Οι γερμανικές τράπεζες βρίσκονται σε πιό επικίνδυνη θέση σε σύγκριση με τις υπόλοιπα ευρωπαϊκά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, σύμφωνα με τον Ronit Ghose, κορυφαίο τραπεζικό αναλυτή της Citi.

Ο ευρωπαϊκός τραπεζικός τομέας αγωνίζεται να εμφανίσει κερδοφορία από την εποχή της οικονομικής κρίσης, με τα κέρδη του τομέα για το δεύτερο τρίμηνο να μειώνονται κατά 7% σε ετήσια βάση. Πολλοί έχουν αναφέρει ότι η επιμονή στην πολιτική χαμηλών επιτοκίων από την  Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) είναι  το μεγαλύτερο εμπόδιο στην πορεία προς το κέρδος.

Ο πανευρωπαϊκός τραπεζικός χρηματιστηριακός δείκτης  Stoxx Europe έχει  μειωθεί κατά 45% τα τελευταία 10 χρόνια. Ο αμερικανικός δείκτης  KBE bank ETF, ο οποίος παρακολουθεί τις τράπεζες, έχει αυξηθεί κατά 86%.

Η πίεση για  περιβάλλον χαμηλών επιτοκίων  έχει επιδεινωθεί από την παγκόσμια οικονομική επιβράδυνση, τις εμπορικές εντάσεις και τη γεωπολιτική αβεβαιότητα. Οι παράμετροι αυτοί σε συνδυασμό με την διαρθρωτική ευπάθεια και την εγχώρια υστέρηση της οικονομικής ανάπτυξης  καθιστά τις προοπτικές για τις γερμανικές τράπεζες ακόμη πιο ζοφερές.

Οι ιταλικές τράπεζες είδαν πρόσφατα τις τιμές των μετοχών τους να πλήττονται από  την πολιτική αστάθεια. Πάντως έχουν κάνει κάποια εκκαθάριση  στους ισολογισμούς τους, όπως και οι ισπανικές.

Η αναδιάρθρωση και η μείωση των δαπανών διαπνέουν τώρα τις στρατηγικές των ευρωπαϊκών τραπεζών, αλλά ο Ghose υποστήριξε ότι τα πιο αποτελεσματικά προγράμματα έχουν εμφανισθεί στη Σκανδιναβία και στην περιοχή Μπενελούξ (την πολιτικοοικονομική ένωση μεταξύ των γειτονικών κρατών Βέλγιο, Ολλανδία και Λουξεμβούργο).

«Τα τελευταία 10 χρόνια έχουν μειώσει κατά το ήμισυ τα δίκτυα υποκαταστημάτων, κάνουν περικοπές στο προσωπικό και έχουν έξυπνες ομάδες διαχείρισης. Ακόμη έχουν χρησιμοποιήσει την ψηφιοποίηση και την αναδιάρθρωση», ανέφερε ο Ghose.

Σημειώνεται ότι οι μετοχές της Deutsche Bank έφθασαν την περασμένη Πέμπτη σε πολύ  χαμηλά επίπεδα,  στα 5,81 ευρώ ανά μετοχή.

Η γερμανική τράπεζα  βρίσκεται στη διαδικασία ενός μαζικού προγράμματος αναδιάρθρωσης το οποίο θα έχει ως αποτέλεσμα τη μείωση κατά 18.000 τις θέσεις εργασίας παγκοσμίως μέχρι το 2022 και την παύση των πωλήσεων και εμπορικών συναλλαγών. Ομως,  οι επενδυτές αντιδρούν με κάποιο σκεπτικισμό σε αυτό το πρόγραμμα.

Η εγχώρια αντίπαλος Commerzbank, η οποία προέρχεται από μια αποτυχημένη απόπειρα συμφωνίας συγχώνευσης με την Deutsche φέτος, έχει επίσης δει την τιμή της μετοχής της να κινείται πτωτικά  τους τελευταίους 18 μήνες.