Μονόδρομος φαίνεται πλέον η κρατική διάσωση της αρχαιότερη τράπεζας της Ιταλίας, μετά και την απόρριψη από την ΕΚΤ του αιτήματος της Monte Dei Paschi να της δοθεί παράταση 20 ημερών, ώστε να προσπαθήσει να αντλήσει κεφάλαια από ιδιώτες επενδυτές.

Παράλληλα, η πολιτική κρίση που ξέσπασε μετά την επικράτηση του «όχι» στο δημοψήφισμα της περασμένης Κυριακής, κατέστησε επιτακτική την εξεύρεση άμεσης λύσης για την αντικατάσταση του Ματέο Ρέντσι στην πρωθυπουργία της χώρας, καθώς οι συνθήκες αστάθειας επιβαρύνουν ακόμη περισσότερο το κλίμα στη γειτονική χώρα, η οποία αγωνίζεται να βρει λύση στην έκρηξη των «κόκκινων» δανείων που απειλούν ολόκληρο το τραπεζικό σύστημα της τρίτης μεγαλύτερης οικονομίας της Ευρωζώνης.

Πριν από λίγο, την εντολή σχηματισμού κυβέρνησης έλαβε από τον πρόεδρο της χώρας Σέρτζιο Ματαρέλα, ο υπουργός Εξωτερικών της Ιταλίας, Πάολο Τζεντιλόνι, μετά την παραίτηση Ρέντσι.

Επόμενο βήμα είναι να ξεκινήσει άμεσα σειρά επαφών με τις πολιτικές δυνάμεις της χώρας, προκειμένου να συγκροτήσει κυβέρνηση.

Σε ό,τι αφορά τη Monte Dei Paschi, οι τράπεζες που είχαν αναλάβει την προσπάθεια ανακεφαλαιοποίησης της ενημέρωσαν τη Ρώμη ότι δεν υπάρχει καμία διάθεση από πλευράς επενδυτών να της χορηγήσουν τα 5 δισ. ευρώ που χρειάζεται.

Η ιταλική κυβέρνηση καλείται να λύσει άμεσα τον γόρδιο δεσμό ώστε να προλάβει τυχόν επέκταση της κρίσης και στις άλλες ιταλικές τράπεζες.
Πολιτικά, η διάσωση θα έχει αναπόφευκτα μεγάλο κόστος, καθώς είναι σίγουρο το «κούρεμα» των ομολογιούχων, κυρίως όσων κατέχουν τίτλους μειωμένης εξασφάλισης που υπολογίζονται σε περίπου 40.000.

Ορατό το ενδεχόμενο της υπογραφής Μνημονίου

Τώρα, η υπηρεσιακή κυβέρνηση θα κληθεί είτε να σώσει την τράπεζα με δικά της χρήματα ή με δάνειο από την Ευρωζώνη, αν βέβαια η Ρώμη μπορέσει να πείσει Βρυξέλλες και Φρανκφούρτη η ότι η Monte Dei Paschi παραμένει φερέγγυα, ώστε να διασωθεί μέσω μιας «προληπτικής ανακεφαλαιοποίησης». Αν αντίθετα, η κυβέρνηση επιλέξει να σώσει η ίδια την τράπεζα, αλλά και άλλες μικρομεσαίες τράπεζες που είναι σε διαδικασία ανακεφαλαιοποίησης μέσω δανείου από τον ESM, τότε θεωρείται σχεδόν βέβαιο ότι οι πιστωτές της Monte Dei Paschi θα κληθούν να συμβάλλουν καλύπτοντας έως και το 8% της ανακεφαλαιοποίησης. Παράλληλα, η Ρώμη θα θα υποχρεωθεί να υπογράψει μνημόνιο με την Ευρωζώνη, όπως αυτό που είχε αρνηθεί το 2012 και να εφαρμόσει σκληρά μέτρα λιτότητας.

Βάιντμαν: Πιθανή η κρατική διάσωση

Την ίδια ώρα, ο ο κεντρικός τραπεζίτης της Γερμανίας, Γενς Βάιντμαν, δεν αποκλείει την κρατική διάσωση της ιταλικής τράπεζας.

«Ένα τέτοιο σενάριο δεν μπορεί να αποκλειστεί ποτέ απολύτως» σημειώνει, αποδίδοντας σε πολιτικούς λόγους την απροθυμία συμμετοχής των ιδιωτών επενδυτών στην αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου της τράπεζας.

Πηγές από το υπουργείο Οικονομικών της χώρας, μιλώντας στο Reuters, ανέφεραν ότι το ιταλικό δημόσιο θα συμμετάσχει στην ΑΜΚ, με το ποσό των 2 δισ. ευρώ, εξέλιξη, η οποία – σύμφωνα με τις ίδιες πηγές – θα παράσχει τις αναγκαίες εγγυήσεις προκειμένου το υπόλοιπο ποσό να καλυφθεί από ιδιωτικά κεφάλαια.

Σε κάθε περίπτωση πάντως, ο Βάιντμαν κατέστησε σαφές ότι «οι κανόνες του bail-in δεν θα πρέπει να χαλαρώσουν» και ως εκ τούτου, θα πρέπει να εφαρμοστούν και στην προκείμενη περίπτωση.

Σημειώνεται ότι οι νέοι κανόνες τραπεζικής διάσωσης προβλέπουν πλέον, ότι προϋπόθεση για τη συμμετοχή του δημοσίου στο πακέτο βοήθειας συνιστά και η συμμετοχή ομολογιούχων και μετόχων.

Ωστόσο, ένα τέτοιο σενάριο, σύμφωνα με τη FAZ, θα μπορούσε να αποφευχθεί εφόσον το ιταλικό δημόσιο προχωρήσει στην αγορά μετατρέψιμαν ομολόγων μειωμένης εξασφάλισης 40.000 μικροεπενδυτών.

Αυτή η λύση, δηλαδή της μερικής κρατικοποίησης, εμπίπτει στις εξαιρέσεις του bail-in, με αποτέλεσμα τη μη ζημίωση επενδυτών, καταθετών και ομολογιούχων. Υπενθυμίζεται ότι οι περίπου 40.000 μικροεπενδυτές της Monte Dei Paschi είχαν στην ουσία εξαπατηθεί από την τράπεζα όταν πριν από λίγα χρόνια τους έπεισε παραπλανητικά να μετατρέψουν τις καταθέσεις σε subordinated ομόλογα.

Σε κάθε περίπτωση, το «κούρεμα» των μικροεπενδυτών ή η υπογραφή ενός μνημονίου θα δημιουργήσει σοβαρές αναταράξεις στην Ιταλία, καθώς και οι δύο εξελίξεις θεωρείται πολύ πιθανό να ενισχύσουν ευρωσκεπτικιστικά κόμματα όπως αυτό του Μπέπε Γκρίλο ή την ακροδεξιά Λέγκα του Βορρά.