Η εμπορική συμφωνία μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι πλέον γεγονός, ωστόσο αυξάνονται γοργά οι φωνές που αναρωτιούνται αν πρόκειται απλώς για μια μονόπλευρη παραχώρηση εκ μέρους της ΕΕ.
Ουάσιγκτον και Βρυξέλλες συμφώνησαν σε δασμούς ύψους 15%, με την πρόεδρο της Κομισιόν Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν να δηλώνει πως πρόκειται για το «καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα για την ΕΕ» και τον αρμόδιο επίτροπο Εμπορίου, Μάρος Σέφκοβιτς, να υποστηρίζει πως «είμαι 100% σίγουρος πως η συμφωνία αυτή είναι καλύτερη από έναν ανοιχτό εμπορικό πόλεμο».
Όμως, όσο η… σκόνη άρχισε να «κάθεται», αυξήθηκαν και οι επιφυλακτικές φωνές.
«Η γερμανική οικονομία θα υποστεί σοβαρή ζημιά εξαιτίας αυτών των δασμών», δήλωσε ο Καγκελάριος Φρίντριχ Μερτς. «Αλλά είμαι βέβαιος ότι δεν θα περιοριστεί μόνο στη Γερμανία ή στην Ευρώπη. Θα δούμε επίσης τις συνέπειες αυτής της εμπορικής πολιτικής και στην Αμερική — δεν θα υπάρξει μόνο υψηλότερος πληθωρισμός, αλλά θα επηρεαστεί συνολικά και το διατλαντικό εμπόριο» προειδοποίησε, αν και παραδέχτηκε πως δεν περίμενε τελικά κάποιο διαφορετικό αποτέλεσμα.
Αντιστοίχως για «παραδοχή αδυναμίας» από την πλευρά της ΕΕ έκανε λόγο ο πρώην πρωθυπουργός της Γαλλίας και βετεράνος αξιωματούχος των Βρυξελλών Μισέλ Μπαρνιέ, μιλώντας για ένα αποτέλεσμα «κακών επιλογών που δεν διασφαλίζει ούτε την κυριαρχία ούτε την ευημερία της ηπείρου και των κρατών της».
Άκρως επικριτικός και ο ευρωβουλευτής και αρμόδιος για εμπορικά ζητήματα πρόεδρος της αρμόδιας επιτροπής διεθνούς εμπορίου του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, Μπερντ Λάνγκε, ο οποίος σχολίασε ότι η συμφωνία συνιστά «κατοχυρωμένη ασυμμετρία».
Ενδιαφέρουσα ήταν και η τοποθέτηση της Deutsche Bank, σε ανάλυση της, η οποία αναγνωρίζει μεν το θετικό στοιχείο της αποτροπής ενός εμπορικού πολέμου, ωστόσο υπογραμμίζει πως οι οικονομικές συνέπειες και οι επενδυτικές μετατοπίσεις απαιτούν προσεκτική αποτίμηση.
Η Deutsche Bank είχε προηγουμένως εκτιμήσει ότι ένας δασμός της τάξεως του 10% θα προκαλούσε αρνητική επίδραση της τάξεως του 0,4% στο ΑΕΠ της ΕΕ. Έτσι, με τα νέα στοιχεία η γερμανική τράπεζα επαναξιολογεί το πιθανό κόστος.
Όπως σημειώνει, ο μειωμένος δασμός 15% στον κλάδο του αυτοκινήτου περιορίζει κάπως τις ζημιές, αλλά η διατήρηση της απειλής του Ντόναλντ Τραμπ για αντίστοιχους δασμούς στις φαρμακοβιομηχανίες και τους ημιαγωγούς διευρύνει το κόστος.
Το τελικό αποτέλεσμα, κατά την Deutsche Bank, θα εξαρτηθεί από το αν τα περίφημα 600 δισ. δολάρια που υποσχέθηκε η ΕΕ θα επενδυθούν σε νέα έργα ή απλώς μεταφερθούν από την ευρωπαϊκή οικονομία προς τις ΗΠΑ.
Φρένο από την ΕΚΤ
Στο κρίσιμο πεδίο της νομισματικής πολιτικής, σημειώνεται ότι το βασικό σενάριο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας αναφερόταν σε μια συμφωνία που θα διαμόρφωνε τους δασμούς στις ευρωπαϊκές εισαγωγές στο 10%. Ωστόσο, αν και το τελικό ποσοστό «κλείδωσε» τελικά στο 15% περιλαμβάνοντας και ισχυρές επενδύσεις από την ΕΕ στις ΗΠΑ, η σημαντική μείωση της εμπορικής αβεβαιότητας και η διαβεβαίωση της Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν ότι πρόκειται για το «καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα εντός διαχειρίσιμου πλαισίου» εκτιμάται ότι θα οδηγήσει την ΕΚΤ να μην προχωρήσει σε επί τα χείρω αναθεώρηση των εκτιμήσεων της.
Έτσι, σε συνδυασμό και με τις πρόσφατες «συντηρητικές» δηλώσεις της προέδρου Κριστίν Λαγκάρντ, η πιθανότητα νέων μειώσεων επιτοκίων φαίνεται να μειώνεται, εκτός απροόπτου, αναφέρει η τράπεζα στην ανάλυση της.
Πάντως, η Deutsche Bank παρατηρεί ότι οι προσδοκίες της αγοράς για τον πληθωρισμό του 2026 παραμένουν κάτω από τον στόχο του 2%, κάτι που ίσως οδηγήσει την ΕΚΤ να εξετάσει μια ακόμα μείωση των επιτοκίων για λόγους «διαχείρισης κινδύνων». Ειδικά δε, αν το ευρώ συνεχίσει να ανατιμάται (παρά την σημερινή βουτιά του) και πιέσει περαιτέρω τις τιμές προς τα κάτω.
Ελλείψει εξωτερικών σοκ, το σημερινό επιτόκιο του 2% φαίνεται όλο και περισσότερο να αποτελεί το «τελικό σημείο» του κύκλου νομισματικής χαλάρωσης. Όταν ο κύκλος αποπληθωρισμού ολοκληρωθεί το πρώτο τρίμηνο του 2026, η προσοχή της αγοράς θα στραφεί σταδιακά σε τρεις καθοριστικούς παράγοντες: το μέγεθος της δημοσιονομικής επέκτασης, τον πληθωριστικό της αντίκτυπο και το χρονοδιάγραμμα των επόμενων αυξήσεων επιτοκίων από την ΕΚΤ.
Σημειωτέον πως στις αγορές χρήματος οι πιθανότητες για μια ακόμη μείωση των ευρωπαϊκών επιτοκίων κατά 25 μονάδες βάσης μέχρι τα τέλη της χρονιάς μειώθηκαν στο 60%, από το 90% που βρίσκονταν την περασμένη εβδομάδα.
Διαβάστε ακόμη
Ενεργειακή συμφωνία ΗΠΑ-ΕΕ: Οι σκιές πίσω από τα 750 δισ. – Γιατί δεν βγαίνουν οι αριθμοί
Beta Securities: Οι ελληνικές τράπεζες παραμένουν σε τροχιά για να πετύχουν τους στόχους για το 2025
Για όλες τις υπόλοιπες ειδήσεις της επικαιρότητας μπορείτε να επισκεφτείτε το Πρώτο Θέμα
Σχολίασε εδώ
Για να σχολιάσεις, χρησιμοποίησε ένα ψευδώνυμο.