Η παγκόσμια κρίση που προκάλεσε ο κορονοϊός μοιάζει περισσότερο με κυκλώνα παρά με σεισμό σχολιάζει η Σιλβί Κοφμάν σε άρθρο της στην Monde. Δεν αλλάζει ριζικά τα δεδομένα στο διεθνές παιχνίδι. Η βιαιότητα του σοκ όμως επιτάχυνε τις τάσεις που διαφαίνονταν ήδη στον προ της πανδημίας ασταθή μας κόσμο.

Μια περιοχή μοιάζει να αποτελεί εξαίρεση: η Ευρώπη. Αντί να αποσυντεθεί, όπως θα μπορούσε, η Ευρωπαϊκή Ενωση ακολούθησε την αντίθετη κατεύθυνση, της μεγαλύτερης ενοποίησης. Αυτό άρχισε να συζητά στη σύνοδο κορυφής της 19ηςΙουνίου, με σκοπό να λάβει τις αποφάσεις της μέχρι τα τέλη Ιουλίου. Πέρα από αυτή την ιστορική διαπραγμάτευση, πολλές είναι οι τεκτονικές γραμμές που μετακινήθηκαν λόγω της κρίσης.

Ο γαλλογερμανικός κινητήρας επέστρεψε. Ο Εμανουέλ Μακρόν είχε απογοητευθεί που οι προτάσεις του δεν προχωρούσαν και είχε αποφασίσει ότι το γαλλογερμανικό ζευγάρι δεν είναι πλέον αρκετό. Αλλά η πανδημία αντέστρεψε τη δυναμική. Η σύνοδος κορυφής της 26ης Μαρτίου, όπου οι χώρες του Νότου συγκρούστηκαν με εκείνες του Βορρά, έφερε στην επιφάνεια μια υπαρξιακή απειλή για τη συνοχή της ΕΕ. Κι έτσι, οι ομάδες του Μακρόν και της Μέρκελ ξανάπιασαν δουλειά.

Στις 18 Μαϊου οι δύο ηγέτες κατέθεσαν μια πρωτοφανή κοινή πρόταση για ένα ταμείο ανάκαμψης ύψους 500 δισεκατομμυρίων ευρώ. Το μήνυμα είχε δοθεί: η Ευρώπη ξεκινά. Υιοθετήθηκε η ιδέα του κοινού δανεισμού. Στις 27 Μαϊου, η Κομισιόν πρότεινε με τη σειρά της ένα σχέδιο ανάκαμψης και ανοικοδόμησης, το οποίο έλαβε υπόψη τις αντιρρήσεις των λεγόμενων «ολιγαρκών χωρών». Με το σχέδιο των 750 δισεκατομμυρίων ευρώ, που θα δοθούν υπό μορφή επιδοτήσεων και δανείων στις χώρες που έχουν πληγεί περισσότερο από την πανδημία, έπεσε ένα ταμπού: τα χρήματα αυτά θα προέλθουν από κοινό δανεισμό στις χρηματοπιστωτικές αγορές και θα επιστραφούν από κοινού, κάτι που ανοίγει τον δρόμο στην αμοιβαιοποίηση του χρέους. Για να αποτρέψει τις αντιδράσεις, το Βερολίνο διαβεβαίωσε ότι αυτή η διαδικασία θα είναι έκτακτη.
Το Ηνωμένο Βασίλειο είναι εκτός.

Αυτή ήταν η πρώτη σοβαρή ευρωπαϊκή κρίση χωρίς τους Βρετανούς. Χωρίς τον μεγάλο φιλελεύθερο και ευρωσκεπτικιστή σύμμαχό τους, οι χώρες του Βορρά ανακάλυψαν ότι είναι εύθραυστες. Ακόμη και η Γερμανία τις εγκατέλειψε. «Ημασταν στην ίδια γραμμή με τους Βρετανούς, τώρα πρέπει να βρίσκουμε διαφορετικούς εταίρους σε κάθε θέμα», ομολογεί μια σουηδέζα υπουργός.

Η γεωπολιτική αφέλεια έλαβε τέλος. Όταν ξέσπασε η χρηματοπιστωτική κρίση πριν από δέκα χρόνια, η ΕΕ υποδέχθηκε την Κίνα και τις επενδύσεις της με ανοιχτές αγκάλες, οι χώρες του Νότου τής πούλησαν τα λιμάνια τους, η κεντρική Ευρώπη εντάχθηκε στα σχέδια του Σι Τζινπίνγκ για τους νέους δρόμους του μεταξιού. Ο κορονοϊός, και στη συνέχεια η καταστολή στο Χονγκ Κονγκ, αποκάλυψαν στους Ευρωπαίους το άλλο πρόσωπο του καθεστώτος. Δεν έχουν οδηγήσει όμως ακόμη σε μια κοινή σκληρή γραμμή απέναντι στο Πεκίνο. Σε μια περίοδο που η σινοαμερικανική ένταση μεγαλώνει, η ΕΕ δεν θέλει να κληθεί να διαλέξει στρατόπεδο.

Η λέξη «κυριαρχία» επέστρεψε στο προσκήνιο, αν και οι Γερμανοί προτιμούν τον όρο «ικανότητα δράσης». Η κυριαρχία είναι καταρχάς υγειονομική: μετά την τραγική έλλειψη που σημειώθηκε σε μάσκες, η Ευρώπη συνειδητοποίησε ότι δεν μπορεί να εξαρτάται πια από την Ασία για να εφοδιάζεται ιατρικό υλικό και φάρμακα. Η κυριαρχία είναι επίσης οικονομική και βιομηχανική: η Κομισιόν θέλει να προστατεύσει τους στρατηγικούς της τομείς από κινέζους και αμερικανούς επενδυτές. Εκεί που δεν έχει σημειωθεί ακόμη πρόοδος είναι στη στρατηγική αυτονομία, την οποία επιδιώκει εδώ και τρία χρόνια ο Εμανουέλ Μακρόν.

Οι χώρες της κεντρικής Ευρώπης διαπιστώνουν ότι για να επωφεληθούν από το ταμείο ανάκαμψης, πρέπει να δώσουν εγγυήσεις για το κράτος δικαίου. Είναι κι αυτό μια απροσδόκητη συνέπεια της πανδημίας.