Oι επενδύσεις σε private equity funds αποτελούν παραδοσιακά μια «ελίτ» δραστηριότητα, που απευθύνεται σε «χοντρά πορτοφόλια» και θεσμικούς επενδυτές (ασφαλιστικά και συνταξιοδοτικά ταμεία). Αυτό κατά κανόνα ίσχυε πριν κάνει το ντεμπούτο της στην επενδυτική αγορά η επαναστατική ιδέα της Moonfare που «εκδημοκρατίζει» τις ιδιωτικές επενδύσεις, παρέχοντας σε ιδιώτες το πολυπόθητο εισιτήριο εισόδου στα μεγαλύτερα επενδυτικά κεφάλαια του κόσμου (private equity funds), και εγκαινιάζει μια νέα εποχή για τον κόσμο των επενδύσεων.

Από την ίδρυσή της το 2016, μέχρι και σήμερα, η πορεία της Moonfare είναι εντυπωσιακή. Σήμερα η επενδυτική πλατφόρμα διαχειρίζεται περιουσιακά στοιχεία 900 εκατομμυρίων ευρώ, συνεργάζεται με 4 τράπεζες και 40 private equity funds, στα οποία περιλαμβάνονται τα μεγαλύτερα ονόματα των επενδυτικών οίκων παγκοσμίως και έχει γύρω στους 1.500 πελάτες. Με έδρα το Βερολίνο, έχει παρουσία σε 2 ηπείρους και 6 χώρες, ενώ αναμένεται να επεκταθεί σε πολύ περισσότερες, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα. Επιπλέον, έχει συγκεντρώσει σε νέο γύρο χρηματοδότησης το ποσό των 35 εκατομμυρίων ευρώ για να ενισχύσει την επέκτασή της σε Ευρώπη και Ασία.

Ο Δημήτρης Μαγιάκος, υπεύθυνος πωλήσεων και Business Development της Μoonfare, άφησε πίσω μια λαμπρή και πολλά υποσχόμενη καριέρα σε μια από τις μεγαλύτερες τράπεζες του κόσμου, την JPMorgan, για να μυηθεί στην, νεοσύστατη τότε, Μoonfare, που «τίκαρε όλα τα κουτάκια»,  όπως λέει. «Η Μoonfare είχε ένα πρωτοπόρο όραμα που έδινε λύση σε ένα πρόβλημα που έβλεπα ότι είχαν οι επενδυτές, την δύσκολη και χρονοβόρα πρόσβαση σε ιδιωτικά κεφάλαια (private equity). Αν δεν μπορούσες να επενδύσεις 5-10 εκατομμύρια, δεν περνούσες το κατώφλι των μεγάλων funds. Η Μoonfare αποτελεί μια fintech πλατφόρμα που «εκδημοκρατίζει» και απλουστεύει τις επενδύσεις σε επενδυτικά funds, κατεβάζοντας συντριπτικά τα κατώτατα όρια επένδυσης και αυτοματοποιώντας τις διαδικασίες με τη βοήθεια εξελιγμένων τεχνολογικών εργαλείων», εξηγεί στο newmoney ο Μαγιάκος.

Πώς, όμως δουλεύει και τι κάνει την Μoonfare μοναδική; «Όταν χτυπήσαμε την πόρτα των funds πρώτη φορά μας αντιμετώπισαν με ιδιαίτερη καχυποψία. Είχαμε το πρόβλημα «του αυγού και της κότας». Τα funds ήθελαν να δουν τα διαθέσιμα ποσά κεφαλαίων  πριν συζητήσουν κάποια συνεργασία και οι πελάτες ήθελαν να δουν τα συνεργαζόμενα funds πριν επενδύσουν. Αυτό που βοήθησε να μας ανοίξει τελικά η πόρτα είναι ότι η ιδρυτική ομάδα προερχόταν από τον κλάδο του private equity. Το fund που έκανε την αρχή ήταν το EQT», αναφέρει.

Τα οφέλη της Moonfare

Όπως εξηγεί ο Δημήτρης, για να επενδύσει κάποιος απευθείας στα μεγάλα ονόματα των επενδυτικών funds πρέπει να διαθέτει ένα μίνιμουμ επένδυσης που κυμαίνεται στα 5-15 εκατ.ευρώ, ανάλογα με το εκάστοτε fund, κάτι που από μόνο του είναι ιδιαίτερα περιοριστικό. Εκτός αυτού, οι επενδυτές που πληρούν τα οικονομικά κριτήρια υποβάλλονται σε μια χρονοβόρα και εξαντλητική διαδικασία προκειμένου να ολοκληρωθεί η επένδυση τους, κάτι που απαιτεί εξαντλητική γραφειοκρατία και που μπορεί να κρατήσει μέχρι και ένα μήνα.

«Το μεγαλύτερό επίτευγμα της Moonfare είναι ότι κατέβασε το μίνιμουμ ύψος της επένδυσης στα 50.000 – 100.000 ευρώ, ανάλογα με το ρυθμιστικό πλαίσιο κάθε χώρας, καλωσορίζοντας στον κόσμο των ιδιωτικών επενδύσεων τους «μικροεπενδυτές», οι οποίοι δεν έχουν την απαιτούμενη οικονομική επιφάνεια να χτυπήσουν αυτόνομα την πόρτα funds όπως το CVC Capital ή το KKR», εξηγεί ο Δημήτρης.

Πώς λειτουργεί;

«Οι υπηρεσίες μας είναι εξ’ ολοκλήρου ψηφιακές, κάτι που κάνει τη διαδικασία της επένδυσης πολύ απλή και γρήγορή. Μειώσαμε τη διάρκεια πιστοποιήσεων και εγγραφών από εβδομάδεςστα 12 λεπτά. Είμαστε μόνο επτά άτομα στο τμήμα πωλήσεων και εξυπηρετούμε χιλιάδες πελάτες ταυτόχρονα», προσθέτει ο Δημήτρης.

Ο επενδυτής μπορεί μέσα σε 30 δευτερόλεπτα να εγγραφεί στην πλατφόρμα προκειμένου να ενημερωθεί για όλα τα funds με τα οποία συνεργάζεται η Moonfare και να επιλέξει σε ποιο ή ποια θέλει να επενδύσει. Στη συνέχεια, αφού ολοκληρώσει τον έλεγχο ασφαλείας (KYC), με σκοπό να εξακριβωθεί η ταυτότητα και το υπόβαθρό του, μπορεί να επενδύσει με το πάτημα ενός κουμπιού, και να υπογράψει τα δικαιολογητικά ψηφιακά. Από εκεί και πέρα διαχειρίζεται την επένδυση μέσω της πλατφόρμας.

«Το όπλο μας είναι η τεχνολογία. Η ψηφιοποίηση και αυτοματοποίηση των υπηρεσιών μας επιτρέπει την επαναστατική μείωση των ελάχιστων απαιτούμενων ποσών επένδυσηςκαι την θεαματική επιτάχυνσητης διαδικασίας», αναφέρει ο Δημήτρης.

Ουσιαστικά, η Μoonfare χτυπάει την πόρτα των μεγάλων funds και επενδύει χρησιμοποιώντας τα κεφάλαια που συγκεντρώνονται από τις επιμέρους επενδύσεις των πελατών της, ιδιώτες, τράπεζες, και family offices, μια μέθοδος που θυμίζει το crowdfunding. Από τις υπηρεσίες της ωφελούνται πέραν των επενδυτών και τα ίδια τα funds, τα οποία πλέον επιζητούν να προσελκύσουν περισσότερους ιδιώτες επενδυτές. Και αυτό είναι αναμενόμενο, καθώς γύρω στο 50% του παγκόσμιου πλούτου σήμερα ανήκει σε ιδιώτες και όχι σε θεσμικούς επενδυτές.

Η Μoonfare έχει καταφέρει να ανησυχήσει ακόμη και τις μεγαλύτερες επενδυτικές τράπεζες του κόσμου, οι οποίες την αντιμετωπίζουν ως άμεσο ανταγωνιστή, καθώς στοχεύουν στο ίδιο πελατολόγιο. Αυτό δημιούργησε και το B2B2C σκέλος των υπηρεσιών της, την παροχή πρόσβασης στην πλατφόρμα και σε τράπεζες, οι οποίες επωφελούνται από την καλύτερη, ταχύτερη και απλούστερη παροχή επενδυτικών υπηρεσιών στους πελάτες τους. «Αν και το μεγαλύτερο ποσοστό των 900 εκατ. που διαχειριζόμαστε προέρχεται επί του παρόντος από ιδιώτες, προβλέπουμε ότι αυτό θα ανατραπεί τα επόμενα χρόνια και θα προέρχεται από τράπεζες», εξηγεί ο Δημήτρης.

Funds διεθνούς φήμης

CVC Capital (γνωστό για τις επενδύσεις του σε μεγάλες ελληνικές εταιρείες), EQTKKRCinvenCarlyle GroupVistaKhosla είναι μερικά από τα μεγάλα ονόματα επενδυτικών οίκων, παγκόσμιας φήμης και εμβέλειας, που θα συναντήσει κανείς αν περιηγηθεί στην πλατφόρμα.«Συνεργαζόμαστε με private equity funds ευρέος φάσματος. H Μoonfare ήταν η πρώτη που έφερε κοντά στους ιδιώτες τα venture capital funds, δηλαδή τα fundsπου επενδύουν σε νεοφυείς επιχειρήσεις και startups, όπως InsightFounders Fund και η DFJ, κάτι που δεν είχαν καταφέρει μέχρι τώρα οι τράπεζες».

Επιχειρηματικό μοντέλο και χρηματοδότηση

Για να επιτευχθεί η βιωσιμότητα της πλατφόρμας παρά τη μείωση των μίνιμουμ της επένδυσης, οι επενδυτές πληρώνουν μια ετήσια συνδρομή διαχείρισης, που κυμαίνεται στο 0,5 % της επένδυσης, καθώς και μια εφάπαξ συνδρομή εγγραφής που ανέρχεται στο 1% της επένδυσης.

Εκτός από τις συνδρομές η εταιρεία έχει συγκεντρώσει σε γύρους χρηματοδότησης 35 εκατομμύρια ευρώ από superangelsφιλοξενώντας στη μετοχική της δομή πάνω από 140 ιδιώτες επενδυτές που αποτελούν στελέχη private equity, νεοφυών επιχειρήσεων, τραπεζών κ.λπ. «Το ότι ονόματα όπως η Fidelity Internationalμια δυνατή παρουσία στο χώρο των επενδύσεων, στοιχημάτισαν στο επιχειρηματικό μας μοντέλο και προσφέρουντο προϊόν μας στους πελάτες τους αποτελεί από μόνο του μια επιβεβαίωση», επισημαίνει ο Μαγιάκος.

Επεκτατικές τάσεις

Η εταιρεία σήμερα έχει δραστηριότητα σε Γερμανία, Ελβετία, Αγγλία, Γαλλία και Χονγκ Κόνγκ, ενώ είναι στα σκαριά η είσοδος σε Ιταλία, Ισπανία, Αυστρία, Ιρλανδία, Ολλανδία, Γαλλίακαι Ελλάδα.

«Στόχος μας είναι να επεκταθούμε σε όλη την Ευρώπη και σε μεγάλο μέρος της Ασίας.  Η επιλογή των χωρών εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από το εκάστοτε ρυθμιστικό πλαίσιο, το οποίο μπορεί να διαφέρει ως προς τα απαιτούμενα χαρακτηριστικά των επενδυτών και το ελάχιστο ποσό επένδυσης. Στην Αγγλία, για παράδειγμα, το μίνιμουμ επένδυσης είναι 50.000 ευρώ, ενώ στη Γερμανία 200.000 ευρώ».

Eίσοδος στην Ελλάδα

Το ντεμπούτο στην Ελλάδα είναι προγραμματισμένο σε λίγες εβδομάδες και είναι κάτι που χαροποιεί ιδιαιτέρως την ομάδα της Μoonfare η οποία έχει εν μέρει ελληνικό DNA, καθώς απαρτίζεται από τρεις  Έλληνες, τον Δημήτρη Μαγιάκο, Υπεύθυνο Πωλήσεων και Business Development, τον Αλέξανδρο Αργυρό, συνιδρυτή και μέλος του ΔΣ και τον Αντώνη Κοτζιά, Υπεύθυνο αναλύσεων και επικοινωνίας.

Στην Ελλάδα οι υπηρεσίες της Μoonfare θα απευθύνονται σε έμπειρου ςεπενδυτές, με περιουσία μισού εκατομμυρίου και πάνω, που μπορούν να επενδύσουν τουλάχιστον 100.000 ευρώ. Επιπλέον, όπως αναφέρει ο Δημήτρης, έχει εκδηλωθεί μεγάλο ενδιαφέρον για την πλατφόρμα από ελληνικές τράπεζες οι οποίες φιλοδοξούν να ενισχύσουν τις επενδυτικές τους υπηρεσίες, καθώς και από family offices.

«Οι κύριες δυσκολίες ένταξης στην Ελλάδα είναι το αρκετά αυστηρό ρυθμιστικό πλαίσιο και η έλλειψη εξοικείωσηςτων Ελλήνων τα ιδιωτικά κεφάλαια. Ο Έλληνας επενδυτής είναι ακόμα επιφυλακτικός απέναντι στα ιδιωτικά κεφάλαια και στα οφέλη μιας τέτοιας επένδυσης. Τον τρομάζει, για παράδειγμα, το γεγονός του ‘κλειδώματος’ των χρημάτων τους για δέκα χρόνια, έστω και αν σημαίνει μακροπρόθεσμα μεγαλύτερο κέρδος. Αυτό αλλάζει σιγά σιγά, καθώς αλλάζει και το οικονομικό τοπίο. Πλέον παρατηρείται μια παγκόσμια στροφή προς εναλλακτικές επενδύσεις με ψηλότερες, κατά μέσο όρο, αποδόσεις, λόγω της διάχυτης αβεβαιότητας για τις οικονομικές συνθήκεςκαι τηςέλλειψης πολλών εναλλακτικών», επισημαίνει.

«Θεωρώ πως η απήχηση της πλατφόρμας στη χώρα μας θα είναι μεγάλη. Σε αυτό θα συμβάλει, μεταξύ άλλων, η δυνατότητα πρόωρης ρευστότητας που δίνει η Μoonfare σε ιδιώτες. Καταλαβαίνουμε ότι οι συνθήκες αλλάζουν και κάποιος μπορεί να χρειαστεί άμεση ρευστότητα πριν από τα δέκα χρόνια. Φτιάξαμε λοιπόν το ‘secondary market’, μέσω του οποίου μπορεί κανείς ανά πάσα στιγμή να πουλήσει την επένδυση του και να πάρει τα χρήματά του», συνεχίζει.

Στόχος να υποχωρήσουν τα όρια

«Ο στόχος μας είναι να κάνουμε τις ιδιωτικές επενδύσεις προσιτές σε όλο και περισσότερο κόσμο, με την περεταίρω μείωση των κατώτατωνορίων επένδυσηςκαι την αύξηση των επενδυτικών επιλογών. Επιπλέον θέλουμε να επεκτείνουμε τη δράση μας, όχι μόνο γεωγραφικά, αλλά και μέσω της σύναψης συνεργασιών με περισσότερα funds και τράπεζες και της διεύρυνσης των κατηγοριών των περιουσιακών στοιχείων στα οποία επενδύουμε. Προσωπικά ως Έλληνας, ευελπιστώ πως οι υπηρεσίες μας θα εξοικειώσουν τους επενδυτές στην Ελλάδα με τα ιδιωτικά κεφάλαια και θα συμβάλουν στην οικονομική ανάκαμψη της χώρας», καταλήγει.