Οι Γερμανοί φημίζονται για την οργάνωση, την πειθαρχία και την επιμονή στην υλοποίηση των στόχων τους, αλλά ένα από τα μεγάλα ερωτήματα σχετικά με τη νέα κυβέρνηση είναι πώς θα εφαρμόσουν τους στόχους που συμφώνησαν προγραμματικά.

Η προγραμματική συμφωνία στη Γερμανία είναι ένα κείμενο λεπτομερές και δεσμευτικό και όχι λόγια που ξεχνιούνται την επόμενη μέρα, όπως έχουμε συνηθίσει στην Ελλάδα. Ωστόσο, αυτή τη φορά τα τρία διαφορετικά κόμματα που συμμετέχουν έκαναν τόσο πολλές υποχωρήσεις στις πάγιες θέσεις τους προκειμένου να καταλήξουν σε συμφωνία, που πολλοί αναλυτές εκτιμούν ότι οι συγκλίσεις στην πράξη θα είναι δύσκολες.

Οι Σοσιαλδημοκράτες (SPD), οι Πράσινοι και οι φιλελεύθεροι Ελεύθεροι Δημοκράτες (FDP) που συμμετέχουν στην «κυβέρνηση-φανάρι» -όπως αποκαλείται λόγω των τριών χρωμάτων που αντιστοιχούν σε κάθε κόμμα- συμφώνησαν, για παράδειγμα, ότι η κυβέρνησή τους θα ενισχύσει τις επενδύσεις, δημόσιες και ιδιωτικές, με έμφαση στην πράσινη ανάπτυξη και την ψηφιοποίηση.

Οι επενδύσεις και ο εκσυγχρονισμός των υποδομών ήταν βασική δέσμευση και των τριών κομμάτων προεκλογικά, καθώς η Γερμανία είναι μια χώρα με πεπαλαιωμένες υποδομές, μεγάλη καθυστέρηση στον ψηφιακό τομέα, κατάσταση που πολλοί αποδίδουν στην αυστηρή δημοσιονομική πολιτική των μηδενικών ελλειμμάτων του Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, η οποία δεν άφηνε χώρο για τις αναγκαίες επενδύσεις και δαπάνες.

Την ίδια στιγμή, η βιομηχανία, που θεωρείται το ισχυρό χαρτί της χώρας, έχει προβλήματα, καθώς έχει μείνει πίσω όχι μόνο σε ό,τι αφορά στον ψηφιακό εκσυγχρονισμό της, αλλά και σε παραδοσιακούς τομείς όπως η αυτοκινητοβιομηχανία που σε ορισμένους τομείς έχει ξεπεραστεί από άλλες χώρες που αποδεικνύονται ισχυροί ανταγωνιστές, όπως η Κορέα.

Ολοι συμφωνούν, λοιπόν, ότι χρειάζονται επενδύσεις εκσυγχρονισμού, αλλά το μεγάλο ζήτημα που θα προκύψει είναι από πού θα χρηματοδοτηθούν.

Οι Σοσιαλδημοκράτες προωθούσαν αυξήσεις φόρων οι οποίες όμως απορρίφθηκαν, καθώς αυτό ήταν όρος για τη συμμετοχή των Φιλελεύθερων, χωρίς τους οποίους δεν μπορούσε να σχηματιστεί κυβέρνηση. Επομένως, από τους φόρους δεν θα προκύψουν χρήματα για δημόσιες επενδύσεις. Πέρασε πάντως η θέση και προεκλογική δέσμευσή των Σοσιαλδημοκρατών για αύξηση του χαμηλού ωρομίσθιου στα 12 ευρώ την ώρα.

Από την άλλη πλευρά, όμως, οι Φιλελεύθεροι επιμένουν στην επαναφορά του κανόνα των μηδενικών ελλειμμάτων του κ. Σόιμπλε, γεγονός που σημαίνει ότι δεν μπορούν να γίνουν επενδυτικές δαπάνες οι οποίες θα δημιουργήσουν ελλείμματα στον Προϋπολογισμό.

Είναι χαρακτηριστικό ότι το υπουργείο Οικονομικών θα αναλάβει ο 42χρονος Κρίστιαν Λίντνερ του FDP, ο οποίος θεωρείται «γεράκι», εξίσου αυστηρός με τον Σόιμπλε.
Η τοποθέτησή του έγινε δεκτή με απογοήτευση στις χώρες του ευρωπαϊκού Νότου, οι οποίες ελπίζουν σε χαλάρωση των σκληρών ευρωπαϊκών δημοσιονομικών κανόνων του Συμφώνου Σταθερότητας. Με τον Λίντνερ να εκπροσωπεί τη Γερμανία στο Eurogroup, θεωρείται σχεδόν δεδομένο ότι η χώρα θα κρατήσει σκληρή στάση, πόσο μάλλον που η προγραμματική συμφωνία των τριών κομμάτων αναφέρει ότι το Σύμφωνο Σταθερότητας απέδειξε την ευελιξία του στη διάρκεια της πανδημίας. Η διατύπωση αυτή ερμηνεύεται ως ενδεικτική ότι η Γερμανία δεν θα δεχθεί αλλαγή των κανόνων, αλλά μόνο περισσότερη ευελιξία στην εφαρμογή τους, όταν αυτό θεωρείται αναγκαίο.

Το άλλο μεγάλο ζήτημα που απομένει να διευθετηθεί από τη γερμανική πλευρά είναι ο διορισμός νέου προέδρου της κεντρικής τράπεζας της χώρας, κάτι που πρέπει να γίνει μέσα στον Δεκέμβριο, καθώς ο Γενς Βάιντμαν αποχωρεί.

Τον νέο πρόεδρο διορίζει ο καγκελάριος Ολαφ Σολτς, των Σοσιαλδημοκρατών, με την αποδοχή της Βουλής και εκτιμάται ότι είναι πιθανόν στη θέση να τοποθετηθεί η Ιζαμπέλ Σνάμπελ, που σήμερα μετέχει στο Εκτελεστικό Συμβούλιο της ΕΚΤ και θεωρείται «περιστέρι», ήτοι μετριοπαθής και υπέρ της χαλαρής νομισματικής πολιτικής, σε αντίθεση με τον Βάιντμαν, ο οποίος ήταν «γεράκι» και παγίως αντίθετος στα μέτρα νομισματικής χαλάρωσης της ΕΚΤ.

Το παρασκήνιο που κυκλοφορεί στη Φρανκφούρτη είναι ότι εάν τελικά επιλεγεί, η μετριοπαθής Σνάμπελ θα έχει σοβαρές πιθανότητες να διαδεχθεί και την Κριστίν Λαγκάρντ στην προεδρία της ΕΚΤ.

Σε κάθε περίπτωση, πάντως, πολλοί αναλυτές θεωρούν ότι τα τρία κόμματα που μετέχουν στην κυβέρνηση είναι τόσο διαφορετικά που θα υπάρξει δυσκολία στη λήψη αποφάσεων, ειδικά σε σχέση με την Ε.Ε.

Υπογραμμίζουν, επίσης, ότι θα είναι δύσκολο στο εξής να ληφθούν μεγάλες αποφάσεις, όπως αυτή για το Ταμείο Ανάκαμψης, το οποίο συμφώνησε με τον Εμανουέλ Μακρόν η Ανγκελα Μέρκελ και στη συνέχεια «πούλησε» στο εσωτερικό του κόμματός της και στην κοινή γνώμη παρά την παραδοσιακή αντίθεση των Γερμανών στον κοινό δανεισμό.

Ο Ολαφ Σολτς, με το 25% του κόμματός του και δύο κυβερνητικούς εταίρους, δύσκολα θα μπορεί να καπελώσει τον Φιλελεύθερο Κρίστιαν Λίντνερ για να περάσει τις ευρωπαϊκές θέσεις των Σοσιαλδημοκρατών, οι οποίες έχουν βασικές διαφορές με εκείνες των Φιλελεύθερων.

Διαβάστε ακόμη: 

Το «στοίχημα» του ΝΒΑ για έσοδα $10 δισ. και το «χρυσό» brand Αντετοκούνμπο

ΙΝΣΕΤΕ: H Ελλάδα στο top-10 των ευρωπαϊκών προορισμών στις σημαντικότερες αγορές

Ακίνητα: «Έκρηξη» μεταβιβάσεων από Ελλάδα και εξωτερικό στο Gov.gr