να συνδυαστεί με περισσότερα βήματα για τη μείωση του μη μισθολογικού κόστους της εργασίας, αλλά και συνέχιση των παρεμβάσεων για την υποστήριξη της επιχειρηματικότητας και της επίσημης εργασίας, μέσα από φορολογικές, ασφαλιστικές και ρυθμιστικές παρεμβάσεις, βελτίωση της λειτουργίας της δημόσιας διοίκησης, δημιουργία κατάλληλων υποδομών και υπηρεσιών».

Σύμφωνα με την κ. Εφραίμογλου, η σταδιακή και λελογισμένη αύξηση του κατώτατου μισθού, σε διάλογο με την αγορά και σε συνάρτηση με τις δυνατότητες των μικρομεσαίων ειδικά επιχειρήσεων, είναι απαραίτητη.

«Παραμένει, όμως, διαρκής η ανάγκη για μια οικονομία περισσότερο παραγωγική και ανταγωνιστική, ικανή να υποστηρίζει περισσότερες αλλά και καλύτερα αμειβόμενες θέσεις εργασίας».

ΒΕΑ: Ανάσα για τους εργαζόμενους, επιβάρυνση για τις επιχειρήσεις

Η νέα αύξηση κατώτατου μισθού στα 830 ευρώ, θα έπρεπε να έχει σχεδιαστεί με καταλληλότερο τρόπο για την εθνική οικονομία, με ταυτόχρονη μείωση του μη μισθολογικού κόστους, ώστε να ωφεληθούν τόσο οι εργαζόμενοι όσο και οι επαγγελματίες, σύμφωνα με την παρατήρηση του Βιοτεχνικού Επιμελητηρίου Αθήνας.

Σαφέστατα και είναι προς τη θετική κατεύθυνση η ενίσχυση του μηνιαίου εισοδήματος και της αγοραστικής δύναμης των περίπου 600.000 χαμηλά αμειβόμενων πολιτών της χώρας, από την 1η Απριλίου, καθώς σωρευτικά, ο κατώτατος μισθός, από το 2019, μετά την άρση των περιοριστικών μέτρων, αυξήθηκε κατά 25% από 663 ευρώ στα 830 ευρώ μικτά.

Παράλληλα όμως, αυξάνεται η μηνιαία επιβάρυνση των επιχειρήσεων, για κάθε εργαζόμενο που αμείβεται με τον κατώτατο μισθό, κατά 62,90 ευρώ, από 953,8 ευρώ στα 1.016,7 ευρώ. Μια μικρομεσαία επιχείρηση, με 5 άτομα αμειβόμενα με τον κατώτατο μισθό, θα κληθεί να καταβάλει επιπλέον 4.403 ευρώ, σε ετήσια βάση.

Το Βιοτεχνικό Επιμελητήριο Αθήνας, ζητά την άμεση μείωση των ασφαλιστικών εισφορών, εντός του 2024, κι όχι το 2025 όπως προβλέπει ο κυβερνητικός σχεδιασμός.

Ο πληθωρισμός πλήττει εργαζόμενους και επιχειρήσεις, συνεπώς θα πρέπει να υπάρξει ένας εκ νέου προγραμματισμός απομείωσης των ασφαλιστικών εισφορών, ώστε η αύξηση κατώτατου μισθού να πετύχει το στόχο της, που είναι η ανάπτυξη της αγοραστικής δυνατότητας των εργαζομένων, για την οποία όμως, προϋπόθεση είναι να διατηρηθούν στο ακέραιο οι θέσεις εργασίας.

Η αύξηση κατώτατου μισθού, με αριθμούς:
Η νέα αύξηση.

Η αύξηση του κατώτατου μισθού ανέρχεται στα 830 από τα 778 ευρώ και του κατώτατου ημερομισθίου στα 37 ευρώ, από 34,84 ευρώ.
Σωρευτικά, ο κατώτατος μισθός, από το 2019, αυξήθηκε κατά 25% από 663 ευρώ στα 830 ευρώ μικτά.
 
 Η επιβάρυνση των επιχειρήσεων:

H μηνιαία επιβάρυνση των επιχειρήσεων για κάθε εργαζόμενο που αμείβεται με τον κατώτατο μισθό, κατά 62,90 ευρώ, από 953,8 ευρώ στα 1.016,7 ευρώ.
Μια μικρομεσαία επιχείρηση, με 5 άτομα αμειβόμενα με τον κατώτατο μισθό,
θα κληθεί να καταβάλει επιπλέον 4.403 ευρώ, σε ετήσια βάση.

Ο σχεδιασμός του υπουργείου, έχει περιορίσει το μη μισθολογικό κόστος, μόλις κατά 4,4%, όταν ο κατώτατος μισθός αυξήθηκε 25% από το 2019.
Επιχειρηματίες, για να μπορέσουν να ανταπεξέλθουν στις υποχρεώσεις τους, προχωρούν σε άντληση ρευστότητας από τις καταθέσεις τους.
Τον Φεβρουάριο, οι καταθέσεις του ιδιωτικού τομέα, περιορίστηκαν κατά 1.068 εκατ. ευρώ, εκ των οποίων τα 912 εκατ. ευρώ, αφορούσαν άντληση ρευστότητας από τις επιχειρήσεις.
Σε συνδυασμό μάλιστα, με την αύξηση των ασφαλιστικών εισφορών κατά 3,46% από την 1η Ιανουαρίου, που συνεπάγεται επιβάρυνση από 96 ευρώ έως και 264 ευρώ το χρόνο, μόνο για την κύρια ασφάλιση, ανάλογα με την κατηγορία του ελεύθερου επαγγελματία, οι οικονομικές υποχρεώσεις των επιχειρήσεων αυξάνονται δυσανάλογα.
Εάν μάλιστα διαθέτει επικουρική και εφάπαξ ασφάλιση, η επιβάρυνση ξεκινάει από 126 ευρώ το χρόνο και φτάνει τα 306 ευρώ.

Το Βιοτεχνικό Επιμελητήριο Αθήνας, έχει ζητήσει κατ’ επανάληψη από την κυβέρνηση, η αύξηση του κατώτατου μισθού, να συνδυαστεί με την μείωση των ασφαλιστικών εισφορών, ή των φορολογικών βαρών, προκειμένου να αποφευχθούν φαινόμενα στάσης πληρωμών ασφαλιστικών εισφορών και φόρων, απολύσεων, αλλά και λουκέτων.

Ακόμη, είναι απολύτως αναγκαίο, αφού η χώρα έχει βγει από την σκληρή επιτήρηση των Μνημονίων, να επανέλθει το σύστημα προσδιορισμού του κατώτατου μισθού στους κοινωνικούς εταίρους, μέσω της Εθνικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας.

ΓΣΕΒΕΕ: «Αναγκαία και η λήψη μέτρων μείωσης του κόστους λειτουργίας των ΜμΕ»

Η αύξηση του κατώτατου μισθού που ανακοίνωσε η κυβέρνηση ήταν απαραίτητη, κυρίως για την ενίσχυση του εισοδήματος των χαμηλόμισθων εργαζομένων, των οποίων το εισόδημα επηρεάζεται περισσότερο από τον επίμονο πληθωρισμό. Αυτό σημειώνει η Γενική Συνομοσπονδία Επαγγελματιών Βιοτεχνών Εμπόρων Ελλάδος (ΓΣΕΒΕΕ), αλλά όπως προσθέτει σε ανακοίνωσή της: «Προκειμένου η αύξηση που αποφασίστηκε να έχει αξία, είναι αναγκαίο να ληφθούν αποτελεσματικά μέτρα για τη συγκράτηση των τιμών.

Αναγκαία είναι, επίσης, και η λήψη μέτρων για τη μείωση του κόστους λειτουργίας των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων, που τα τελευταία 2 έτη έχει αυξηθεί κατά 35%, καθώς και μέτρα για την ενίσχυση της ρευστότητάς τους. Τέτοια θα μπορούσαν να είναι η πλήρης κατάργηση τους τέλους επιτηδεύματος, η ρεαλιστική ρύθμιση των οφειλών, η μείωση των έμμεσων φόρων, ο περιορισμός των ειδικών φόρων και τελών, η επαναφορά του αφορολόγητου ορίου για τα εισοδήματα που αποκτώνται από επιχειρηματική δραστηριότητα και βέβαια η απόσυρση της τεκμαρτής φορολόγησης των ατομικών επιχειρήσεων, η οποία θα τις επιβαρύνει έτι περαιτέρω καθώς συνδέεται άμεσα με το ύψος του κατώτατου μισθού.

Τέλος, επαναλαμβάνουμε την πάγια θέση μας, ότι η αρμοδιότητα για τον καθορισμό του κατώτατου μισθού θα πρέπει να επιστρέψει στους Κοινωνικούς Εταίρους. Η διοικητική διαδικασία καθορισμού του κατώτατου μισθού, η οποία αντικατέστησε τις ελεύθερες συλλογικές διαπραγματεύσεις και την έκταση της ΕΓΣΣΕ, εκτός ότι εμπεριέχει μια στείρα διαδικασία κοινωνικού διαλόγου, αποτελεί συστηματικά και προϊόν πολιτικής εργαλειοποίησης».

Διαβάστε ακόμη

Φάμπρικα προσφυγών απειλεί μεγάλες επενδύσεις

Κολωνός: Ένοχος για τον βιασμό της 12χρονης ο Ηλίας Μίχος

Σταϊκούρας: Η επένδυση στην κατασκευή έργων υποδομής δημιουργεί ένα πάγιο εθνικό κεφάλαιο

Για όλες τις υπόλοιπες ειδήσεις της επικαιρότητας μπορείτε να επισκεφτείτε το Πρώτο ΘΕΜΑ