Τον Φεβρουάριο του 1993, έχοντας ήδη πέντε χρόνια στο τιμόνι της Samsung Group διαδεχόμενος τον πατέρα του, ο 51χρονος τότε Λι Κουν Χι ήταν απογοητευμένος που δεν είχε καταφέρει να αφήσει το στίγμα του.

Προσκάλεσε μια ομάδα στελεχών της Samsung Electronics σε ένα κατάστημα της αλυσίδας Best Buy στο Λος Άντζελες για αυτό που ονόμασε «έλεγχο πραγματικότητας» της μάρκας Samsung. Mια τηλεόραση Samsung καλυμμένη από σκόνη βρίσκονταν σε ένα ράφι του καταστήματος με τιμή σχεδόν 100 δολάρια χαμηλότερη από την ανταγωνίστριά της, ένα μοντέλο της Sony.

Η ομάδα παρέμεινε στο κατάστημα εννέα ώρες κατά τη διάρκεια των οποίων οι συζητήσεις ήταν τεταμένες και στη συνέχεια ο Λι Κουν ξεκίνησε την στρατηγική αλλαγή της Samsung – με στόχο να αυξήσει το μερίδιο της στην αγοράς μέσω της ποιότητας και όχι της ποσότητας.

Ο Λι, ο οποίος πέθανε σε ηλικία 78 ετών σήμερα Κυριακή είχε μια συνεχή αίσθηση του επείγοντος που τον κινητοποιούσε και αυτήν μετέφερε στις ηγετικές ομάδες της εταιρείας του προκειμένουν να πρωτοπορούν στις αλλαγές και να μην εφησυχάζουν. Στα μέσα της δεκαετίας του 1990, ο Λι Κουν ανακάλεσε προσωπικά κακής ποιότητας κινητά τηλέφωνα και συσκευές φαξ αξίας περίπου 50 εκατ. δολαρίων, και τους έβαλε φωτιά.

Αυτός ο τρόπος σκέψης του Λι Κουν τον βοήθησε να αναπτύξει την επιχείρηση μεταφορών τροφίμων του πατέρα του σε μια επιχειρηματική αυτοκρατορία αξίας 375 δισ. δολαρίων (με στοιχεία του Μαίου του 2020) με δεκάδες θυγατρικές που εκτείνονται σε τομείς από τα ηλεκτρονικά και την ασφάλιση έως την ναυπηγική και τις κατασκευές.

Η Samsung Electronics εξελίχθηκε από μια εταιρεία παραγωγής τηλεοράσεων δεύτερης κατηγορίας στην μεγαλύτερη εταιρεία τεχνολογίας στον κόσμο (με βάση τα έσοδα) – εξοβελίζοντας τις ιαπωνικές Sony, Sharp και Panasonic στο χώρο των τηλεοράσεων, τερματίζοντας την κυριαρχία της Nokia στο χώρο των ακουστικών και επικρατώντας έναντι της Apple στα smartphone.

To Reuters παρουσιάζοντας το ποτρέτο του Λι Κουν επικαλείται ένα κείμενό του από το 1997, όπου κατέγραφε την απογοήτευσή του για τη διοικητική αδράνεια. «Το εξωτερικό επιχειρηματικό περιβάλλον δεν ήταν καλό … αλλά και μέσα στον οργανισμό δεν υπήρχε κανένα άγχος καμία ανησυχία και όλοι φαινόταν να ασχολούνται με την προσωπική τους έπαρση … έπρεπε να γίνω πιο αυστηρός και να υπενθυμίζω συνεχώς στους διευθυντές ότι πρέπει να έχουμε την αίσθηση του επείγοντος και της κρίσης».

Το 2013, το Forbes ανακήρυξε τον Λι Κουν ως τον δεύτερο ισχυρότερο Νοτιοκορεάτη, με πρώτο τον (πρώην) Γενικό Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών Μπαν Κι Μουν.

«Αλλάξτε τα πάντα εκτός από τη γυναίκα και τα παιδιά σας»

Τέσσερις μήνες μετά τη σύσκεψη στο κατάστημα του Λος Άντζελες, ο Λι Κουν κάλεσε τα μέλη της ομάδας του και σε μια αίθουσα συνεδριάσεων ενός ξενοδοχείου στη Φρανκφούρτη και τους παρουσίασε το σχέδιό του υπό την ονομασία «Νέα Διοίκηση», προτρέποντας τα στελέχη του να «αλλάξετε τα πάντα εκτός από τη γυναίκα και τα παιδιά σας».

Οι συναντήσεις των ανώτερων στελεχών υπήρξαν σκληρές, συχνά διαρκούσαν 10 ώρες, με τους συμμετέχοντες να αποφεύγουν ακόμη και να πιουν νερό, φοβούμενοι το ενδεχόμενο να χρειαστεί να πάνε στην τουαλέτα διακόπτοντας τον Λι Κουν.

Το επιχειρηματικό πνεύμα του Λι Κουν τον έκανε αντικείμενο λατρείας και εικασιών στην Κορέα, αλλά τόσο ο ίδιος όσο και η αυτοκρατορία που έχτισε έχουν κατηγορηθεί για ανεξέλεγκτη οικονομική επιρροή, αδιαφανή διοίκηση και «ύποπτες» συναλλαγές στα οικογενειακά περιουσιακά του στοιχεία.

Το 2008, ο Λι Κουν κατηγορήθηκε για τη διαχείριση περικοπών ενός πολιτικού ταμείου καθώς και ότι βοήθησε τα παιδιά του να αγοράσουν μετοχές της Samsung σε χαμηλότερες τιμές. Οι εισαγγελείς δεν κατάφεραν να αποδείξουν καμία από τις δύο κατηγορίες, αλλά ο Λι καταδικάστηκε για φοροδιαφυγή και υπεξαίρεση. Ζήτησε συγγνώμη και παραιτήθηκε, αλλά μετά από δύο χρόνια επέστρεψε έχοντας λάβει προεδρική χάρη.

Από τότε διατήρησε χαμηλό προφίλ και ανέθεσε αρμοδιότητες σε ένα στρατό διευθυντικών στελεχών, ενώ προήγαγε τον γιο του, τον Τζει Λι , σε αντιπρόεδρο, μια διακοσμητική θέση ενόψει της επερχόμενης μεταβίβαση της εξουσίας.

Καθώς η υγεία του επιδεινώθηκε – ο Λι περπατούσε με βοήθεια και ήταν ευπαθής σε αναπνευστικές παθήσεις μετά την θεραπεία στην οποία είχε υποβληθεί για καρκίνο στον πνεύμονα – αραίωσαν οι επισκέψεις του στα κεντρικά γραφεία της Samsung και έκανε χειμερινές διακοπές διαρκείας στην Ιαπωνία ή τη Χαβάη.

Ωστόσο η επιρροή του στον Όμιλο παρέμεινε αμείωτη. Όποτε ταξίδευε στο εξωτερικό, τουλάχιστον τέσσερα από τα ανώτερα στελέχη της Samsung, μαζί με ολόκληρη ομάδα από την εταιρεία και βεβαίως το προσωπικό ασφαλείας, θα βρίσκονταν στο αεροδρόμιο.

Στο κέντρο ανάπτυξης ανθρώπινου δυναμικού της Samsung, οι δεκάδες χιλιάδες εργαζόμενοι παρακολουθούν εκπαιδευτικά σεμινάρια σε μια αίθουσα ρέπλικα -εξαιρετικής ακρίβειας- της αίθουσας συνεδριάσεων του ξενοδοχείου της Φρανκφούρτης. Δεδομένου ότι το μεγαλύτερο ποσοστό του προσωπικού της Samsung είναι 20 και 30 ετών και δεν έχουν προσωπική εμπειρία τη διοικητικής δεινότητας του Λι , αυτή η αίθουσα έχει στόχο να τους υπενθυμίζει την ανάγκη να σκέφτονται έχοντας την «αίσθηση του επείγοντος και της κρίσης», δήλωσαν στο Reuters αρκετά άτομα που έχουν εκπαιδευτεί στο κέντρο.

Η ιαπωνική επιρροή 

Ο Λι Κουν γεννήθηκε το 1942 στο χωριό Uiryeong της Νότιας Κορέας και ήταν ο τρίτος γιος του ιδρυτή της Samsung. Λίγο μετά το τέλος του πολέμου με την Κορέα, σε ηλικία 11 ετών, εστάλη στην Ιαπωνία, καθώς ο πατέρας του ήθελε οι γιοι του να μάθουν πώς ανοικοδομείται η Ιαπωνία από τις στάχτες του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου.

Όπως είχε πει ο ίδιος ήταν μοναχικός και όταν επέστρεψε στην πατρίδα του στην οποία κυριαρχούσαν τα αντι-ιαπωνικά αισθήματα δυσκολεύτηκε επιπλέον να δημιουργήσει φιλίες. Επέστρεψε στην Ιαπωνία για να σπουδάσει οικονομικά στο Πανεπιστήμιο Waseda και στη συνέχεια διοίκηση επιχειρήσεων στο Πανεπιστήμιο George Washington στις Ηνωμένες Πολιτείες.

Η πρώιμη έκθεσή του στην προηγμένη τεχνολογία της Ιαπωνίας τον βοήθησε στο να θεμελιώσει τη Samsung Electronics μέσα από συμμαχίες όπως αυτή με τη Sanyo, και να υιοθετήσει τις τεχνολογίες παραγωγής chip και τηλεόρασης.

Ο Λι Κουν «έσπασε» την παράδοση που θέλει τον μεγαλύτερο γιο να αναλαμβάνει τα ηνία της οικογενειακής επιχείρησης και ξεκίνησε την καριέρα του στη Samsung από χαμηλές θέσεις για να φτάσει τελικά στην προεδρία το 1987. Ήταν ο μεγαλύτερος αδερφός του που είχε αρχικά επιλεχθεί για να ηγηθεί της Samsung το 1967 όταν ο πατέρας του αποσύρθηκε, αλλά ο επιθετικός τρόπος διοίκησής του προκάλεσε τριβές με τους πιο κοντινούς και έμπιστους συνεργάτες του ιδρυτή της εταιρείας.

Ο δεύτερος γιος είχε διακόψει τις σχέσεις του με την οικογένεια όταν είχε καταγγείλει ότι ο πατέρας του διατηρούσε 1 εκατ. δολάρια στο εξωτερικό. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να εκδιωχθεί στις ΗΠΑ από τον πατέρα του, ο οποίος όταν διαγνώστηκε με καρκίνο το 1976 παρέδωσε την επιχείρηση στον Κου Λι.

Το παρουσιαστικό του Κου Λι δεν ήταν αυτό που θα περίμενε κανείς για έναν τόσο ισχυρό άντρα: Εξαιτίας ενός τροχαίου ατυχήματος, καμπούριαζε δίνοντας στο σώμα του μια κάπως περίεργη στάση, μιλούσε χαμηλόφωνα με μαλακή φωνή και το πρόσωπό του είχε συχνά μια έκφραση έκπληξης. Είχε παντρευτεί την Χονγκ Ρα-Χι, η οποία διευθύνει μια γκαλερί τέχνης συνδεδεμένη με τη Samsung και απέκτησαν έναν γιο και τρεις κόρες.

Η νεότερη κόρη του πέθανε στη Νέα Υόρκη το 2005, τον θάνατο της οποίας η Samsung απέδωσε σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα, αλλά σύμφωνα με αναφορές των ΜΜΕ ήταν αυτοκτονία.