Στο τρίτο τρίμηνο του τρέχοντος έτους αναμένεται να ολοκληρωθούν οι καθαρές αγορές στοιχείων ενεργητικού στο πλαίσιο του προγράμματος αγοράς στοιχείων ενεργητικού (asset purchase programme – APP) της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας όπως ανακοίνωσε η κυρία Κριστίν Λαγκάρντ μετά τη συνεδρίαση του Διοικητικού Συμβουλίου.

Η ΕΚΤ έχει μειώσει σταθερά τις αγορές ομολόγων το τελευταίο διάστημα αλλά είχε αποφύγει να δεσμευτεί για τον ακριβή χρόνο απόσυρσης της νομισματικής στήριξης από τον φόβο μήπως υπάρξουν απότομες αλλαγές στις προοπτικές της ευρωπαϊκής οικονομίας.

Ωστόσο εγκλωβισμένη ανάμεσα στον υψηλό πληθωρισμό, που άγγιξε το 7,5% στην Ευρωζώνη και στην στασιμότητα που παρατηρείται στις οικονομίες της ΕΕ, η η ΕΚΤ προσπαθεί να διατηρήσει κάποια περιθώρια ευελιξίας, κρατώντας ακόμα αμετάβλητο τόσο το επιτόκιο των πράξεων κύριας αναχρηματοδότησης καθώς και τα επιτόκια της διευκόλυνσης οριακής χρηματοδότησης και της διευκόλυνσης αποδοχής καταθέσεων σε 0,00%, 0,25% και -0,50% αντιστοίχως.

Παράλληλα, καθώς αυξάνονται οι πιέσεις στο εσωτερικό της ΕΚΤ για αυστηρότερη νομισματική πολιτική, η κυρία Λαγκάρντ, κατά τη διάρκεια της συνέντευξης Τύπου που ακολούθησε τη συνεδρίαση της ΔΣ της ΕΚΤ, (μέσω τηλεδιάσκεψης καθώς η πρόεδρος της ΕΚΤ είναι θετική στον κορωνοϊό) τόνισε ότι «τυχόν προσαρμογές των βασικών επιτοκίων της ΕΚΤ θα πραγματοποιηθούν κάποια χρονική στιγμή μετά τη λήξη των καθαρών αγορών του Διοικητικού Συμβουλίου στο πλαίσιο του προγράμματος APP και θα είναι σταδιακές.

Η πορεία των βασικών επιτοκίων της ΕΚΤ θα συνεχίσει να καθορίζεται με βάση την παροχή ενδείξεων του Διοικητικού Συμβουλίου για τη μελλοντική κατεύθυνση της νομισματικής πολιτικής και τη στρατηγική δέσμευσή του για σταθεροποίηση του πληθωρισμού στο 2% μεσοπρόθεσμα.

Συνεπώς, το Διοικητικό Συμβούλιο αναμένει ότι τα βασικά επιτόκια της ΕΚΤ θα παραμείνουν στα σημερινά τους επίπεδα έως ότου διαπιστώσει ότι ο πληθωρισμός φθάνει το 2% πολύ πριν από το τέλος του υπό εξέταση χρονικού ορίζοντα προβολής και με διάρκεια κατά το υπόλοιπο του χρονικού ορίζοντα προβολής, και κρίνει ότι η πορεία του υποκείμενου πληθωρισμού έχει σημειώσει επαρκή πρόοδο ούτως ώστε να είναι συμβατή με σταθεροποίηση του πληθωρισμού στο 2% μεσοπρόθεσμα».

Σύμφωνα με την κυρία Λαγκάρντ, «η οικονομία της Ευρωζώνης αναπτύχθηκε κατά 0,3% το τελευταίο τρίμηνο του 2021. Εκτιμάται ότι η ανάπτυξη παρέμεινε ασθενής κατά το πρώτο τρίμηνο του 2022 σε μεγάλο βαθμό λόγω των περιορισμών που σχετίζονται με την πανδημία. Αρκετοί παράγοντες υποδεικνύουν την επιβράδυνση της ανάπτυξης και την επόμενη περίοδο.

Ο πόλεμος βαραίνει ήδη την εμπιστοσύνη των επιχειρήσεων και των καταναλωτών, μεταξύ άλλων μέσω της αβεβαιότητας που επιφέρει. Με τις τιμές της ενέργειας και των εμπορευμάτων να αυξάνονται απότομα, τα νοικοκυριά αντιμετωπίζουν υψηλότερο κόστος ζωής και οι επιχειρήσεις αντιμετωπίζουν υψηλότερο κόστος παραγωγής».

Όπως δήλωσε χαρακτηριστικά η πρόεδρος της ΕΚΤ, «ο πόλεμος έχει δημιουργήσει νέα σημεία συμφόρησης, ενώ ένα νέο σύνολο μέτρων για την πανδημία στην Ασία συμβάλλει στις δυσκολίες της εφοδιαστικής αλυσίδας. Ορισμένοι τομείς αντιμετωπίζουν αυξανόμενες δυσκολίες στις προμήθειες, γεγονός που διαταράσσει την παραγωγή.

Ωστόσο, υπάρχουν επίσης αντισταθμιστικοί παράγοντες που στηρίζουν τη συνεχιζόμενη ανάκαμψη, όπως τα αντισταθμιστικά δημοσιονομικά μέτρα και η δυνατότητα των νοικοκυριών να αντλήσουν από τις αποταμιεύσεις που συσσώρευσαν κατά τη διάρκεια της πανδημίας. Επιπλέον, το άνοιγμα των τομέων που πλήττονται περισσότερο από την πανδημία και η ισχυρή αγορά εργασίας, με περισσότερα άτομα σε θέσεις εργασίας πλέον, θα συνεχίσει να υποστηρίζει τα εισοδήματα”.

Αναφορικά με τον πληθωρισμό η κυρία Λαγκάρντ τόνισε ότι «ο πληθωρισμός αυξήθηκε στο 7,5% τον Μάρτιο από 5,9% τον Φεβρουάριο και οι τιμές της ενέργειας αυξήθηκαν μετά το ξέσπασμα του πολέμου και τώρα είναι 45% πάνω από το επίπεδο που βρίσκονταν πριν από ένα χρόνο και εξακολουθούν να αποτελούν την κύρια αιτία του υψηλού ποσοστού πληθωρισμού. Οι δείκτες υποδηλώνουν ότι οι τιμές της ενέργειας θα παραμείνουν υψηλές βραχυπρόθεσμα. και στη συνέχεια θα μετριαστούν, σε κάποιο βαθμό».

Στις 9 Ιουνίου οι πιθανές αποφάσεις για τα επιτόκια

Στο ζήτημα της αύξησης των επιτοκίων, η ΕΚΤ συγκαταλέγεται ανάμεσα στους πιο επιφυλακτικές κεντρικές τράπεζες του πλανήτη, καθώς οι κεντρικές τράπεζες του Καναδά, της Νότιας Κορέας και της Νέας Ζηλανδίας αύξησαν όλες το κόστος δανεισμού, ενώ η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ αναμένεται να αυξήσει τα επιτόκια οκτώ φορές ή περισσότερο τα επόμενα δύο χρόνια.

Οι περισσότεροι αναλυτές στην ΕΕ περίμεναν ότι η ΕΚΤ θα διατηρήσει σχετικά σταθερή την πολιτική της, καθώς περαιτέρω αποφάσεις σχετικά με την αύξηση των επιτοκίων θα μπορούσαν να καθοριστούν στην συνεδρίαση του ΔΣ της ΕΚΤ στις 9 Ιουνίου, όταν και θα υπάρχει καλύτερη εικόνα σχετικά με τις προοπτικές της ανάπτυξης και του πληθωρισμού.

Διαβάστε ακόμα:

Ελον Μασκ: Κατέθεσε προσφορά για το Twitter – Στα $43 δισ. η πρότασή του (upd)

Περιστέρης: Μονόδρομος η απεξάρτηση από την εισαγόμενη ενέργεια και η μαζική στροφή στις ΑΠΕ

Υπ. Εργασίας: Τι αλλάζει από Δευτέρα 18 Απριλίου σε ΟΑΕΔ και επιδόματα