Αν θέλουμε να δούμε την ιστορικότητα της στιγμής, μόνο ο Οτο φον Μπίσμαρκ και ο Χέλμουτ Κολ έχουν καθίσει περισσότερο στο «τιμόνι» της Γερμανίας από ό,τι η Άνγκελα Μέρκελ.

Ο Μπίσμαρκ «έχτισε» μια αυτοκρατορία και εφηύρε το πρώτο δημόσιο συνταξιοδοτικό πρόγραμμα, αλλά και το πρώτο δημόσιο σύστημα Υγείας στην Ευρώπη. Αντίστοιχα, ο Κολ υπήρξε ο «αρχιτέκτονας» της ενοποίησης της Γερμανίας το 1989 και ο Καγκελάριος με τον οποίο η Γερμανία «αποχαιρέτησε» το μάρκο και υιοθέτησε το ευρώ.

Σε αντιστοίχιση, τα επιτεύγματα της Άνγκελα Μέρκελ είναι πολύ πιο φτωχά. Στη 16χρονη θητεία της στην Καγκελαρία είχε να αντιμετωπίσει μεγάλες κρίσεις – από την οικονομική έως την πανδημία του κορωνοϊού. Μπορεί η ίδια να υπηρέτησε με αφοσίωση τη χώρα της και την Ευρώπη, όμως η κυβέρνησή της έχει χάσει την «αίγλη» της, τόσο σε εθνικό, όσο και σε διεθνές επίπεδο. H Γερμανία είναι ευημερούσα αυτή την εποχή. Όμως, τον θαυμασμό για τη σταθερή διακυβέρνηση επί Μέρκελ διαδέχεται η απογοήτευση για τη στασιμότητα της χώρας.

Σε αυτό το συμπέρασμα καταλήγει ο economist στην ανάλυσή του με τίτλο το «Χάος που αφήνει πίσω της η Μέρκελ», στο πλαίσιο της οποίας πραγματεύεται τα έργα και τις ημέρες της Άνγκελα Μέρκελ στην Καγκελαρία, παραθέτοντας μια σειρά από προβλήματα που αφήνει πίσω της. Και με τα οποία, φυσικά, έρχεται αντιμέτωπος ο/η διάδοχός της.

Σύμφωνα με το δημοσίευμα, ανάμεσα στα ζητήματα που θα αντιμετωπίσει ο επόμενος Καγκελάριος είναι το δημογραφικό, ο πιο ενεργός ρόλος της χώρας στην Ευρώπη, η επιτακτική ανάγκη για περισσότερες δημόσιες επενδύσεις, ο ψηφιακός μετασχηματισμός του κράτους που έχει μείνει πίσω και αποτρέπει τη δραστηριότητα νέων εταιρειών τεχνολογίας και όχι μόνο στη Γερμανία κ.ά.

Φυσικά, πάντα σύμφωνα με αυτό το δημοσίευμα, το σοβαρότερο εσωτερικό πρόβλημα της Γερμανίας είναι η αποτυχία να μεταρρυθμίσει το συνταξιοδοτικό της σύστημα.

Απογοητευτική είναι παράλληλα, βάσει του ίδιου άρθρου, η απροθυμία της Μέρκελ να διαδραματίσει η Γερμανία έναν πιο ενεργό ρόλο στην Ευρώπη, αντίστοιχο τουλάχιστον με την επιρροή της χώρας στη γηραιά Ήπειρο. Η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν αντιμετώπισε επαρκώς και με την οικονομική κρίση που άφησε αδύναμες τις νότιες ευρωπαϊκές χώρες. Έπρεπε να έρθει η πανδημία για να δημιουργήσει ένα οικονομικό εργαλείο που θα στηρίξει τις πληγείσες χώρες, διαθέτοντας επιχορηγήσεις παρά δάνεια που θα δημιουργούσαν επιπλέον χρέη.

Παράλληλα, θα επανενεργοποιηθούν από το 2023 οι δημοσιονομικοί κανόνες, αναγκάζοντας τις χώρες να επιστρέψουν σε εποχές λιτότητας για να συρρικνώσουν τα υπέρογκα χρέη τους. Εκτός και αν επανεξεταστούν, όπως σημειώνεται στο δημοσίευμα. Η Γερμανία θα έπρεπε να έχει τη πιο «δυνατή» φωνή στο τραπέζι των συζητήσεων της ΕΕ, θα έπρεπε να έχει επιμείνει για μια πιο λογική προσέγγιση, συμπληρώνει ο αρθρογράφος.

Στην εξωτερική πολιτική της ΕΕ, η Γερμανία μπορούσε και έπρεπε να είχε κάνει περισσότερα – η Μέρκελ, δηλαδή. Η Κίνα γίνεται ένας ολοένα και πιο προκλητικός οικονομικός και στρατηγικός αντίπαλος, η Ρωσία μια απρόβλεπτη απειλή και η Αμερική ένας αβέβαιος σύμμαχος. Ωστόσο, η Γερμανία δεν συμμετέχει αποφασιστικά στις εξελίξεις. Ξοδεύει ελάχιστα σε αμυντικούς εξοπλισμούς, δεν κινείται αποφασιστικά στο να αλλάξει την στάση της Ε.Ε. απέναντι στην Κίνα, αφήνει τον Πούτιν ελεύθερο να προκαλεί κατά το δοκούν κρίση φυσικού αερίου στην Ευρώπη μέσω του Nord Stream 2, ο οποίος τυγχάνει να καταλήγει στην εκλογική περιφέρεια της Άνγκελα Μέρκελ. Ταυτόχρονα, ζητά από τον Μακρόν να κάνει περισσότερα για την Ευρώπη παραμερίζοντας εν μέρει τον ηγετικό της ρόλο στην ΕΕ, σημειώνεται χαρακτηριστικά στη συνέχεια.

Ποιος Γερμανός υποψήφιος, όμως, θα μπορούσε να τα πάει καλύτερα από την κυρία Μέρκελ, μετά τις τωρινές εκλογές; Οι δημοσκοπήσεις δείχνουν πως το επικρατέστερο σενάριο είναι αυτό της κυβέρνησης τριμερούς συνασπισμού, με κάθε μέρος της αναμενόμενη «συμμαχίας» να έχει διαφορετικό πρόγραμμα. Γεγονός, δηλαδή, που αποκλείει οποιοδήποτε φιλόδοξο σχεδιασμό – γράφει ο economist.

Οι πολίτες θα πρέπει να περιμένουν πως οι διεργασίες για τον συνασπισμό θα διαρκέσουν μήνες, προκαλώντας αλυσιδωτές αντιδράσεις, τόσο τόσο στη γερμανική, όσο και στην ευρωπαϊκή πολιτική σκηνή. Και, τελικά, η Γερμανία μπορεί κάλλιστα να καταλήξει σε μια κυβέρνηση που δεν θα καταφέρει να κάνει πολλά.

Και, εν τέλει, αυτό είναι το χάος που άφησε πίσω της η κυρία Μέρκελ, όπως καταλήγει ο συντάκτης του άρθρου στην ανάλυσή του. Σε κάθε περίπτωση, μόνο το μέλλον μπορεί να δώσει απαντήσεις για όλα τα παραπάνω. Το βέβαιο είναι πως η αποχώρηση της καγκελαρίου αφήνει πίσω της μια ολόκληρη εποχή…

Διαβάστε επίσης  

Αλλαγή ώρας 2021: Θα γυρίσουμε τους δείκτες στα ρολόγια μας τον Οκτώβριο;

Ιπτάμενα οχήματα μέχρι το 2024; «Είναι πιθανό» σύμφωνα με γνωστό CEO