Του Κωστή Πλάντζου

Την συζήτηση για αλλαγή του συστήματος φορολόγησης βάσει κλίμακος φόρου εισοδήματος, με κατάργηση των πολύ υψηλών συντελεστών (που στη χώρα μας έφταναν έως και 40% ή 45%) και με θέσπιση ενός «οριζόντιου» συντελεστή  φόρου (flat tax) που θα τον πληρώνουν όλοι, ασχέτως του πόσα βγάζει  ή του μένουν κάθε χρόνο ο φορολογούμενος, ανοίγει η μελέτη που παρουσίασε την Πέμπτη το βράδυ το ΙΟΒΕ. Αν και δεν μπορούσε να είναι παρών, επειδή δεν πρόλαβε να επιστρέψει από τις Βρυξέλλες, ο κ.Στουρνάρας φαίνεται να συγκλίνει στην άποψη αυτή.

Όπως προκύπτει από το κείμενο της ομιλίας την οποία είχε ετοιμάσει (και είχε αναλάβει να εκφωνήσει ο πρόεδρος του ΣΟΕ καθ. Παναγιώτης Τσακλόγου), ο κύριος Στουρνάρας στέλνει το μήνυμα ότι δεν μπορεί να υπάρξει σωστή κοινωνική πολιτική με βάση τους διαφορετικούς φορολογικούς συντελεστές και τα αφορολόγητα όρια. Αντιθέτως και ο ίδιος προκρίνει ως λύση την άσκηση κοινωνικής πολιτικής μέσω της απευθείας χορήγησης επιδομάτων.

Συγκεκριμένα, η μελέτη του ΙΟΒΕ, που πραγματοποιήθηκε από τον στενό συνεργάτη του κ.Στουρνάρα,  καθηγητή κ. Νίκο Καραβίτη, αναλύει την αδιαφάνεια, την πολυπλοκότητα, αλλά κυρίως την αδυναμία συλλογής εσόδων, παρά τους υψηλούς φορολογικούς συντελεστές. Σύμφωνα με την μελέτη, το φορολογικό σύστημα έχει αποδειχθεί ανεπαρκές για την αναδιανομή του εισοδήματος και πώς ο ρόλος αυτός είναι καλύτερα να αφεθεί στην πολιτική των δαπανών.

Η  μελέτη προτείνει ένα σύστημα, το οποίο θα είναι πολύ πιο απλό και διαφανές, με χαμηλότερους συντελεστές, με έναν βασικό συντελεστή 20% για όλα τα εισοδήματα, ανεξαρτήτως πηγής και προσώπου, ενώ προβλέπεται και ένας χαμηλότερος συντελεστής 10% για χαμηλούς μισθούς, συντάξεις και ενοίκια (με αφορολόγητο ποσό για μισθούς και συντάξεις).

Το σύστημα αυτό είναι, σύμφωνα με τον κύριο Καραβίτη, «δημοσιονομικά ουδέτερο», αλλά μπορεί να δημιουργήσει αναπτυξιακές προϋποθέσεις και να περιορίσει το κίνητρο για φοροδιαφυγή.

(Δείτε εδώ ποιους ελαφρύνει και ποιους επιβαρύνει ένα τέτοιο φορολογικό σύστημα)

Και ο ίδιος ο κύριος Στουρνάρας όμως, στο κείμενο της ομιλίας που είχε ετοιμάσει, τονίζει πως ήδη με το νέο φορολογικό σύστημα που καθιερώνεται από το 2014, «αποδεσμεύεται σε κάποιο βαθμό η κοινωνική από τη φορολογική πολιτική. Αυτό, πέρα από τη διαφάνεια και την αποκατάσταση της κοινωνικής δικαιοσύνης, πρακτικά σημαίνει ότι 869.000 οικογένειες με ένα ή δύο παιδιά μπορούν να πάρουν για πρώτη φορά επίδομα. Η φορολογική πολιτική δεν είναι πάντα το πιο πρόσφορο εργαλείο άσκησης κοινωνικής πολιτικής» τονίζει ο υπουργός.

Την ίδια άποψη εξέφρασε στην παρέμβασή του και ο Αναπληρωτής Καθηγητής του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών, Μ. Ματσαγγάνης, τονίζοντας ότι η αναδιανομή εισοδήματος μέσω της φορολογίας αποτελεί αμφιλεγόμενη επιδίωξη.

«Εάν υπάρχουν αναδιανεμητικοί στόχοι», τόνισε, «το κατάλληλο εργαλείο για την επίτευξή τους δεν είναι η φορολογική πολιτική αλλά η πολιτική δαπανών μέσω π.χ. κοινωνικής πολιτικής».  Ο κ. Ματσαγγάνης ανέφερε μάλιστα και τέσσερα νέα μέτρα που κινούνται στη λογική αυτή: ενιαίο επίδομα στήριξης τέκνων, επίδομα ανεργίας σε ελεύθερους επαγγελματίες και ανεξάρτητα απασχολούμενους, διεύρυνση κριτηρίων επιλεξιμότητας του επιδόματος μακροχρόνιας ανεργίας, και πιλοτική εφαρμογή ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος.

Σχολιάζοντας την μελέτη αλλά και γενικότερα το κρίσιμο ζήτημα της φορολογικής πολιτικής ο Διευθύνων Σύμβουλος της Ernst & Young κ. Π. Παπάζογλου τόνισε ότι το flat tax μπορεί να συμβάλει, από κοινού με άλλα μέτρα, στην ουσιαστική αύξηση των ποσοστών φορολογικής συμμόρφωσης.

«Πέρα από τα προφανή άμεσα αποτελέσματα, η αύξηση της συμμόρφωσης θα έχει και έμμεσες θετικές συνέπειες, όπως την αύξηση των εσόδων από ΦΠΑ, τη μείωση των ποσοστών μαύρης εργασίας και την επακόλουθη αύξηση των εσόδων των ασφαλιστικών ταμείων» σημείωσε.

Μπούμερανγκ οι υψηλοί φόροι

Σε ότι αφορά την άποψη ότι η αύξηση των φορολογικών συντελεστών οδηγεί σε αύξηση και των εσόδων o κ.Παπάζογλου τόνισε ότι: «έχει αποδειχτεί περίτρανα εσφαλμένη, ενώ επιπρόσθετα λειτουργεί αποτρεπτικά για τις επενδύσεις. Όπως δυστυχώς διαπιστώσαμε, καμία δαπάνη δεν είναι ανελαστική όταν η υπερφορολόγηση οδηγεί σε δυσβάσταχτη επιβάρυνση πέρα από τη φοροδοτική ικανότητα των πολιτών». Ως παραδείγματα ανέφερε μάλιστα τις αυξήσεις φόρων σ τα καύσιμα κίνησης αλλά και θέρμανσης, τα προϊόντα καπνού κλπ.