Ανοδικά κινήθηκε η συνολική εγχώρια κατανάλωση τυροκομικών προϊόντων τη διετία 2017-2018, σύμφωνα με την κλαδική μελέτη “Τυροκομικά Προϊόντα” της ICAP.

Οι βασικές διαπιστώσεις της μελέτης:

• Η συνολική εγχώρια παραγωγή τυριών παρουσίασε αύξηση 1,7% το 2017 σε σχέση με το 2016.

• Το μεγαλύτερο μέρος της ζήτησης καλύπτεται διαχρονικά από τα τυριά ελληνικής παραγωγής (62%-65%).

• Αύξηση παρουσιάζει και η κατανάλωση εισαγόμενων τυριών με τη συμμετοχή τους να κυμαίνεται στο 35%-38%.

• Οι εξαγωγές έφτασαν σε υψηλό δεκαετίας το 2017, με τη φέτα να αποσπά το μεγαλύτερο μερίδιο συμμετοχής (76,8%).

• Τη διετία 2019-2020 προβλέπεται αύξηση της συνολικής εγχώριας κατανάλωσης τυροκομικών προϊόντων με μέσο ετήσιο ρυθμό της τάξης του 2%.

Τα τυροκομικά προϊόντα ως βασικό είδος διατροφής παρουσιάζουν (στο σύνολό τους) χαμηλή ελαστικότητα ζήτησης ως προς την τιμή πώλησης και το διαθέσιμο εισόδημα. Ωστόσο, οι παράγοντες αυτοί διαμορφώνουν τη τελική ζήτηση μεταξύ των επιμέρους κατηγοριών (ποικιλιών) τυριών.

Ο κλάδος των τυροκομικών προϊόντων περιλαμβάνει πληθώρα παραγωγικών επιχειρήσεων, το μεγαλύτερο μέρος των οποίων είναι μικρού και μεσαίου μεγέθους. Οι μεγάλες βιομηχανικές εταιρείες διαθέτουν οργανωμένα δίκτυα διανομής, καλύπτοντας γεωγραφικά το σύνολο σχεδόν της ελληνικής επικράτειας. Οι μικρομεσαίες παραγωγικές επιχειρήσεις καλύπτουν τις ανάγκες κυρίως των τοπικών αγορών αλλά διοχετεύουν και μέρος των προϊόντων τους σε άλλες (γεωγραφικές) αγορές.

Επιπροσθέτως, ο κλάδος περιλαμβάνει σημαντικό αριθμό μικρών οικογενειακών τυροκομείων, τα οποία απευθύνονται αποκλειστικά σε τοπικό επίπεδο. Αξιόλογος είναι και ο αριθμός των εισαγωγικών επιχειρήσεων του κλάδου, οι περισσότερες εκ των οποίων δραστηριοποιούνται στον ευρύτερο τομέα των ειδών διατροφής. Οι μεγαλύτερες από τις εισαγωγικές εταιρείες του κλάδου διατηρούν ένα ευρύ δίκτυο διανομής και εισάγουν μεγάλη ποικιλία προϊόντων από χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Κάποιες από αυτές διατηρούν και άμεσες σχέσεις/ συνεργασίες με πολυεθνικές εταιρείες του κλάδου των γαλακτοκομικών/ τυροκομικών. Σημαντικό μέρος των εισαγωγών αφορούν προϊόντα που προορίζονται για επαγγελματική χρήση (επιχειρήσεις μαζικής εστίασης, catering).

Στον εξεταζόμενο κλάδο δραστηριοποιούνται και επιχειρήσεις που ασχολούνται με την τυποποίηση και συσκευασία τυροκομικών προϊόντων για ίδιο λογαριασμό, καθώς και για λογαριασμό τρίτων. Ορισμένες παραγωγικές μονάδες τυροκομικών προϊόντων (αλλά και εισαγωγικές εταιρείες) τυποποιούν οι ίδιες μέρος των προϊόντων τους, προκειμένου να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις και προτιμήσεις του καταναλωτικού κοινού.

Η Ελευθερία Παραμαρίτη, Senior Consultant Οικονομικών Μελετών της ICAP, αναφέρει ότι η συνολική εγχώρια παραγωγή τυριών παρουσίασε αύξηση 1,7% το 2017 σε σχέση με το 2016. Άνοδος της παραγωγής εκτιμάται και για το 2018 με ρυθμό περίπου 2,4%.

Η κατηγορία των μαλακών τυριών κατέχει διαχρονικά το μεγαλύτερο μερίδιο στη συνολική παραγωγή τυροκομικών προϊόντων. Ειδικότερα, το ποσοστό συμμετοχής της στο σύνολο της παραγόμενης ποσότητας από τις βιομηχανικές επιχειρήσεις διαμορφώθηκε σε 74,3% το 2017. Το μεγαλύτερο μέρος των μαλακών τυριών αφορά τη φέτα. Τα σκληρά και ημίσκληρα τυριά καταλαμβάνουν τη δεύτερη θέση με το ποσοστό συμμετοχής τους να διαμορφώνεται σε 14,5% το 2017.

Ακολουθεί η κατηγορία των τυριών τυρογάλακτος, η οποία απέσπασε μερίδιο παραγωγής 11,1% το 2017. Τέλος, αμελητέο είναι το ποσοστό συμμετοχής των λιωμένων τυριών στο σύνολο της εγχώριας βιομηχανικής παραγωγής (κυμαίνεται στο 0,1% τα τελευταία έτη). Σημειώνεται ότι η Ελλάδα έχει καταχωρημένα 21 ελληνικά τυριά με προστατευόμενη ονομασία προέλευσης (ΠΟΠ). Η παραγωγή τυριών Π.Ο.Π. κατέλαβε το 63,2% της συνολικής παραγωγής από βιομηχανικές επιχειρήσεις το 2017.