«Καταδικάζουμε τον πόλεμο στην Ουκρανία και αποφασίσαμε να τερματίσουμε, με οργανωμένες διαδικασίες, τις βιομηχανικές μας δραστηριότητες στη Ρωσία».

Με αυτά τα λόγια ο επικεφαλής της Siemens, Ρόλαντ Μπους, ανακοίνωσε το τέλος μιας εποχής την Πέμπτη, με την ευκαιρία της παρουσίασης των οικονομικών αποτελεσμάτων για το πρώτο τρίμηνο του 2022.

Όπως ο ίδιος ανέφερε, έχουν ήδη δρομολογηθεί τα πρώτα βήματα, για να τερματιστούν όλες οι συναλλαγές του ομίλου με τη Ρωσία.

Λίγο αφότου άρχισε η ρωσική επίθεση στην Ουκρανία ο γερμανικός όμιλος είχε ξεκαθαρίσει ότι τερματίζει όλες τις «νέες συναλλαγές» και τις προμήθειες προς τη Ρωσία και τη Λευκορωσία.

Τώρα ανακοινώνεται η πλήρης αποχώρηση από τη ρωσική αγορά.

«Δεν ήταν μία εύκολη απόφαση για μας», ανέφερε ο Μπους, επισημαίνοντας την ευθύνη της εταιρείας απέναντι στους πελάτες και τους εργαζόμενους. Ο ίδιος δηλώνει ότι εξετάζονται οι συνέπειες για το προσωπικό της εταιρείας στη Ρωσία, το οποίο θα τύχει «της καλύτερης δυνατής υποστήριξης».

Από νωρίς στη ρωσική αγορά

Η περίφημη γερμανική εταιρεία ιδρύθηκε το 1847 από τον ανθυπολοχαγό του πυροβολικού Βέρνερ Ζίμενς και τον μηχανικό Γιόχαν Γκέοργκ Χάλσκε στο Βερολίνο. Αρχικά κατασκεύαζε κυρίως τηλέγραφους, εξαρτήματα για σιδηροδρομικά βαγόνια και όργανα μέτρησης.

Πολύ γρήγορα η «Siemens & Halske» εξελίχθηκε σε έναν από τους πρώτους πολυεθνικούς ομίλους στην Ευρώπη.

Η βιομηχανική παραγωγή στο εξωτερικό άρχισε από το 1863 με τα εγκαίνια εργοστασίου στο Γούλγουιτς της Αγγλίας.

Δεκαεννέα χρόνια αργότερα εγκαινιάστηκε το πρώτο εργοστάσιο του ομίλου στη Ρωσία. Την εποχή του Τσάρου η Siemens ανέλαβε να κατασκευάσει το τηλεγραφικό δίκτυο ανάμεσα στην Αγία Πετρούπολη και τη Μόσχα.

Σήμερα η Siemens είναι ένας πολυεθνικός όμιλος με δραστηριότητες σε όλον τον κόσμο. Πυρήνας του ομίλου είναι η εισηγμένη στο χρηματιστήριο Siemens AG (ανώνυμη εταιρεία), στην οποία υπάγονται πολυάριθμες επιχειρήσεις με έδρα στη Γερμανία και άλλες χώρες.

Συνολικά 300.000 άνθρωποι εργάζονται σήμερα για τον όμιλο που έχει έδρα στο Βερολίνο και το Μόναχο, ενώ διατηρεί 125 υποκαταστήματα στη Γερμανία και έχει παρουσία σε 190 χώρες.

Το 2021, ο συνολικός τζίρος του ομίλου ξεπέρασε τα 62,3 δισεκατομμύρια ευρώ.

Διαβάστε τη συνέχεια στην DW