Toυ Κώστα Τσαούση

 

Ο Θεσσαλονικιός στην καταγωγή 40χρονος κ. Δημήτρης Κρις, η ψυχή της εταιρείας Tuvunu A.E. -ή, αν προτιμάτε, σε απλά ελληνικά, «του βουνού»-, που επένδυσε στο τσάι του βουνού στα ορεινά της Ροδόπης για να φτιάξει ένα δροσιστικό αναψυκτικό, κάθε άλλο παρά κλασικό μάνατζερ επιχειρήσεων θυμίζει. Τις δύο προηγούμενες δεκαετίες της ζωής του πέρασε από θέσεις ευθύνης σε επιχειρήσεις media στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Σήμερα, νιώθει τον εαυτό του δεσμευμένο στην υπόθεση μιας επιχειρηματικής δραστηριότητας με ονομασία προέλευσης και χαίρεται σαν μικρό παιδί όταν κλείνει μια εξαγωγική συμφωνία. Τη μέρα που μιλήσαμε, ένα από τα πράγματα που μου είπε ήταν ότι ένα φορτίο -τρία κοντέινερ για την ακρίβεια- γεμάτο κουτάκια tuvunu διέσχιζε τον Ατλαντικό προκειμένου να καταλήξει κάπου στις Δυτικές Ακτές των ΗΠΑ. Τα κουτάκια tuvunu που έκαναν το υπερατλαντικό ταξίδι έκρυβαν στο εσωτερικό τους ένα καθαρά ελληνικό προϊόν, το πρώτο από τα προϊό­ντα της ομώνυμης εταιρείας. Πρόκειται για εκείνο που συνδυάζει το παραδοσιακό τσάι του βουνού (σιδερίτης) με φρεσκοστυμμένα λεμόνια, ανθόμελο και ακατέργαστη μαύρη ζάχαρη – το ίδιο το προϊόν, δίχως υπερβολή, αποτελεί μια παγκόσμια πρωτοτυπία, αφού μπορεί να το απολαύσει κανείς όλο τον χρόνο, κρύο ή ζεστό!

Ας γυρίσουμε όμως στην αρχή της ιστορίας. Οπως μας λέει ο κ. Κρις, μέλος του Δ.Σ. και διευθυντής επιχειρηματικής ανάπτυξης της εταιρείας, «η αρχική έμπνευση για την tuvunu μάς ήρθε κατά τη διάρκεια ενός ταξιδιού στην Κωνσταντινούπολη με τον Δημήτρη Πολιτόπουλο στις αρχές του 2010, όπου είχαμε πάει για να δούμε ποια προϊόντα θα μπορούσαμε να διαθέσουμε σ’ αυτή τη γειτονική, πολύ “δική μας” αγορά των 15 εκατομμυρίων, που απέχει περίπου όσο και η Θεσσαλονίκη από την Κομοτηνή». Ο κ. Δημήτρης Πολιτόπουλος, ιδιοκτήτης της Ζυθοποιίας Μακεδονίας-Θράκης, φαίνεται πως ήταν από τους πρώτους που πίστεψαν στην ιδέα του κ. Κρις και τη στήριξαν με αποφασιστικό τρόπο. Αλλωστε, η εμφιάλωση των προϊόντων tuvunu (τσάι αλλά και ανθρακούχο νερό) γίνεται προς το παρόν στις εγκαταστάσεις της Ζυθοποιίας στη Βιομηχανική Περιοχή της Κομοτηνής. Η επένδυση για το στήσιμο μιας ξεχωριστής παραγωγικής μονάδας αποκλειστικά και μόνο για τα προϊόντα tuvunu προσδιορίζεται χρονικά για το 2014 και τοποθετείται γεωγραφικά πάλι στην ευρύτερη περιοχή της Θράκης – κοντά στους τόπους όπου συλλέγεται ο σιδερίτης, εκεί όπου χτυπά η καρδιά μιας δραστηριότητας που στηρίζεται στους ανθρώπους οι οποίοι γνωρίζουν και αγαπούν τα μυστικά της φύσης και ζουν από τον πλούτο της και τον ιδρώτα τους. Αλλωστε, για τους περισσότερους από αυτούς το μοναδικό τους εισόδημα προέρχεται από το τσάι.  Οι δύο φίλοι και συνεργάτες απέρριψαν τη λύση της μπίρας και η προσοχή τους στράφηκε στα μη αλκοολούχα ποτά, και συγκεκριμένα στο τσάι, που είναι και το πιο διαδεδομένο ποτό του πλανήτη. Ο κ. Κρις μάς αφηγείται τη συνέχεια της αρχικής ιδέας: «Ετσι μπήκαμε στη διαδικασία της έρευνας και του σχεδιασμού ενός προϊόντος που θα είχε απήχηση στην παγκοσμιοποιημένη αγορά – και ιδίως στις νεότερες ηλικίες. Δεν ανακαλύψαμε τον τροχό, απλώς αρχίσαμε να σκεφτόμαστε πώς θα μπορούσαμε να δώσουμε έναν αέρα ανανέωσης σε ένα all time classic -το ελληνικό τσάι του βουνού- μέσω ενός φρεσκαρίσματος που θα κάλυπτε όλη τη φάση παραγωγής του προϊόντος, από τη στιγμή της σποράς του στο χωράφι μέχρι τον τρόπο που θα πωλείται και θα σερβίρεται». Η ιδέα τους έγινε πραγματικότητα μόλις σε 36 μήνες και σε αυτό το χρονικό διάστημα τα εμπόδια και οι δυσκολίες -πολλαπλές και πολυποίκιλες- δεν ήταν καθόλου λίγες…

Ο κ. Κρις, γνωρίζοντας τις δυσκολίες του ελληνικού περιβάλλοντος από πρώτο χέρι, μπορεί σήμερα καλύτερα από ποτέ να κατανοήσει τι τράβηξε ο δημιουργός της Ζυθοποιίας Μακεδονίας Θράκης ο κ. Πολιτόπουλος για να επιβιώσει και να σταθεί στην αγορά. Επιπλέον, όπως ο ίδιος επισημαίνει, το παράδειγμα του κ. Πολιτόπουλου λειτούργησε ευεργετικά σε ό,τι αφορά τη δική του απόφαση ζωής να αφήσει τη Νέα Υόρκη για να γίνει τεϊοπαραγωγός στα βουνά της Ροδόπης!  «Το πείσμα και η αποφασιστικότητα του Δημήτρη, αλλά και η ολοένα αυξανόμενη ζήτηση των προϊόντων της Ζυθοποιίας Μακεδονίας Θράκης τα τελευταία χρόνια με έπεισαν ότι άξιζε να προχωρήσουμε από κοινού σε μια νέα πρωτοβουλία, με σαφή εξαγωγικό προσανατολισμό αυτή τη φορά, στον ραγδαία αναπτυσσόμενο κλάδο των φυσικών αναψυκτικών – ιδίως σε ανεπτυγμένες αγορές όπως οι ΗΠΑ, όπου ήδη έχουμε ξεκινήσει τις εξαγωγές».

Στον συνομιλητή μας αρέσει να επαναλαμβάνει συχνά πυκνά αυτό που είπε πρώτος ο κ. Πολιτόπουλος: «Οι Ελληνες πολιτικοί μιλούν για τον ορυκτό πλούτο που βρίσκεται κάτω από τη γη. Ας ξεκινήσουμε καλύτερα με τον πλούτο που βρίσκεται πάνω από τη γη! Ενα βαρέλι π.χ. πετρέλαιο κοστίζει 110 δολάρια, δηλαδή στα 80 ευρώ τα 100 λίτρα, όταν τα παγωμένα αναψυκτικά πουλιούνται πάνω από 200 ευρώ τα 100 λίτρα». Με άλλα λόγια, ο κ. Κρις πιστεύει πως οι περιοχές που κάποιοι θέλουν να χαρακτηρίζουν φτωχές μάς προσφέρουν απλόχερα τους μοναδικούς καρπούς της ελληνικής γης και μπορούν να αποτελέσουν βάσεις για μια νέα επιχειρηματικότητα με μέλλον και εξωστρέφεια, αλλά με πάντα με τοπικό χρώμα και ταυτότητα και συμβολή στην τοπική ανάπτυξη.

 

ΤΑ ΕΠΟΜΕΝΑ ΒΗΜΑΤΑ

Ανθρακούχο νερό, μέντα και χαμομήλι

Οταν ρωτούν τον κ. Κρις τι είναι εκείνο που τον αντιπροσωπεύει περισσότερο στο όλο εγχείρημα της tuvunu, ο ίδιος απαντά σχεδόν πάντα τα εξής: «Mε ικανοποιεί ιδιαίτερα το γεγονός ότι δίνουμε την προοπτική μιας νέας, καθαρής και προσοδοφόρας καλλιέργειας στους κατοίκους των μέχρι πρότινος “μειονεκτικών” ορεινών περιοχών της χώρας μας. Η προοπτική αυτή παρέχει τη δυνατότητα σε όσους είναι εκεί να μείνουν στον τόπο τους, αλλά και σε νέους που έχουν αποφασίσει να το “πάρουν αλλιώς” και να φύγουν από τα μεγάλα αστικά κέντρα, να φτιάξουν μια καινούρια ζωή σε κάποια από τα ομορφότερα μέρη της Ελλάδας».

Για την εταιρεία tuvunu το τσάι το βουνού είναι μόνο η αρχή. Το ανθρακούχο νερό ήταν το δεύτερο βήμα και η συνέχεια ανοιχτή. Το ανθρακούχο νερό, για παράδειγμα, θα εμπλουτιστεί με γεύσεις και αρώματα της ελληνικής γης (πρώτα υποψήφια φρούτα στη σειρά τα πορτοκάλια και τα λεμόνια), ενώ η σκυτάλη από το τσάι του βουνού θα περάσει πιθανότατα στο χαμομήλι και στη μέντα. Τα επόμενα βήματα θα γίνονται σε συνεργασία με άλλες ελληνικές εταιρείες και, όπως επισημαίνει ο κ. Κρις, η συνεργασία θα αφορά εταιρείες και ομάδες ανθρώπων «που πιστεύουν σ’ αυτό που ξεκινήσαμε.

Είμαστε αποφασισμένοι να προχωρήσουμε στην υγιή και οικολογική αναδόμηση της ελληνικής υπαίθρου, βασιζόμενοι στο μοντέλο της συμβολαιακής καλλιέργειας και της καθετοποίησης της παραγωγής μας το συντομότερο δυνατόν, μέσω μιας σειράς νέων επενδύσεων τα επόμενα δύο χρόνια».