Μετά την επανεκλογή της Ανγκελα Μέρκελ για τέταρτη φορά στη γερμανική καγκελαρία, ξεκινά τώρα το δύσκολο έργο των πολιτικών διαπραγματεύσεων με στόχο τον σχηματισμό κυβέρνησης. Όπως σημειώνουν οι πολιτικοί αναλυτές, είναι μια διαδικασία που μπορεί να πάρει εβδομάδες, αν όχι μήνες.

Όπως μεταδίδει το CNBC, οι συνομιλίες έχουν ξεκινήσει μεταξύ του συνασπισμού της Μέρκελ που αποτελείται από τους Χριστιανοδημοκράτες  και το βαυαρικό αδελφό κόμμα, τους Χριστιανοκοινωνιστές, με τους Ελεύθερους Δημοκράτες (FDP) και το Κόμμα των Πρασίνων.

Βαριά πληγωμένοι από το αποτέλεσμα των εκλογών της Κυριακής, οι Σοσιαλδημοκράτες του Σουλτς, δηλώνουν πως θα εξελιχθούν στο βασικό κόμμα της αντιπολίτευσης και ότι δεν πρόκειται να λάβουν μέρος σε οποιονδήποτε συνασπισμό, ακόμα κι αν αποτύχουν οι συνομιλίες της Μέρκελ με τα μικρότερα κόμματα – τα οποία έχουν αντικρουόμενες αντιλήψεις  σε θέματα που ποικίλουν: απο το περιβάλλον μέχρι την ευρωπαϊκή ενοποίηση.

Ο Ραλφ Στέγκνερ, αντιπρόεδρος του SPD, επισήμανε το σημείο αυτό μιλώντας στο CNBC, λέγοντας ότι η πόρτα είναι κλειστή  για την όποια ανανέωση του μεγάλου συνασπισμού, ειδικά μετά την άσχημη κατάληξη των εκλογών για το κόμμα του. Υπενθυμίζεται ότι οι Σοσιαλδημοκράτες έλαβαν 20,5% από 25,7% που είχε αποσπάσει στις τελευταίες εκλογές του 2013.

«Τώρα νομίζω πως είναι ξεκάθαρο ότι πρέπει να ανακτήσουμε δυνάμεις ως αντιπολίτευση και αυτό ακριβώς θέλουμε να κάνουμε», ανέφερε στο CNBC ο   Στέγκνερ, αποκαλώντας το αποτέλεσμα των εκλογών  «μαύρη μέρα» για τη σοσιαλδημοκρατία. Όπως είπε, οι ψηφοφόροι ήταν ξεκάθαροι στο ότι το SPD πρέπει να γίνει αντιπολίτευση.

Η Μέρκελ πάντως, αναφερόμενη στα σχόλια του SPD περί αξιωματικής αντιπολίτευσης, είπε πως «παρ’ολ’αυτά, πρέπει να μείνουμε σε επαφή».

Με τον αποκαλούμενο «συνασπισμό της Τζαμάικα (λόγω των χρωμάτων των κομμάτων που συμμετέχουν) να φαντάζει ως η μοναδική πιθανότητα για τη Μέρκελ, οι συζητήσεις  αναμένεται να είναι σκληρές, κυρίως με την αντίθεση του FDP στη μεγαλύτερη οικονομική ενοποίηση της ευρωζώνης.

Όπως αναφέρει ο Στέγκνερ, «τώρα έχουμε τα  CDU/CSU, τους Πράσινους και τους Φιλελεύθερους (FDP). Εχουμε τέσσερα κόμματα που έχουν μιλήσει πολύ για τις ιδέες τους για τον εκσυγχρονισμό της Γερμανιας και τώρα μπορούν να δείξουν αν μπορούν να το κάνουν όχι μόνο στις καμπάνιες , αλλά και ως κυβέρνηση».

Το μοναδικό κόμμα που παραμένει εντελώς έξω από κάθε συνασπισμό και συνεργασία είναι η Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD), η αντιμεταναστευτική και αντιευρωπαϊκή στάση του οποίου προσέλκυσε πολλούς ψηφοφόρους ωστόσο αποξένωσε άλλα πολιτικά κόμματα.

Αν και το  AfD αναδείχθηκε ως η τρίτη μεγαλύτερη δύναμη στη Γερμανία με ποσοστό 12,6%, θεωρείται ως ένα κόμμα πολιτικά τοξικό και κανένας δεν θέλει να συνεργαστεί μαζί του.

Όποια κι αν είναι η σύνθεση της κυβέρνησης συνεργασίας η Μέρκελ είναι πλέον πιο αδύναμη, σύμφωνα με τον Ανταμ Πόζεν, πρόεδρο του  Peterson Institute for International Economics, και θα μπορούσε να είναι λιγότερο αποτελεσματική στην Ευρώπη, ειδικά απέναντι σε ένα πλαίσιο προτάσεων – από τον πρόεδρο Μακρόν – για μεγαλύτερη οικονομική ενοποίηση στην ευρωζώνη.

«Οι μεγάλες αλλαγές (μετά τις εκλογές) είναι διττές: πρώτον, απλά, η Μέρκελ βρίσκεται σε πολύ ασθενέστερη θέση, καθώς,  ακόμα κι αν κάνει συνασπισμό με το SDP ή συνασπισμό Τζαμάικας (FDP και Πράσινους) όπως η Ολλανδία που έχει πολυκομματικό συνασπισμό,  δεν θα έχει πλέον πλειοψηφία στη γερμανική Άνω Βουλή, επομένως είναι σε πολύ πιο αδύναμη θέση», αναφέρει ο Πόζεν.

«Δεύτερον, εάν το FDP – οι λεγόμενοι Φιλελεύθεροι – λάβει μέρος του συνασπισμού, θα πρέπει να αναμένουμε μια ελαφρώς πιο δύσκολη γραμμή στην Ευρώπη όσον αφορά τα μέτρα διάσωσης, πράγμα που σημαίνει ότι ορισμένες από τις φιλοδοξίες μας για το τι θα μπορούσε να πετύχει η συμμαχία Μέρκελ-Μακρόν για την Ευρώπη, πιθανότατα θα μειώνονταν σε πεδίο εφαρμογής».