Είναι από τους ανθρώπους που βοήθησε και εξακολουθεί να βοηθά στην ανάδειξη του ελληνικού οικοσυστήματος τεχνολογίας και του ελληνικού ταλέντου. Και μάλιστα σε έναν χώρο αρκετά δύσκολο, αυτόν της επονομαζόμενης «βαθιάς τεχνολογίας» (deep tech), της τεχνολογίας δηλαδή που πασχίζει να κάνει δυνατές νέες εφαρμογές μηχανικής ή οδηγεί σε νέα επιστημονικά επιτεύγματα ανοίγοντας έτσι τον δρόμο στη βιομηχανική -και όχι μόνο- εξέλιξη.

Ο κ. Κώστας Μάλλιος, αντιπρόεδρος & γενικός διευθυντής, Applied AI Group, του πολυεθνικού κολοσσού Applied Materials, που βρίσκεται στη βάση της παγκόσμιας αλυσίδας ημιαγωγών στον κόσμο, τα chips, και με πολυετή καριέρα με ανώτερες θέσεις -μεταξύ άλλων και στη Microsoft-, έχει συνυπογράψει με διάφορους τρόπους τη σημαντική εξέλιξη δύο εκ των πλέον γνωστότερων περιπτώσεων ελληνικών εταιρειών που γεννήθηκαν σε ερευνητικά κέντρα εγχώριων πανεπιστημίων και κατάφεραν να εξελιχθούν σήμερα σε κομμάτι της αλυσίδας σημαντικών πολυεθνικών εταιρειών.

Η πρώτη ήταν η Innoetics, την οποία είχε ιδρύσει μία ομάδα νέων επιστημόνων υπό τον κ. Αιμίλιο Χαλαμανδάρη, που προ τετραετίας εξαγοράστηκε από τη Samsung στο πρώτο μεγάλο ντιλ που αφορούσε ελληνική startup-τεχνοβλαστό. Μία εταιρεία που αναπτύσσει και διαθέτει τεχνολογίες μετατροπής κειμένου σε ομιλία (Text-to-Speech Synthesis). Η συμβολή του τότε ήταν αυτή του Venture Capitalist που στήριξε την προσπάθεια σε μια περίοδο πολύ δύσκολη για την Ελλάδα. Η δεύτερη είναι η περίπτωση της Think Silicon, που ξεκίνησε από τους κυρίους Γιώργο Σιδηρόπουλο και Ιάκωβο Σταμούλη στην Πάτρα, δύο χρόνια προτού ξεσπάσει η κρίση στη χώρα και από πέρυσι εντάχθηκε στον όμιλο της Applied Materials, μια εταιρεία που δραστηριοποιείται στην ανάπτυξη τεχνολογίας για κάρτες γραφικών (GPUs) ειδικά για φορητές συσκευές όπου απαιτούνται ισχυρές επιδόσεις αλλά και ενεργειακή αυτονομία και η οποία πλέον επεκτείνεται στα ολοκληρωμένα κυκλώματα κυκλώματα (chips) Τεχνητής Νοημοσύνης.

«Πρόσφατα παραδώσαμε τα πρώτα chips, πάνω από 10 εκατομμύρια, σε έξι μεγάλες, πολύ γνωστές πολυεθνικές», λέει ο κ. Μάλλιος. «Δηλαδή αυτά που σχεδιάστηκαν στην Ελλάδα σκεφτείτε ότι μπήκαν σε πάνω από 10 εκαομμύρια συσκευές γνωστών brands που χρησιμοποιούμε. Πραγματικά η δουλειά που γίνεται από τα παιδιά είναι πολύ καλή, επιβεβαιώνοντας ότι η χώρα έχει το προσωπικό και πλέον την παρουσία σε έναν χώρο όπου όμως πρέπει να διεκδικήσει περισσότερα», προσθέτει.

Αφορμή για την κουβέντα μας ήταν το πρόσφατο συνέδριο του ΣΕΒ για την καινοτομία στην Ελλάδα και πώς μπορεί να ενισχυθεί αυτό το ρεύμα της τεχνολογικής άνθησης που επικρατεί τα τελευταία χρόνια. Οπότε η κουβέντα μας, που γίνεται χάρη στην τεχνολογία συνδέοντας το Σιάτλ με την Αθήνα, είναι ευρεία.

«Η Ελλάδα πρέπει να προσαρμοστεί σε έναν διεθνή προσανατολισμό. Οπως οι εφοπλιστές κατάφεραν να προσαρμοστούν το ’60 στην παγκόσμια σκηνή, τώρα πρέπει και οι τεχνολογικές εταιρείες να προσαρμοστούν στους διεθνείς κανόνες. Πρέπει να σκεφτόμαστε πρώτα απ’ όλα να είμαστε “παγκόσμιοι επαγγελματίες” και όχι Ελληνες επαγγελματίες. Κι αυτό, για να το επεκτείνω, δεν αφορά φυσικά μόνο τον χώρο της τεχνολογίας. Πάρτε για παράδειγμα τον τουρισμό. Αυτή τη στιγμή, για ένα άτομο που έχει λεφτά να δαπανήσει σε τουρισμό, να νοικιάσει ένα σκάφος, μία βίλα ή να πάει σε ένα πολυτελές ξενοδοχείο οι επιλογές προορισμού είναι πολλές. Από την Ταϊλάνδη, την Αυστραλία και την Καραϊβική ως την Ιταλία, την Τουρκία, την Κίνα και άλλες 30 χώρες. Γενικά ο κόσμος έχει ανοίξει. Η Ελλάδα δεν αποτελεί μοναδική επιλογή και ως Ελληνες αλλά και ως Ελληνισμός πρέπει να δείξουμε στον κόσμο τώρα ότι όχι μόνο είμαστε ΟΚ, αλλά πλέον “μετράμε”. Οτι σήμερα αλλά και στο μέλλον έχουμε αυτά που χρειάζεται ένας πελάτης, ένας συνέταιρος, ένας επενδυτής. Ετσι θα δείξουμε ότι μετράμε στον παγκόσμιο ανταγωνισμό! Το γεγονός ότι ο κόσμος έχει “μικρύνει” και ότι η Ελλάδα πλέον φαίνεται πιο κοντά για τους Αμερικανούς αλλά και άλλους είναι μία καλή βάση για να χτιστούν πράγματα. Για να γίνει πλέον διασύνδεση σε κάθε επίπεδο σε παγκόσμιο επίπεδο και τελικά η χώρα να κερδίσει τη φήμη και την εμπιστοσύνη. Ετσι θα αλλάξουν τα πράγματα. Πρέπει να βάλουμε στόχο η χώρα να γίνει ένα παγκόσμιο hub».

Ο ίδιος ξέρει πολύ καλά πώς είναι να σπας στενά όρια. Αρχικά αυτά των συνόρων, καθώς ήταν παιδί όταν η οικογένειά του μετανάστευσε στις ΗΠΑ, οπότε έπρεπε να προσαρμοστεί σε νέα δεδομένα. Επειτα τα όρια της οικογένειας και της ελληνικής παροικίας. «Στις ΗΠΑ είμαι από 10 χρόνων. Είχαμε έρθει οικογενειακώς μετανάστες, στην αρχή στη Βοστόνη και μετά στη Νέα Υόρκη. Ο πατέρας μου είχε πει ότι θα ήταν για πέντε χρόνια το πολύ… Τελικά μείναμε μια ζωή. Εγώ τουλάχιστον, μια και μετράω ήδη 43 χρόνια εδώ, οι γονείς μου και η αδελφή μου τα “μάζεψαν” πριν από περίπου 20 χρόνια και επέστρεψαν», εξιστορεί ο κ. Μάλλιος.

«Είμαστε η κλασική ιστορία Ελλήνων μεταναστών. Hρθαμε για μια καλύτερη τύχη, δουλέψαμε όλοι πολύ, οι δικοί μου με τη βοήθεια και της υπόλοιπης οικογένειας δούλεψε στην εστίαση λειτουργώντας πιτσαρίες και ως προτεραιότητα έμπαιναν οι σπουδές των παιδιών».
Η μεγάλη προσπάθεια βέβαια στην αρχή ήταν αυτή της προσαρμογής στα νέα δεδομένα και την κουλτούρα της νέας χώρας. «Είναι αυτό το μείζον για έναν μετανάστη. Και ότι τελικά μετά από κάνα-δυο χρόνια φύγαμε από τη Βοστόνη, όπου είχαμε πολλούς συγγενείς αλλά και έντονη ελληνική παρουσία, με βοήθησε να διευρύνω τους ορίζοντες, να μην εγκλωβιστώ σε έναν στενό κύκλο, που πολλές φορές συμβαίνει σε αυτές τις περιπτώσεις».

Και κάπως έτσι άνοιξε και ο ίδιος τα φτερά του, ξεκινώντας μετά τις σπουδές του σε Marketing και Management αρχικά αλλά και με ένα ΜΒΑ με εξειδίκευση στην τεχνολογία και κατάφερε να περάσει το κατώφλι της Microsoft, όπου θα εργαστεί για πάνω από 20 χρόνια, φτάνοντας να είναι στο επιτελείο του Chief Technology Officer της πολυεθνικής σε θέση τεχνικού διευθυντή και πολύ κοντά στον Μπιλ Γκέιτς. Αργότερα ακολούθησε και άλλους δρόμους, όπως αυτό του Venture Capital, και πλέον τα τελευταία χρόνια στην Applied Materials.

Ωστόσο, όπως λέει, πάντα η Ελλάδα παρέμενε στα ενδιαφέροντά του φροντίζοντας να παρακολουθεί στενά την αγορά και να βοηθά όπου μπορεί από τις θέσεις ευθύνης που είχε.

Φρόντισε μάλιστα, όπως λέει, να ρίξει και μία «άγκυρα» στη χώρα. «Επένδυσα πριν από χρόνια σε ένα σπίτι στη Λευκάδα, οπότε κάθε χρόνο ερχόμαστε οικογενειακώς (σ.σ. έχει δύο κόρες στην εφηβεία) για τουλάχιστον έναν μήνα. Το αγαπώ πολύ το μέρος. Και φυσικά είναι και οι δουλειές καθ’ όλη τη διάρκεια του χρόνου, για παράδειγμα αύριο ταξιδεύω για Ελλάδα».

Η βάση του βέβαια εδώ και 25 χρόνια περίπου παραμένει το Σιάτλ. «Στο Parkland Washington, μόλις 3 μίλια από τα κεντρικά γραφεία της Facebook, 1 μίλι από τα κεντρικά της Google και 2 μίλια από της Microsoft. Πλέον το Σιάτλ έχει γίνει κολοσσιαίο με την άνθηση της τεχνολογίας», μας λέει.

Ο ίδιος, παρά τις σπουδές και την προϋπηρεσία του, λέει πως δεν αισθάνεται «τεχνολόγος». «Είμαι βασικά επιχειρηματίας. Απλά σκέφτομαι πολύ πιο στρατηγικά την αγορά, τον πελάτη και ξέρω αρκετά για την τεχνολογία ώστε να μιλάω γι’ αυτή που με έχει βοηθήσει με την έννοια να δω τι πρέπει να κάνω».

Κάπως έτσι, όταν θα φύγει από τη Microsoft το 2011 θα αρχίσει να κινείται πιο ενεργά στο κομμάτι του Venture Capital. «Υπήρξε ένα κενό τότε 2-3 μηνών πριν πάω στην επόμενη εταιρεία όπου εντάχθηκα – και είχα έρθει τότε στην Ελλάδα να βοηθήσω έναν εξάδελφό μου που ήθελε να σηκώσει κάποια λεφτά από την αγορά ως χρηματοδότηση για μία νέα προσπάθεια. Μόνο που λεφτά τότε στην Ελλάδα δεν υπήρχαν, ήμασταν μέσα στην κρίση. Τότε, θυμάμαι, ξεκινήσαμε να χτυπάμε την πόρτα όλων των εφοπλιστών, οι οποίοι, ομολογουμένως, όλοι ήθελαν να μας ακούσουν. Κανείς όμως δεν έβαζε τελικά λεφτά! Αυτό όμως έπρεπε να γίνει με κάποιον τρόπο. Η χώρα ήταν σε κρίση, ήταν απαραίτητο να βγουν enterpreneurs που θα πάρουν το ρίσκο και θα επιχειρούσαν να αλλάξουν κάπως τα πράγματα. Δουλειές μέσω των τραπεζών δεν μπορούσαν να γίνουν όπως παλιά, έπρεπε να υπάρξει η ενεργοποίηση ιδιωτών επενδυτών. Τότε ήταν μια εποχή που ξεκινούσαμε το πρώτο TEDX Academy στην Ελλάδα, οπότε είχε έρθει ο Λουκάς Πηλίτσης, που ήταν τότε στην Τράπεζα Πειραιώς, και πρότεινε την υποστήριξη του fund που θέλαμε να κάνουμε από την Τράπεζα Πειραιώς με κεφάλαια από το EIF και τα Jeremy Funds. Και έτσι δημιουργήθηκε το πρώτο seed fund στην Ελλάδα».

«Αρα η ενασχόληση με το ελληνικό οικοσύστημα έγινε σχεδόν κατά λάθος, με κίνητρο τη βοήθεια στον συγγενή σου;», τον ρωτάμε. «Περίπου. Ξέρεις, με πείραζε που έβλεπα τόσα παιδιά έξυπνα να μην έχουν πηγές να ξεδιπλώσουν το ταλέντο του. Τράπεζες δεν υπήρχαν, οι πλούσιοι δεν άνοιγαν το πορτοφόλι να χρηματοδοτήσουν νέες ιδέες, αφού κρατούσαν όλοι αμυντική στάση λόγω της κρίσης. Η Ελλάδα φαινόταν ανίκανη να ξεφύγει από το στρεβλό μοντέλο που είχε. Κάπου 20 οικογένειες ήλεγχαν τη χώρα, αλλά όλα τα παιδιά που έβγαιναν από το πανεπιστήμιο διαπίστωναν ότι όχι μόνο δεν υπήρχαν δουλειές, αλλά ούτε και πηγές για να κάνεις κάτι μόνος σου. Αν, για παράδειγμα, ήσουν στη Σίλικον Βάλεϊ, μπορούσες να χτυπήσεις την πόρτα 30 VCs, να παρουσιάσεις την ιδέα σου και υπήρχε πιθανότητα να λάβεις χρηματοδότηση. Στην Ελλάδα δεν υπήρχε κάτι τέτοιο. Εγώ στο μεταξύ είχα κάνει κάποιες σημαντικές εξαγορές για τη Microsoft, οπότε είχα αποκτήσει το know how γύρω από τον τρόπο που κάνεις deals, τον τρόπο με τον οποίο γεννιούνται ιδέες, πώς αυτές τις “τρέχεις”. Τον ήξερα αυτόν τον τομέα. Και με την Ελλάδα είχα πάντα μια επαφή, φαντάσου ότι έτρεχα το country sponsor programme για την πολυεθνική και είχα βάλει τότε την Ελλάδα μέσα και ας μην ήταν καν κοντά στις 50 μεγαλύτερες αγορές για τη Microsoft. Και τότε κατάλαβα λίγο περισσότερο την Ελλάδα.

Οπότε έβλεπα και βλέπω την προοπτική και ήθελα να βοηθήσω. Δυστυχώς, όμως, για κάποιον λόγο δεν μπορούσαμε να βγούμε στην επιφάνεια. Υπήρχε συνέχεια ένα εμπόδιο. Τώρα όμως βλέπω επιτέλους φως. Κι αυτό είναι πολύ σημαντικό. Γι’ αυτό και έφερα την Applied Materials στην Ελλάδα. Κάποιος θα έλεγε ότι έβαζα σε ρίσκο την υστεροφημία μου, αφού η εξαγορά της Think Silicon έγινε μόλις δύο μήνες αφότου είχα μπει στην ομάδα της Applied Materials. Το ένστικτό μου όμως έλεγε ότι αυτό πραγματικά θα είναι win-win. Γιατί να μην πάρω μια εταιρεία που καινοτομεί από την ελληνική αγορά και να πάω αλλού; Το ταλέντο υπάρχει. Και κοίτα, μόλις σε έναν χρόνο και κάτι φτιάξαμε νέα γραφεία σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη, τριπλασιάσαμε την ομάδα, η οποία έχει πλέον φτάσει στα 60 άτομα και ασχολείται εδώ με κάτι πολύ καινοτόμο. Οπότε αυτό είναι η απόδειξη ότι η Ελλάδα έχει δυνατότητες και ταλέντα, πρέπει όμως να κινηθούμε πιο συντονισμένα για να κάνουμε το breakthrough. Το ότι η κυβέρνηση βοηθά με τα μέτρα που λαμβάνει στη διευκόλυνση του περιβάλλοντος είναι πολύ σημαντικό», τονίζει.

«Είμαστε όμως στην αρχή. Αυτό πρέπει να το καταλάβουν όλοι. Ναι, έγιναν καλά πράγματα και η Ελλάδα πραγματικά ετοιμάζεται να πετάξει. Δεν το έχει κάνει όμως ακόμα. Είναι σε πολύ κρίσιμο στάδιο και μάλιστα το γεγονός ότι πλέον αρχίζει να μπαίνει το “proof of point”, δηλαδή απτές αποδείξεις, με τις επενδύσεις της Microsoft, της δικής μας, της Pfizer και άλλων πολλών, βοηθάει εξαιρετικά. Ολοι εμείς λοιπόν είμαστε πρωτοπόροι από τις μεγάλες εταιρείες που μπήκαμε σε μια αγορά που δημιουργείται τώρα. Πρέπει όμως να ακολουθήσει οπωσδήποτε ένα τεράστιο κύμα ώστε αυτό που γίνεται τώρα να εξελιχθεί σε συμπαγές. Είμαστε ακόμη στην αρχή. Κυβέρνηση και Ελληνες επιχειρηματίες πρέπει τώρα να βγουν έξω. Πρέπει να δημιουργήσουμε διασυνδέσεις και να αποκτήσουμε αξιοπιστία σε παγκόσμιο επίπεδο. Κι αυτό πρέπει να γίνει τώρα. Είμαι αισιόδοξος γιατί διαμορφώνεται το σωστό περιβάλλον, πολιτικό και οικονομικό, το startup momentum υπάρχει, οι επενδύσεις έχουν ξεκινήσει. Ολα αυτά πρέπει να τα εκμεταλλευτούμε περισσότερο. Κι αυτό προκειμένου να χτίσουμε σημαντικές θέσεις προτού έρθει η επόμενη κρίση, ειδάλλως τότε θα έχουμε μεγάλα ζητήματα. Ο οικονομικός και επιχειρηματικός κύκλος πάντα γυρνάει. Παγκοσμίως είμαστε ήδη στον 8ο-9ο χρόνο ανοδικής φάσης, φοβάμαι ότι εντός 2-3 ετών θα περάσουμε σε πτωτικό κύκλο. Πρέπει να το προλάβουμε και να έχουμε χτίσει ισχυρές βάσεις».

Κλείνοντας τον ρωτάμε και για τα πρώτα ελληνικά «unicorns», όπως ονομάζονται οι startups που ξεπερνούν σε κεφαλαιοποίηση το 1 δισ. δολ. «Συγγνώμη, αλλά αυτά είναι μπούρδες. Για μένα δεν μετράει αυτό. Αυτά ξυπνάνε μνήμες από την κατάρρευση των dotcom. Η γενιά η δική μας τα θυμάται, οι νέοι δεν τα έχουν ζήσει. Και επειδή στο μεταξύ ζήσαμε και άλλες κρίσεις θεωρώ ότι αυτό δεν μετράει όταν πας στην ουσία των πραγμάτων. Και για μια εταιρεία αυτό που πάντα μετράει είναι η κερδοφορία. Εάν έχεις απλά καλή αποτίμηση και η αγορά καταρρεύσει, τότε η startup θα μηδενίσει. Πρέπει να έχεις πραγματικά καλή εταιρεία που στο τέλος έχει θετικό EBITDA. Αρα και η συμβουλή μου προς τους νεότερους είναι ότι πρέπει να χτίζουν εταιρείες με προϊόν και πελάτες. Ακούγεται εύκολο, όμως δεν είναι!».

Διαβάστε ακόμα 

Συντάξεις: Πότε μπορεί να γίνει η αναγνώριση στα πλασματικά έτη

Δέκα χρόνια ο Πρεμ Γουάτσα «δείχνει» την Ελλάδα (κι εμείς κοιτάμε το δάχτυλο)

Μπριζόλα όπως… χαβιάρι: Γιατί το κρέας θα γίνει είδος πολυτελείας