Του Δημήτρη Μαρκόπουλου

Αν θα έπρεπε κανείς να δώσει έναν χαρακτηρισμό για να προσδιορίσει τον άνθρωπο που μαζί με τους υπόλοιπους μετόχους βρίσκεται πίσω από την επιτυχία της εται­ρείας Βενέτης αυτός είναι «πατριώτης». Σε μια περίοδο όπου η έννοια «Ελλάδα» φθίνει και το ατομικό υποχωρεί έναντι του εθνικού – συλλογικού, ο αντιπρόεδρος της Βενέτης με τα 85 καταστήματα και τις πωλήσεις των 70 εκατ. ευρώ μιλάει με πίστη για την ανάγκη η χώρα να ξεφύγει, να δημιουργήσει, να επιμείνει ώστε να επιτύχει. Κι αυτά δεν τα λέει τυχαία, αλλά έχοντας πλήρη γνώση του τι εστί μνημόνιο, καθώς κάτι ανάλογο επέβαλαν οι τράπεζες στην εταιρεία Βενέτης το 2002.

«Μια σειρά επιτυχημένων προσωπικών επιχειρηματικών επιλογών με οδήγησε στη Βενέτης. Κάπως έτσι, βρέθηκα να πρέπει να ξαναξεκινήσω τα πάντα από το μηδέν. Ζούσα λοιπόν σε έναν μικρό χώρο στα κεντρικά γραφεία της Βενέτης και με αγώνα και προσευχή κατάφερα ό,τι κατάφερα. Για τον λόγο αυτό λέω ότι και η Ελλάδα, αν θέλει, μπορεί να τα καταφέρει. Και η Βενέτης πέρασε το δικό της μνημόνιο και τα κατάφερε. Γιατί όχι και η Ελλάδα;».

Η εταιρεία Βενέτης, λοιπόν, είναι μια περίπτωση ανάλογη με τη χώρα. Το 2002 βρέθηκε με χρέη 27 εκατ. έχοντας τζίρο μόλις 12 εκατ. ευρώ. Εξ αυτών τα 21 εκατ. αφορούσαν οφειλές προς τις τράπεζες. Τότε λοιπόν ήταν η ώρα της δράσης. Η Βενέτης αποφάσισε να απομακρύνει στελέχη που δεν κατανοούσαν τη νέα συγκυρία και βαρύνονταν με πλήθος λαθών και να επενδύσει σε δικά της παιδιά. Σε στελέχη κατώτερων κλιμάκων, με μεράκι όμως και αγάπη για την εταιρεία, που ήθελαν να δοκιμάσουν τις δυνάμεις τους και να αναδειχτούν. Οι παραπάνω, μαζί με τον κ. Παναγιώτη Μονεμβασιώτη και την υπόλοιπη διοίκηση, σήκωσαν το «κάρο». «Τρώγαμε για 12 χρόνια… φακές. Κοιμόμουν στις εγκαταστάσεις και μαζί με την ομάδα δεν διστάσαμε να εργαστούμε ακόμα και 24 ώρες επί 7 ημέρες την εβδομάδα. Ομως το 2013 ξεχρεώσαμε τα πάντα», αναφέρει ο επιχειρηματίας. Και όντως, η Βενέτης αυτή τη στιγμή είναι μια εταιρεία με μηδενικό δανεισμό σε όλα τα επίπεδα που χρηματοδοτεί κάθε αναπτυξιακή της δραστηριότητα μόνη της. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι η εταιρεία εντός της κρίσης εγκαινίασε 40 μαγαζιά φτάνοντας σήμερα στα 85 καταστήματα. Κι αυτό διότι υπήρξε το περιθώριο από τη συγκυρία της αλλαγής στον παραδοσιακό φούρνο. «Ο αρτοποιός μεγαλώνει, πεθαίνει, κι αυτό δεν έχει να κάνει με εμάς. Οι νεότερες γενιές δεν ενδιαφέρονται να συνεχίσουν τις οικογενειακές επιχειρήσεις καθώς το επάγγελμα αυτό είναι πολύ απαιτητικό. Κάθε χρόνο κλείνουν 2.000 φούρνοι και πρατήρια – κι αυτό το κενό είναι που ερχόμαστε να καλύψουμε εμείς», τονίζει ο κ. Μονεμβασιώτης.

Βράβευση με νόημα από το Χρηματιστήριο του Λονδίνου

Η αναπτυξιακή πορεία της Βενέτης είναι τέτοια που πρόσφατα βραβεύτηκε ως μία από τις 1.000 καλύτερες ευρωπαϊκές εταιρείες σε έναν διαγωνισμό όπου οι ελληνικές επιχειρήσεις που συμμετείχαν ήταν μόλις 21. Η βράβευση έγινε στα κτίρια του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και η Βενέτης υπήρξε η μοναδική ελληνική εταιρεία που προσκλήθηκε και παραβρέθηκε. Η βράβευση αυτή είχε να κάνει με μια προσπάθεια ή, πιο συγκεκριμένα, ένα σχέδιο δράσης για την ένωση των ευρωπαϊκών κεφαλαιαγορών. Κάπως έτσι, επιχειρήσεις που πληρούσαν μια σειρά υψηλών κριτηρίων, όπως η αύξηση κερδών, πωλήσεων, θέσεων εργασίας, παραγωγικότητας και οι οποίες αντιμετώπισαν στα ίσια την κρίση στις χώρες τους, βαθμολογήθηκαν ως εκείνες που αύριο θα έχουν καταλυτικό ρόλο και θα δημιουργήσουν πλούτο. Που θα ανατρέψουν τη δύσκολη σημερινή πορεία της Ευρώπης. Είναι το πρόγραμμα ELITE του Χρηματιστηρίου του Λονδίνου με συμμετοχή ανά χώρα ανάλογα με το ΑΕΠ της ως προς την παρουσία των επιχειρήσεων εκείνων που θα «διοικήσουν την Ευρώπη». Αν ρίξει δε κανείς μια ματιά στα μεγέθη της Βενέτης, θα καταλάβει για ποιον λόγο έγιναν τα παραπάνω. Το 2008 η εταιρεία στο σύνολό της είχε 600 άτομα ως εργασιακό πληθυσμό, το 2013 αυτός ανήλθε στα 1.094, το 2014 στα 1.147 και το 2015 σε 1.240. Μάλιστα οι επενδύσεις εντός κρίσης έφτασαν τα 20 εκατ. ευρώ μόνο σε επίπεδο ανάπτυξης δικτύου. Ομως και σε ό,τι αφορά τα άλλα μεγέθη του ομίλου, αυτά έχουν απογειωθεί εντός του διαστήματος της κρίσης. Το 2013 το σήμα Βενέτης παρουσίασε πωλήσεις 47 εκατ. ευρώ με κέρδη 1,38 εκατ. ευρώ. Το 2014 οι πωλήσεις έφτασαν στα 62 εκατ. ευρώ, με ζημίες 1,1 εκατ. ευρώ, ενώ το 2015, ένα έτος κρίσιμο και δύσκολο για την οικονομία της Ελλάδας, η εταιρεία έφτασε στα 70 εκατ. ευρώ πωλήσεις και σε κέρδη-ρεκόρ 3,08 εκατ. ευρώ. Παράλληλα αυξήθηκαν οι franchisees της, ενώ έγινε αγορά σημαντικών σημείων πώλησης στην Ελλάδα. Μεταξύ αυτών ήταν το «ΝΕΟΝ» στην Ομόνοια, το «Μπάγκειον», το πρώην ξενοδοχείο «Μέγας Αλέξανδρος», επίσης στην ίδια περιοχή, το «Jackson» στο Κολωνάκι κ.ά. «Αυτή τη στιγμή έχουμε στη διάθεσή μας δέκα ιστορικά κτίρια τα οποία θέλουμε να μετατρέψουμε σε μοντέρνα καταστήματα και να αναπτυχθούμε, πάντοτε προσλαμβάνοντας προσωπικό. Δυστυχώς όμως όλα κολλάνε στη γραφειοκρατία και στις υπηρεσίες. Για την ακρίβεια, οι αρμόδιοι δεν συνεδριάζουν καν ώστε να δώσουν τις απαραίτητες εγκρίσεις για να προχωρήσουμε κι έτσι τα μαγαζιά μας αυτά μένουν κλειστά. Πρόκειται για μια αντιπαραγωγική δραστηριότητα, για μια διαδικασία που από την πλευρά μας έχει κάθε νομιμότητα και η οποία δείχνει τον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί το κράτος. Οταν όμως ζητάει η χώρα επενδύσεις από το εξωτερικό, καλό θα είναι να δει τι γίνεται και με τις εσωτερικές που μπλοκάρονται δίχως προφανή λόγο», επισημαίνει ο κ. Μονεμβασιώτης.

Πρόσφατα επίσης η Βενέτης αγόρασε και ξεκίνησε τη δημιουργία μονάδας στην περιοχή της Βοιωτίας. Και εκεί όμως η γραφειοκρατία μπλοκάρει τα πράγματα, δίχως η εταιρεία να έχει ευθύνη για τις αστοχίες και δυσλειτουρ­γίες του κράτους.

Με αυτά και με άλλα, η Βενέτης σύντομα στράφηκε και προς το εξωτερικό – και ειδικότερα προς χώρες όπως η Βρετανία (την οποία παρά το Brexit εξακολουθεί να εμπιστεύεται ο κ. Μονεμβασιώτης), η Κίνα, ο Καναδάς και οι ΗΠΑ. «Δεν σταματάμε να κοιτάζουμε κάθε ευκαιρία. Για να προχωρήσουν όμως όλες αυτές οι δραστηριότητες θα πρέπει να υπάρξουν εξελίξεις στο ζήτημα των capital controls. Αν εξακολουθήσουν να υπάρχουν οι κεφαλαιακές δεσμεύσεις για άλλον ένα χρόνο, δεν θα προχωρήσουμε στον σχεδιασμό μας. Αυτή είναι και η απάντησή μας σε κάποιους που έλεγαν ότι τα capital controls δεν αποτέλεσαν μεγάλο πρόβλημα για την αγορά. Εμείς αντέξαμε πέρυσι τους ελέγχους στα κεφάλαιά μας επειδή δεν είχαμε τραπεζικό δανεισμό και επειδή οι βασικοί μέτοχοι όπως εγώ και η οικογένεια Βενέτη κρατήσαμε όρθια την επιχείρηση. Παράλληλα, τα βασικά μας concepts, όπως τα “Βενέτης Food Halls” και “Βενέτης 1948”, είχαν ήδη επιτύχει τους στόχους τους, ενώ ετοιμάζουμε και ένα νέο, τρίτο concept».

Η ιστορία της Βενέτης και ο Απόλλωνας

Ο κ. Μονεμβασιώτης δεν είναι ο κλασικός επιχειρηματίας. Είναι άνθρωπος με πνευματικά ενδιαφέροντα και με έντονη αίσθηση της έννοιας «πατρίδα». Για τον λόγο αυτό ακόμα και στην περίπτωση περαιτέρω διεθνοποίησης της Βενέτης, επιδίωξή του είναι το 60%-70% της παραγωγής στα νέα καταστήματα που θα εγκαινιαστούν στο εξωτερικό να γίνεται στην Ελλάδα. Αρκετοί τον γνώρισαν ως παράγοντα του αθλητισμού, αν και με την ποδοσφαιρική ομάδα του Απόλλωνα Σμύρνης έχουν εμπλακεί ο γιος του Εκτορας και ο αδελφός του.
Ο Παναγιώτης Μονεμβασιώτης κατάγεται από τη Σμύρνη, είναι φίλαθλος του Απόλλωνα από τα νεανικά του χρόνια και πρόεδρος της Πεύκης, η οποία συμμετείχε στο ερασιτεχνικό πρωτάθλημα. Ο ίδιος τρέφει μεγάλη αγάπη όχι μόνο για τον αθλητισμό, αλλά και τον πολιτισμό. Πολλές δράσεις των Φούρνων Βενέτη, εξάλλου, συνδυάζονται με παράλληλες ενέργειες, όπως αυτές σε συνεργασία με το Μουσείο Μπενάκη – ο λόγος για τις αναπαλαιώσεις σε εμβληματικά κτίρια του Τσίλερ.
Από την άλλη, κατά τον κ. Μονεμβασιώτη «ο Απόλλωνας δεν είναι απλώς ένα ποδοσφαιρικό σωματείο. Είναι ένας πυλώνας πολιτισμού, ένα εμβληματικό σωματείο της προσφυγιάς που όμοιό του δεν υπάρχει. Ο Απόλλωνας σήμερα προσπαθεί να αποκαταστήσει τη θέση του στην ιστορία του ελληνικού ποδοσφαίρου».

Η έδρα της εταιρείας βρίσκεται στη Λυκόβρυση και η ιστορία των Φούρνων Βενέτη ξεκίνησε το 1939, όταν ο Γιώργος Βενέτης από τα Γιάννενα άνοιξε έναν μικρό φούρνο. Οι Ηπειρώτες ήταν εξαιρετικοί «ψωμάδες», με μεγάλη φήμη στα λευκά ψωμιά, ακόμα και στο εξωτερικό. Καθώς το ψωμί ήταν η τέχνη του, άνοιξε έναν μικρό φούρνο στη Δραπετσώνα, για να τον μεταφέρει το 1948 στη Νέα Ερυθραία, πραγματικό χωριό τότε. Τη δεκαετία του ’70 ο Βενέτης έφτασε να είναι ο πιο γνωστός φούρνος της Αθήνας και αυτός με τη μεγαλύτερη ποικιλία σε είδη ψωμιού και ζαχαροπλαστικής, καθώς και αρτοποιήματα. Ηταν ο πρώτος που έμαθε τα μαύρα ψωμιά της Βόρειας Ευρώπης στους Αθηναίους.

Τα ηνία κρατούσε τότε ο γιος του, ο νεαρός Μπάμπης Βενέτης, ο οποίος, όπως αποδείχτηκε, ήταν ανοιχτό μυαλό σαν τον πατέρα του. Συνδύασε δημιουργικά την ελληνική παράδοση στο ψωμί με την ευρωπαϊκή και έκανε τους Αθηναίους να τρέχουν στον φούρνο του από όλη την Αττική. Επένδυσε σοβαρά σε τεχνολογικό εξοπλισμό -πρωτοποριακό για την εποχή του-, ενώ δημιούργησε την κεντρική μονάδα παραγωγής στη Λυκόβρυση, η οποία λειτουργεί μέχρι και σήμερα. Ο ίδιος δεν δίστασε την τελευταία δεκαετία να συνεργαστεί με ένα άλλο ανοιχτό μυαλό, τον κ. Μονεμβασιώτη, ο οποίος βρίσκεται πίσω από το concept της σημερινής εξέλιξης. Η Βενέτης είναι σήμερα μια επιτυχημένη μεσαία οικογενειακή επιχείρηση γιατί προσαρμόστηκε στο πνεύμα της εποχής αξιοποιώντας σωστά ένα σεβαστό όνομα. Από το 2002 ο κ. Μονεμβασιώτης συνεργάζεται με τον Μπάμπη Βενέτη και αλλάζει μορφή στα γνωστά καταστήματα, δημιουργώντας ένα πρωτότυπο και ιδιαίτερα κερδοφόρο δίκτυο μαγαζιών.