Του Κώστα Τσαούση
Πριν από λίγο καιρό σε ένα φιλικό σπίτι δοκίμασα μαζί με ένα μικρό κομμάτι καπνιστής μπριζόλας μια παράξενη αλλά απίθανα πικάντικη στη γεύση μαρμελάδα. Προσέτρεξα για παραπάνω πληροφορίες στην οικοδέσποινα και εκείνη πρόθυμη, όπως πάντα, με ενημέρωσε ότι πρόκειται για chutney μήλου με πιπέρι καγιέν [όπου chutney (τσάτνεϊ), χειροποίητη μαρμελάδα ινδικής τεχνοτροπίας και προέλευσης]. Η οικοδέσποινα πήγε στην κουζίνα και έφερε το διάφανο γυάλινο βαζάκι. Σε αυτό πρόσεξα το όνομα του παραγωγού (Chefstories), αλλά και την ένδειξη για ελληνικό χειροποίητο προϊόν. Από κει και πέρα τα πράγματα ήταν εύκολα. Το «ψαχτήρι» έκανε τη δουλειά του καλά κι έτσι βρέθηκα να συνομιλώ με τη Σύλβια-Ιωάννα Κουμεντάκη, υπεύθυνη Οργάνωσης και Επικοινωνίας της εταιρείας Chefstories.

Εκείνη μου είπε -χαρτί και καλαμάρι- όλη την ιστορία. Την άφησα να μιλά και το μόνο που έκανα ήταν να καταγράφω. Το πρώτο που έμαθα ήταν ότι είναι δύο πίσω από την εταιρεία, η Ελένη και η Σύλβια Κουμεντάκη. «Αδελφές μεν, πολύ διαφορετικές δε», όπως τους αρέσει να λένε.
Η Ελένη, η μεγαλύτερη, είναι το τετράγωνο μαθηματικό μυαλό, η οποία στα 12 διάλεξε τη Βιολογία ως αντικείμενο, και συγκεκριμένα τη Γενετική. O επαγγελματικός στόχος της: «Να είμαι εγώ, οι σωλήνες μου και η εξέλιξη». Η δεύτερη, η Σύλβια, διάλεξε στα 17 την Επικοινωνία, και συγκεκριμένα τη διαφήμιση. Ο στόχος της: «Να είμαι εγώ και πολλοί συνεργάτες, για να οργανώνω, να επικοινωνώ και να συμμετέχω σε εκδηλώσεις».
Οπως εξηγεί η Σύλβια, «οι σπουδές μας ήταν με βάση τις επιλογές μας στην αγαπημένη Θεσσαλονίκη και στο εξαιρετικό Λονδίνο.
Στα πρώτα εργασιακά βήματα, πιστές στις αποφάσεις μας, διαλέξαμε να επιστρέψουμε στη Θεσσαλονίκη -και για λίγο στην Αθήνα- και εργαστήκαμε περίπου από 12 χρόνια η καθεμία στον τομέα της. Η Ελένη σταθερή σε μία θέση και σε έναν φορέα, ενώ εγώ σε 7 διαφορετικές εταιρείες και με διαφορετικές θέσεις, πάντα στον χώρο της διαφήμισης και του μάρκετινγκ».
Στη συνέχεια τα πάντα άλλαξαν. Και για τις δύο. «Οι έρευνες στα ελληνικά νοσοκομεία άρχισαν να μειώνονται, όπως και οι ανάγκες για επιστημονικό προσωπικό, ενώ ο τομέας της διαφήμισης ήταν από τους πρώτους που καταπονήθηκαν αρκετά πριν από την ελληνική κρίση, πόσο μάλλον ο χώρος των ΜΜΕ». Τα δεδομένα δεν άλλαξαν μόνο σε επαγγελματικό επίπεδο. Προστέθηκε το στοιχείο της προσωπικής ζωής, έχοντας κι αυτό το δικό του ειδικό βάρος. Οπως λέει η Σύλβια: «Υπήρχε η ανάγκη για ευελιξία και δημιουργικότητα και έτσι επενδύσαμε στο χόμπι της Ελένης, που δεν ήταν άλλο από τη μαγειρική».
Από τη Βιολογία και τη διαφήμιση/επικοινωνία, στις κατσαρόλες και στα βαζάκια. Θα μπορούσε να είναι και τίτλος που θα αποτύπωνε τη μεταστροφή, αλλά και τη δημιουργική και παραγωγική διαδρομή αμέσως μετά τη μεταστροφή. «Με το χόμπι περνούσαμε όλοι καλά και οι φίλοι μας μάς αγαπούσαν πολύ. Κάποια στιγμή έπεσε η ιδέα να κάνουμε κάποια γεύματα φίλης με πληρωμή, ήρθαν κάποια σεμινάρια, και το catering έγινε η δουλειά μας χωρίς καλά-καλά να το καταλάβουμε. Ετσι, το 2007, με έναν φίλο γραφίστα ήπιαμε ένα καφέ και δημιουργήθηκε το Chefstories, boutique catering».
Το Chefstories ήρθε και «κούμπωσε» στον χαρακτήρα και τον επιθυμητό τρόπο καθεμίας: η Ελένη στο εργαστήριό της με τις κουτάλες και τα γάντια της και η Σύλβια με κόσμο, επαφές και δημόσιες σχέσεις, οργανώνοντας εκδηλώσεις και πάρτυ.
Μετά απ’ αυτό, όλα ήρθαν φυσιολογικά: «Το σκεπτικό του catering ήταν να προσφέρουμε στα καλέσματα φίλων και γνωστών αυτό που θα θέλαμε να προσφέρουμε ως οικοδέσποινες: φρέσκα υλικά, απλές γεύσεις, μόνο χειροποίητα παρασκευασμένες. Σιγά-σιγά εξελιχθήκαμε και αναλαμβάναμε και μεγαλύτερες και λιγότερο προσωπικές εκδηλώσεις που ήθελαν κάτι ιδιαίτερο. Δημιουργήθηκαν έτσι και τα πρώτα chutneys (γλυκόξινες μαρμελάδες φαγητού): κρεμμύδι και κόκκινη πιπεριά με τζίντζερ. Η αποδοχή και η ζήτηση για να μπουν σε συσκευασία σπιτιού ήταν έντονες και μια καλλιτεχνική έκθεση μαμάδων της Θεσσαλονίκης (La mamart, Απρίλιος 2013) ήταν η αφορμή. Οπως είναι προφανές, με δύο προϊόντα δεν μπορείς να είσαι παραγωγός και έτσι δημιουργήσαμε κι άλλες γεύσεις: chutneys ντομάτα με θυμάρι, μήλο με καγιέν, αλλά και κάποιες γλυκές με καρότο με ξύσμα πορτοκαλιού και αχλάδι με καρπούς βανίλιας. Μετά το πρώτο σοκ της μεγάλης χαράς του ότι “απλά αρέσουν” μπήκαμε στη σκέψη ότι μάλλον πρέπει να γίνει πιο επαγγελματικά».

Η ανταπόκριση της αγοράς στα χειροποίητα προϊόντα
Ζήτησα από τη Σύλβια Κουμεντάκη να μου δώσει δυο-τρεις επιπλέον πληροφορίες σε σχέση με τα οικονομικά και την ανταπόκριση της αγοράς στα χειροποίητα βαζάκια. Τα βαζάκια Chefstories, λέει η Σύλβια, φτιάχνονται με πρώτες ύλες από παραγωγούς της Βόρειας Ελλάδας («που τους γνωρίζουμε προσωπικά και συνεργαζόμαστε άμεσα μαζί τους»), χειροποίητα από το πρώτο στάδιο (πλύσιμο – καθάρισμα – κόψιμο – βράσιμο) μέχρι και το τελευταίο (το γέμισμα και το ζεστό-αυτόματο σφράγισμα των βάζων) και πάντα στην εποχή τους, δηλαδή η παρασκευή κάθε προϊόντος γίνεται τους μήνες παραγωγής του βασικού συστατικού του.
Ας πάμε όμως στις απαντήσεις.
α) Η παραγωγική δυνατότητα: «Σε ετήσια βάση για τις ανάγκες της ελληνικής αγοράς, γιατί για το εξωτερικό δεν έχουμε εικόνα ακόμα, παράγουμε από 1.500-2.000 τεμάχια ανά κωδικό, από τους συνολικά δέκα.
β) Η οικονομική ανταπόδοση της επένδυσης: «Προς το παρόν τα έσοδα από τις μαρμελάδες και τα chatneys είναι ένα συμπλήρωμα. Το catering χρηματοδοτεί αρκετό μέρος της παραγωγικής διαδικασίας (που απαιτεί μετρητά για όλους τους εμπλεκόμενους, παραγωγούς, εργαζόμενους, συσκευασίες, εκτυπώσεις). Πιστεύουμε ότι μπορεί να γίνει πηγή ικανοποιητικού εισοδήματος με αύξηση της παραγωγής, δηλαδή με εξαγωγές και προσέγγιση τουριστικών σημείων».
γ) Η ανταπόκριση της αγοράς: «Η αγορά το δέχεται θετικά κυρίως όταν περιλαμβάνεται γευστική δοκιμή. Η αναγνώριση του ποιοτικού φυσικού προϊόντος είναι σχεδόν καθολική. Το ζήτημα είναι, όπως στα περισσότερα αν όχι όλα τα αγαθά, η τιμή. Οι συνεργάτες που γνωρίζουν και δεν κάνουν σύγκριση με μια μαρμελάδα του μαζικού εμπορίου αντιλαμβάνονται την αξία της και αυτό αποδεικνύεται από το ότι έχουν την ικανότητα να την προωθήσουν μέσα από τα μαγαζιά τους. Τα σημεία πώλησής μας είναι deli, παντοπωλεία, κάβες, κρεοπωλεία και τα καταστήματα της αλυσίδας “Θανόπουλος”».

Σχολίασε εδώ
Για να σχολιάσεις, χρησιμοποίησε ένα ψευδώνυμο.