«Το ηλεκτρονικό εμπόριο έχει φέρει αληθινή επανάσταση. Έχει διαμορφώσει μια ολόκληρη αγορά, δίνοντας τεράστια ώθηση στις πωλήσεις από απόσταση, προσθέτοντας μεγάλες δυνατότητες στο σύνολο του εμπορίου, αφού λειτουργεί και ανεξάρτητα, αλλά και σε συνδυασμό με τα φυσικά καταστήματα, δημιουργώντας μία πολυκαναλική αγορά, προς όφελος του καταναλωτή».

Έτσι έχει περιγράψει ο Ιωάννης Κουρνιώτης, ο άνθρωπος που βρίσκεται πίσω από την«ελληνική Amazon», την εμβέλεια και τη δυναμική του ηλεκτρονικού εμπορίου, που ιδιαίτερα μετά τη «βόμβα» της πανδημίας γνωρίζει εκρηκτική άνοδο.

Ο ιδρυτής και πρόεδρος της Τηλεμάρκετινγκ Α.Ε. μπορεί να χαρακτηριστεί ως πρωτοπόρος αυτής της «επανάστασης» για την Ελλάδα και τα εγχώρια «μέτρα και σταθμά», αν σκεφτούμε ότι σε διεθνές επίπεδο το e-commerce ξεκίνησε ουσιαστικά όταν η (αμερικανική) Amazon του Τζεφ Μπέζος έκανε τα πρώτα βήματά της τον Ιούλιο του 1994. Για να εξελιχθεί στον πασίγνωστο κολοσσό που πέτυχε πέρυσι τζίρο 386 δισ. δολάρια, με τον ιδρυτή της να έχει εκτοξευθεί προ πολλού στη θέση του πλουσιότερου ανθρώπου στον κόσμο.

Η ελληνική Τηλεμάρκετινγκ, όμως, έκανε τα δικά της πρώτα βήματα επτά χρόνια νωρίτερα από αυτόν, το 1987.

Πώς γεννήθηκε η ιδέα και έγινε επιχείρηση

Σύμφωνα με τα όσα περιγράφονται στο «βιογραφικό» της, η ιδέα γεννήθηκε αρκετά πιο πριν, την εποχή που η νεολαία λικνιζόταν φανατικά στους ρυθμούς της disco. Τότε, στη Νέα Υόρκη, ένας νεαρός Έλληνας που αγαπούσε τη μουσική, βρήκε σε εφημερίδα μία διαφήμιση εταιρείας που πωλούσε δίσκους από απόσταση. Ενθουσιασμένος από αυτή την ιδέα, έγινε συνδρομητής με σκοπό να αγοράζει κάθε μήνα ένα νέο δίσκο. Πέρασαν αρκετοί μήνες, και η συλλογή μεγάλωνε σταθερά, μέχρι που αποφάσισε να επιστρέψει στην πατρίδα. Η συλλογή με τους δίσκους τον ακολούθησε, θυμίζοντάς του σταθερά τις δυνατότητες που έχει κάθε εταιρεία να προσεγγίσει πελάτες σε οποιοδήποτε μέρος του κόσμου και να προσφέρει προϊόντα και υπηρεσίες, εκτός φυσικού καταστήματος.

Κάπως έτσι, το 1987 ιδρύεται η Τηλεμάρκετινγκ, «με στόχο να αξιοποιήσει νέα κανάλια επικοινωνίας με το κοινό, και να ανοίξει νέους δρόμους για το εμπόριο στην Ελλάδα». Κάτω, τότε, από το διακριτικό τίτλο «Διεθνείς Μοναδικές Συλλογές», η εταιρεία ξεκινά την πώληση των πρώτων προϊόντων της, τα οποία είναι κυρίως συλλεκτικά. Παράλληλα, αναπτύσσεται μέσω αλληλογραφίας και καταχωρήσεων στα ΜΜΕ, εισάγοντας επί της ουσίας για πρώτη φορά στη χώρα μας τις πωλήσεις από απόσταση.

Το 1991, ως Telemarketing πλέον, εγκαινιάζει τις τηλεαγορές από το κανάλι του Αntenna και δύο χρόνια αργότερα επεκτείνει τη δραστηριότητά της στο σύνολο των καναλιών εθνικής και περιφερειακής εμβέλειας.

Το 2000 μετά από μία επιτυχημένη περίοδο δοκιμαστικής λειτουργίας δημιουργεί το πρώτο ελληνικό δίγλωσσο ηλεκτρονικό κατάστημα, για τη διάθεση των προϊόντων της εντός και εκτός συνόρων, με τον τίτλο telemarketing.gr, ενώ τo 2007 ιδρύει και δεύτερο ηλεκτρονικό κατάστημα με την εμπορική ονομασία bonprix, αντιπροσωπεύοντας είδη μόδας και σπιτιού.

Η επιχείρηση δεν έμεινε σε αυτά, αλλά επεκτάθηκε ακόμη περισσότερο, μέσω θυγατρικών βραχιόνων και δικτύου καταστημάτων. Έτσι, η Τηλεμάρκετινγκ μπορεί να μην εξελίχθηκε σε… Amazon, αλλά κατάφερε να πρωταγωνιστεί επί τρεις δεκαετίες, -έως και σήμερα παρά τον έντονο ανταγωνισμό-, στο ηλεκτρονικό εμπόριο και στις ζώνες τηλεπωλήσεων, λανσάροντας χιλιάδες κωδικούς προϊόντων.

Το «τούνελ» της κρίσης και τα πρώτα σημάδια

Τα πρώτα σημάδια κάμψης, ωστόσο, άρχισαν να φαίνονται όταν η χώρα εισήλθε στο μακρύ και σκοτεινό «τούνελ» της οικονομικής κρίσης. Είναι ενδεικτικό ότι το 2011 οι πωλήσεις της ξεπερνούσαν τα 12 εκατ. ευρώ, ενώ την επόμενη χρονιά είχαν ήδη πέσει κάτω από τα 10 εκατ. Και την περίοδο 2013-2014 ο τζίρος είχε περιοριστεί στα 6,5 εκατ. ευρώ, με την τελευταία σειρά του ισολογισμού να καταγράφει ζημίες.

Παράλληλα, και το δίκτυο φυσικών καταστημάτων, που το 2014 ξεπερνούσε τα 10 σε Αθήνα, Θεσσαλονίκη, Λάρισα κ.α., άρχισαν σταδιακά να μειώνονται.

Η «καρδιά» της Τηλεμάρκετινγκ (έδρα, γραφεία, αποθήκη και κεντρικό κατάστημα) βρίσκεται στη Ν. Ιωνία, σε ιδιόκτητο τριώροφο κτίριο. Για την αγορά του οικοπέδου και την κατασκευή του η εταιρεία είχε λάβει ομολογιακό δάνειο 9,5 εκατ. ευρώ από την Εμπορική Τράπεζα, για το οποίο είχε εγγραφεί προσημείωση υποθήκης αντίστοιχου ύψους. Η δανειακή υποχρέωση έχει περάσει πλέον στην AlphaBank και είναι ύψους 6,57 εκατ. με την προσημείωση μέχρι του ποσού των 8,45 εκατ., ενώ υπάρχουν και άλλες τραπεζικές υποχρεώσεις ύψους 854.208 ευρώ.

Η καθοδική πορεία και οι ζημιές

Η πορεία, όμως, είναι διαρκώς καθοδική. Με βάση τα τελευταία δημοσιευμένα οικονομικά στοιχεία (για τη χρήση 2018), -που δημοσιεύθηκαν τον Σεπτέμβριο του 2020-, ο κύκλος εργασιών διαμορφώθηκε στα 3,63 εκατ. ευρώ, έναντι 4,5 εκατ. την προηγούμενη χρονιά, παρουσιάζοντας μείωση κατά 19,62%, με το κόστος πωληθέντων να ανέρχεται σε 2,2 εκατ. (έναντι 2,62 εκατ.), το τελικό αποτέλεσμα να είναι ζημιογόνο(217.031 ευρώ, έναντι ζημιών 549.183 ευρώ έναν χρόνο πριν) και με τις συσσωρευμένες ζημιές (στις 31 Δεκεμβρίου 2018) να φτάνουν τα 4,88 εκατ. ευρώ.

Αξίζει να αναφερθεί ότι τα έξοδα διοικητικής λειτουργίας ανήλθαν κατά τη συγκεκριμένη χρήση σε 726.687 ευρώ, ενώ τα έξοδα διάθεσης σε 1,27 εκατ., έναντι 966.718 ευρώ και 1,8 εκατ. ευρώ αντίστοιχα.

Παράλληλα, το σύνολο των ιδίων κεφαλαίων είχε καταστεί αρνητικό, με την καθαρή θέση να διαμορφώνεται σε -532.826,16 ευρώ, έναντι -335.794,91 ευρώ την προηγούμενη χρήση.

Παρά ταύτα, η διοίκηση έκρινε την χρηματοοικονομική κατάσταση της εταιρείας ως «ικανοποιητική» καθώς «κατάφερε να περιορίσει τις επιπτώσεις από την οικονομική κρίση και εμφάνισε σημεία ανάκαμψης», ενώ, κατά την εκτίμησή της, συγκράτησε τις ζημιές σε διαχειρίσιμα επίπεδα. Όπως σημείωνε μάλιστα, «έχει ήδη θέσει σε εφαρμογή ενέργειες συγκράτησης του κόστους λειτουργίας της που αναμένεται ότι θα επιφέρουν σταθεροποίηση και στη συνέχεια βελτίωση των χρηματοοικονομικών αποτελεσμάτων», καθώς και ότι «ο βασικός μέτοχος έχει διατυπώσει την θέληση για την στήριξη της εταιρείας προκειμένου να ανταποκριθεί στις λειτουργικές και νομικές της υποχρεώσεις».

Τα «καμπανάκια» του ορκωτού και η «ουσιώδης αβεβαιότητα»

Διαφορετική όμως ήταν η θέση του ορκωτού ελεγκτή που καταγράφει ανησυχητικές επισημάνσεις για την οικονομική κατάσταση της(πάντα για τη χρήση 2018). Στη «γνώμη με επιφύλαξη» αναφέρει πέντε διαφορετικούς λόγους που, μεταξύ άλλων, αφορούν τη μη διενέργεια απομείωσης αποθεμάτων ποσού 772.000 ευρώ, το ύψος των απαιτήσεων σε καθυστέρηση, την ένταξη των τραπεζικών υποχρεώσεων 6,42 εκατ. ευρώ στις μακροπρόθεσμες αντί στις βραχυπρόθεσμες κ.α.

Ο ορκωτός «κρούει τον κώδωνα» κάνοντας λόγο για την ύπαρξη «ουσιώδους αβεβαιότητας, η οποία ενδεχομένως εγείρει σημαντική αμφιβολία σχετικά με τη δυνατότητα της εταιρείας να συνεχίσει τη δραστηριότητά της».

Η έκθεση της ελεγκτικής καταλήγει με τη διαπίστωση των αρνητικών ιδίων κεφαλαίων, τονίζοντας, ωστόσο, την απόφαση του Δ.Σ. της Τηλεμάρκετινγκ, -τον Δεκέμβριο του 2019-, να προτείνει στη Γενική Συνέλευση τη λήψη κατάλληλων μέτρων.

Όπως προκύπτει όμως από τα νεότερα στοιχεία, το Δ.Σ. συγκάλεσε έκτακτη Γ.Σ. για τις 31 Δεκεμβρίου 2020 με θέματα, α) την ακύρωση της απόφασης της Γενικής Συνέλευσης την 27/12/2019 για την αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου κατά το ποσό των 648.000 ευρώ λόγω μη ολοσχερούς καταβολής του, β) την ακύρωση της απόφασης της Γενικής Συνέλευσης την 9/6/2020 για την μείωση του μετοχικού κεφαλαίου κατά 3.385.583 ευρώ με ταυτόχρονη απόσβεση ισόποσων ζημιών και συγχρόνως την αύξηση μετοχικού κεφαλαίου με ποσό 200.100 ευρώ με κατάθεση μετρητών, λόγω μη καταβολής, και γ) την υιοθέτηση μέτρων λόγω του γεγονότος ότι τα ίδια κεφάλαια της εταιρείας έχουν κατέλθει κάτω του ½ του μετοχικού της κεφαλαίου.

Τα πρόσωπα- «κλειδιά»

Πρωταγωνιστικό ρόλο στην Τηλεμάρκετινγκ διαδραματίζει η οικογένεια Κουρνιώτη. Ο Ιωάννης Κουρνιώτης, εκτός από πρόεδρος του Δ.Σ., είναι, όπως προαναφέρθηκε, και «πιονέρος» του ηλεκτρονικού εμπορίου στην Ελλάδα. Έτσι, ήταν πρωτοπόρος στην ίδρυση της ΕΠΑΜ (Ελληνική Ένωση Ηλεκτρονικού και Πολυκαναλικού Εμπορίου), το 2001 και πρόεδρός της μέχρι σήμερα. H EΠΑΜ απότο 2002 είναιμέλοςτης FEDMA (Federation of European Direct and Interactive Marketing) και απότο 2005 της EMOTA (The European eCommerce& Omni-Channel Trade Association).

Η σύζυγός του Μαρία Κουρνιώτη, είναι η βασική μέτοχος της εταιρείας, καθώς κατόπιν διαδοχικών μεταβιβάσεων μετοχικών μεριδιών από τις PlusProductions Α.Ε.Ε. και Νέα Εποχή Α.Ε. το ποσοστό της (τον Οκτώβριο του 2019) είχε ανέλθει στο 71,3%. Επίσης, η Μαρία Ιωαννίδου, με παρουσία 19 χρόνων στην εταιρεία, κατέχει τη θέση της αντιπροέδρου και διευθύνουσας συμβούλου.

«Η παρούσα πλειοψηφία», όπως δηλώνεται «θα ενισχύσει το μετοχικό κεφάλαιο ενώ η εταιρεία ενεργεί προς τη σταδιακή αύξηση των εσόδων, λαμβάνοντας παράλληλα μέτρα μείωσης των λειτουργικών εξόδων, ώστε να αυξήσει το EBITDA».

Μένει να φανεί εάν αυτά είναι αρκετά ώστε να ξεφύγει η «ελληνική Amazon» από το αρνητικό φεγγάρι και να εισέλθει σε αναπτυξιακή τροχιά…

Διαβάστε ακόμα:

Πόσο και πώς θα επηρεάσει ο Μπάιντεν τις θαλάσσιες μεταφορές εμπορευμάτων

«Μήδεια» και στην αγορά – Τα lockdowns φέρνουν σαρωτικές αλλαγές στο λιανεμπόριο

Bitcoin: Έσπασε και το «φράγμα» των 50.000 δολαρίων – Το ράλι συνεχίζεται