Πριν από δέκα χρόνια, μεταξύ 25 Ιουνίου και 12 Ιουλίου 2015, η Eυρωζώνη βίωσε τα πιο σημαντικά γεγονότα της 25ετούς ιστορίας της. Η Ελλάδα βρισκόταν σε κρίση χρέους και σε αντιπαράθεση με τους πιστωτές της. Η κυβέρνηση του Αλέξη Τσίπρα ήθελε να απορρίψει τις προτάσεις διάσωσης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου και προκήρυξε δημοψήφισμα για το θέμα, στις 5 Ιουλίου.
Οι ψηφοφόροι στήριξαν την κυβέρνηση, αλλά το ρίσκο απέτυχε, τονίζει σε αναφορά του για την Ελλάδα το Bruegel. Το τελικό αποτέλεσμα ήταν ένας επώδυνος συμβιβασμός μεταξύ της Ελλάδας και των πιστωτών της, ο οποίος διατήρησε τους περισσότερους από τους όρους των πιστωτών. Αυτό απέτρεψε την έξοδο της Ελλάδας από τη ζώνη του ευρώ, η οποία είχε προταθεί από τον υπουργό Οικονομικών της Γερμανίας.
Το πλαίσιο της κρίσης ήταν η αναδιαμόρφωση της πολιτικής και θεσμικής διακυβέρνησης της Ευρωζώνης μεταξύ 2010 και 2015, με σκοπό τη διόρθωση ορισμένων παραλείψεων της Συνθήκης του Μάαστριχτ, η οποία αποτέλεσε τη βάση για το ενιαίο νόμισμα. Οι παραλείψεις αυτές οφείλονταν σε μεγάλο βαθμό στην διαφορά μεταξύ της εθνικής κυριαρχίας και των υπερεθνικών θεσμών ή της συλλογικής λήψης αποφάσεων.
Η διάσωση των υπερχρεωμένων χωρών ήταν απαγορευμένη βάσει της Συνθήκης και δεν υπήρχαν μέσα για την αντιμετώπιση των αυξανόμενων δυσκολιών που αντιμετώπιζε η Ελλάδα (και αργότερα άλλες χώρες) στη χρηματοδότηση των προϋπολογισμών τους με αποδεκτά επιτόκια. Η πεποίθηση της δεκαετίας του 1990 ότι μια υψηλά ενοποιημένη νομισματική ένωση δε θα μπορούσε να αντιμετωπίσει κρίση λόγω μεμονωμένων κρατών-μελών είχε αποκλείσει τη δημιουργία εσωτερικών δικτύων ασφαλείας.
Ο συντονισμός των μακροοικονομικών πολιτικών ήταν πολύ περιορισμένος και ασύμμετρος, στερούνταν διαδικασιών επιβολής και εστίαζε σχεδόν αποκλειστικά σε δημοσιονομικά ζητήματα, ενώ οι εθνικές στατιστικές παρέμεναν ένα «μαύρο κουτί». Η τραπεζική εποπτεία και η εξυγίανση παρέμεναν εθνικές αρμοδιότητες. Δεν υπήρχε δανειστής έσχατης ανάγκης για τα κράτη λόγω των περιορισμών που επέβαλε η Συνθήκη του Μάαστριχτ στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.
Στην περίπτωση της Ελλάδας, αυτές οι ελλείψεις αποκαλύφθηκαν όταν το έλλειμμα διαπιστώθηκε ότι υπερβαίνει το 15 % του ΑΕΠ το 2009 και το χρέος ήταν πολύ υψηλό. Για να καταστούν βιώσιμα τα έξοδα εξυπηρέτησης του χρέους, ήταν απαραίτητη είτε η μαζική ελάφρυνση του χρέους είτε η χορήγηση δανείων με πολύ χαμηλά επιτόκια, είτε η περικοπή των δαπανών και η σημαντική αύξηση των φόρων. Τα δημοσιονομικά προβλήματα της Ελλάδας ήταν επίσης άμεση συνέπεια της ταχείας μείωσης της ανταγωνιστικότητας και του έντονα πελατειακού χαρακτήρα του κράτους. Τα διάφορα προγράμματα στήριξης έπρεπε να λάβουν υπόψη αυτή τη σκληρή πραγματικότητα.
Τα διδάγματα
Είναι σαφές ότι η Ευρωζώνη απέφυγε ένα ενδεχόμενο καταστροφικό λάθος. Η απομάκρυνση της Ελλάδας από το χείλος της εξόδου από την Ευρωζώνη (και στη συνέχεια το Brexit) έθεσε τέρμα στην ιδέα ότι οι χώρες μπορούν να απειλούν με έξοδο ως μέσο εκβιασμού.
Η ΕΕ και η Ευρωζώνη είναι πλέον καλύτερα προετοιμασμένες, με μια σειρά μέσων που επιτρέπουν μεγαλύτερη εμπιστοσύνη στην επιτυχία σε περίπτωση που προκύψει παρόμοια κρίση. Η τραπεζική εποπτεία και η εξυγίανση είναι πιο στενά ενοποιημένες. Ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας, που δημιουργήθηκε για να χορηγεί δάνεια σε χώρες της Ευρωζώνης που πλήττονται από την κρίση, είναι έτοιμος όπως πάντα να παρέχει χρηματοδότηση με επιτόκια ΑΑΑ. Το σύνολο των νομισματικών μέσων της ΕΚΤ παρέχει προστασία έναντι του κινδύνου μετάδοσης.
Για περαιτέρω ολοκλήρωση, πρέπει να ενισχυθεί η εμπιστοσύνη. Πρέπει να επιτευχθεί σαφέστερη ισορροπία μεταξύ δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, ιδίως σε περιόδους ευημερίας. Αυτό θα πρέπει να επιτευχθεί μέσω καλύτερου συντονισμού μεταξύ των εθνικών προϋπολογισμών και του προϋπολογισμού της ΕΕ, δημιουργώντας τη βάση για ενισχυμένη κατανομή των κινδύνων. Ο προϋπολογισμός της ΕΕ θα πρέπει να ενισχυθεί και να αναπροσανατολιστεί προς τη χρηματοδότηση ευρωπαϊκών δημόσιων αγαθών στους τομείς της οικονομίας και της ασφάλειας, με τη χρήση νέων πόρων και την έκδοση κοινών ομολόγων.
Μια ένωση αποταμιεύσεων και επενδύσεων της ΕΕ θα ενίσχυε επίσης τον επιμερισμό των κινδύνων και θα βελτίωνε την ανθεκτικότητα της ζώνης του ευρώ. Καθώς η ΕΕ διευρύνεται και αντιμετωπίζει την υποχώρηση ορισμένων μελών σε εθνικιστικές πολιτικές, ενδέχεται να απαιτηθούν διαφοροποιημένοι ρυθμοί ολοκλήρωσης που θα αφορούν μόνο ορισμένες χώρες της ΕΕ.
Η ελληνική κρίση του 2015 κατέδειξε με σαφήνεια ότι η κοινή νομισματική κυριαρχία αποτελεί επιλογή ζωτικής σημασίας: οι πολιτικές της επιπτώσεις είναι καθολικές τόσο για μια χώρα που βρίσκεται υπό πίεση όσο και για το υπόλοιπο της ΕΕ. Η ευθύνη και η αλληλεγγύη πάνε χέρι-χέρι. Αυτό σημαίνει ότι η πολιτική ολοκλήρωση δεν μπορεί να επιτευχθεί κρυφά.
Είναι σαφές ότι η ΕΕ – και, κατά συνέπεια, η Ευρωζώνη – είναι και θα παραμείνει στο άμεσο μέλλον μια ένωση κρατών μελών που έχουν παραχωρήσει μέρος της κυριαρχίας τους στη συλλογική λήψη αποφάσεων. Οι βασικές αρμοδιότητες και εξουσίες παραμένουν στα εθνικά κυρίαρχα όργανα. Υπάρχουν σήμερα ισχυρά γεωπολιτικά επιχειρήματα υπέρ της μεγαλύτερης ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, αλλά η αναμέτρηση πριν από δέκα χρόνια έδειξε πόσο υψηλό μπορεί να είναι το κόστος όταν η μεγαλύτερη ολοκλήρωση επιβάλλεται από τις περιστάσεις σε μια κατάσταση έλλειψης εμπιστοσύνης.
Αυτό είναι το κύριο δίδαγμα της ελληνικής κρίσης όπως αναφέρουν σε έρευνα του think tank Bruegel οι Μάρκο Μπούτι (πρώην ανώτατο στέλεχος της ECFIN), Κλάους Ρέγκλινγκ (πρώην Διευθύνων Σύμβουλος του ΕSM και πρώην Διευθύνων Σύμβουλος του EFSF) και Τόμας Βίζερ (πρώην πρόεδρος του Euro Working Group και της European Financial Committee).
Διαβάστε ακόμη
ΤΕΡΝΑ Ενεργειακή: Στα σκαριά νέο αιολικό project ισχύος 63 MW στη Βοιωτία (pic)
Αιτήματα για παράταση στις φορολογικές δηλώσεις λόγω τεχνικών βλαβών
Γιατί επιμένουν στην αγορά της Ρουμανίας οι ελληνικοί όμιλοι πληροφορικής
Για όλες τις υπόλοιπες ειδήσεις της επικαιρότητας μπορείτε να επισκεφτείτε το Πρώτο Θέμα
