Ήταν κάποτε το καμάρι της γερμανικής βιομηχανίας και ο πυρήνας της ευρωπαϊκής παραγωγής. Η βιομηχανία χάλυβα της Γερμανίας, με ιστορία που εκτείνεται από τη Βιομηχανική Επανάσταση έως σήμερα, υπήρξε θεμέλιο της γερμανικής οικονομικής ισχύος και βασικός λόγος που η χώρα απέκτησε τον τίτλο της «ατμομηχανής της Ευρώπης».

Σήμερα, όμως, ο άλλοτε κραταιός αυτός κλάδος δοκιμάζεται έντονα. Ο ανταγωνισμός από την Κίνα, με τις εξαιρετικά χαμηλές τιμές παραγωγής, έχει διαβρώσει τα περιθώρια κέρδους των γερμανικών βιομηχανιών. Παράλληλα, η επέλαση της τεχνητής νοημοσύνης και η νέα δασμολογική πολιτική των ΗΠΑ προκαλούν επιπλέον αναταράξεις σε μια αγορά που ήδη παλεύει με υψηλό ενεργειακό κόστος και αυξανόμενη απώλεια θέσεων εργασίας. Πολλές μονάδες παραγωγής καλούνται πλέον να εκσυγχρονιστούν, προκειμένου να ευθυγραμμιστούν με τα νέα τεχνολογικά και περιβαλλοντικά πρότυπα.

Σε αυτή τη δύσκολη συγκυρία, οι εκπρόσωποι της χαλυβουργίας συναντήθηκαν με τον καγκελάριο Φρίντριχ Μερτς, κορυφαίους υπουργούς και τους πρωθυπουργούς των βιομηχανικών κρατιδίων, επιδιώκοντας «μια ευκαιρία για επιβίωση», όπως χαρακτηριστικά δήλωσε η πρωθυπουργός του Ζάαρλαντ, Άνκε Ρέλινγκερ. Αντίστοιχα, ο Όλαφ Λις, πρωθυπουργός της Κάτω Σαξονίας, υπογράμμισε ότι «ο βιομηχανικός μετασχηματισμός πρέπει να συνδυαστεί με τη μείωση των εκπομπών και τη διατήρηση των θέσεων εργασίας», προτάσσοντας την ανάγκη μιας ισορροπημένης μετάβασης.

Από την πλευρά του, ο καγκελάριος Μερτς δεσμεύτηκε για στήριξη του κλάδου και ανακοίνωσε ότι η κυβέρνηση θα πιέσει σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης για πιο αποτελεσματικά μέτρα προστασίας της εγχώριας παραγωγής χάλυβα. Μεταξύ των προτάσεων είναι και η σημαντική μείωση του ενεργειακού κόστους, με στόχο να ενισχυθεί η ανταγωνιστικότητα των εργοστασίων, καθώς ο κλάδος του χάλυβα αποτελεί κρίσιμο κρίκο για χιλιάδες μικρομεσαίες επιχειρήσεις που εξαρτώνται από αυτόν.

Η γερμανική χαλυβουργία βρίσκεται πλέον σε σημείο καμπής. Ο τρόπος που θα ισορροπήσει ανάμεσα στη βιομηχανική παράδοση και τη νέα πράσινη εποχή, θα κρίνει όχι μόνο το μέλλον ενός ιστορικού τομέα, αλλά και τη συνολική ανθεκτικότητα της γερμανικής οικονομίας.

Διαβάστε περισσότερα στην Deutsche Welle