Δύο δικηγορικά γραφεία στις ΗΠΑ άσκησαν μήνυση κατά της Danske Bank εκ μέρους θεσμικών επενδυτών για το σκάνδαλο των 200 δισεκατομμυρίων ευρώ νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες.

Οι Grant & Eisenhofer Ρ.Α. και η DRRT κατέθεσαν την αγωγή στην Κοπεγχάγη για λογαριασμό επενδυτών από 19 χώρες, διεκδικώντας αποζημιώσεις «από ένα μαζικό σχέδιο ξεπλύματος ρωσικού χρήματος και την πολυετή κάλυψη του από τη μεγαλύτερη τράπεζα της Δανίας και την ανώτερη ηγεσία της».

Η τιμή της μετοχής της τράπεζας υποχώρησε στο ήμισυ το 2018 καθώς το σκάνδαλο ξετυλίχτηκε και οδήγησε στην αντικατάσταση τόσο του CEO όσο και του προέδρου της.

Στη συνάντηση των μετόχων τη Δευτέρα στην Κοπεγχάγη, αρκετοί εξέφρασαν την ανησυχία τους για πιθανές αγωγές από ομάδες επενδυτών.

«Είναι η θεμελιώδης θέση μας ότι η τράπεζα έχει εκπληρώσει την υποχρέωση της να ενημερώσει τους επενδυτές της», δήλωσε ο νέος πρόεδρος της Danske, Karsten Dybvad, στους μετόχους. «Ως εκ τούτου δεν βρίσκουμε καμία βάση για μηνύσεις ή για διευθέτηση».

Οι επενδυτές ζητούν αποζημίωση ύψους 475 εκατομμυρίων δολαρίων, σύμφωνα με την Grant & Eisenhofer.

Η Danske και τέσσερα πρώην ανώτατα στελέχη αντιμετωπίζουν ήδη μια αγωγή στη Νέα Υόρκη που κατατέθηκε τον Ιανουάριο από ένα συνταξιοδοτικό ταμείο των ΗΠΑ. Το τελευταίο κατηγορεί την τράπεζα για εξαπάτηση των επενδυτών και «φούσκωμα» της τιμής της μετοχής της, κρύβοντας και παραλείποντας να σταματήσει την εκτεταμένη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες.

Οι αρχές της Δανίας, της Εσθονίας, της Γαλλίας, της Μεγάλης Βρετανίας και των Ηνωμένων Πολιτειών διερευνούν τις πληρωμές, συμπεριλαμβανομένης μιας ποινικής έρευνας από το Υπουργείο Δικαιοσύνης των ΗΠΑ. Η Danske δήλωσε ότι συνεργάζεται με τις αρχές.